ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

16o ΦΝΘ: Ανασκόπηση Τρίτης (18/3/2014)

Με υπέρλαμπρη λιακάδα μάς υποδέχθηκε η Θεσσαλονίκη, την πρώτη ημέρα της δημοσιογραφικής μας παραμονής εδώ. Και είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τον καιρό, και παρά το γεγονός ότι ήταν καθημερινή, ουρές σχηματίστηκαν έξω από τα εκδοτήρια και είδαμε και γεμάτες αίθουσες (αν και όχι όλες). Sold out ήταν ο Μελισσοκόμος, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που αναμενόταν να παρακολουθήσουν και το ντοκιμαντέρ Στο Νήμα για τον Αλέξη Τσίπρα (καθώς όπως ακούσαμε στην ουρά που περιμέναμε «θέλουν να πάνε οι Συριζαίοι».

Πετώντας αστερίες στη θάλασσα

Ο τίτλος μοιάζει μάλλον ποιητικός, αλλά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τρεις περιπτώσεις φιλανθρώπων. Ένας σεφ στην Ινδία που δίνει τροφή και τρυφερότητα στους άστεγους, ένας συνταξιούχος δάσκαλος που κάθε βράδυ γυρίζει στους δρόμους της Μινεσότα μοιράζοντας σάντουιτς και μία 13χρονη μαθήτρια που ξεκίνησε έναν κήπο αγάπης, αποτελούν τα υποκείμενα της ταινίας. Ο Τζέσε Ρέσλερ επικεντρώνεται σε αυτούς τους τρεις ανθρώπους, αφηγούμενος μια ομολογουμένως συγκινητική ιστορία κοινωνικού ακτιβισμού. Η φωτογραφία του είναι καθαρή και υπάρχουν στιγμές που είναι πολύ «τέλεια» (το νερό που καταβρέχει τα φυτά, μάτια που λαμπυρίζουν από ευγνωμοσύνη). Η προσέγγισή του είναι μάλλον mainstream, και εν μέρει εκβιάζει το συναίσθημα. Ελάχιστες φορές ακούς τους άστεγους. Ακούς μόνο εγκώμια  και διθυράμβους για τα τρία πρόσωπα της ιστορίας (και το απόγειο της αναγνώρισης τυχαίνει να είναι τα βραβεία του CNN heroes και ένα βραβείο από το Ίδρυμα του Μπιλ Κλίντον). Παρά τα αρνητικά της, η ταινία έχει να στείλει ένα σημαντικό μήνυμα: μπορεί η άμμος να είναι γεμάτη αστερίες και μπορεί να μη μπορείς να τους σώσεις όλους, μπορείς όμως να σώσεις τον ένα που βρίσκεται κοντά σου.

Ο σκηνοθέτης και η παραγωγός του βρέθηκαν στη προβολή -η ταινία πραγματοποίησε παγκόσμια πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη- και μίλησαν για την ταινία. Ο Τζέσε Ρέσλερ δήλωσε ότι το ταξίδι του ξεκίνησε από τη Μινεσότα, όπου κατάγεται: ανακάλυψε πρώτα την ιστορία του Άλαν Λο, του συνταξιούχου δασκάλου και χρειάστηκε παραπάνω από έναν χρόνο για να τον πείσει να τον κινηματογραφίσει. Κάτι που ξεκίνησε ως μικρό και συγκεκριμένο (ένα ντοκιμαντέρ για τον συγκεκριμένο άνθρωπο), σύντομα επεκτάθηκε.  «Αυτή δεν είναι μια ιστορία μόνο για το φαγητό, αλλά για το ότι υπάρχει κάποιος εκεί έξω που νοιάζεται για τους άλλους». Αναζήτησε και άλλους υποψήφιους ήρωες και τελικά κατέληξε στον σεφ από την Ινδία και στη 13χρονη κοπέλα. «Το ντοκιμαντέρ χρειάστηκε 3,5 χρόνια για να ολοκληρωθεί και τραβήξαμε υλικό διάρκειας 60-70 ωρών» είπε ο σκηνοθέτης. Οι συντελεστές ζήτησαν από το κοινό να γράψει μηνύματα για την ταινία ή τους χαρακτήρες στους οποίους επικεντρώνεται και στη συνέχεια τράβηξε φωτογραφία για να την ανεβάσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Εξατμιζόμενα σύνορα

Δυστυχώς, πολύ διαφορετική ήταν η εικόνα (από άποψη προσέλευσης κόσμου) στα Εξατμιζόμενα Σύνορα της Ίβα Ραντιβόγεβιτς, ένα οπτικό δοκίμιο της σκηνοθέτιδας για τη μετανάστευση, επικεντρωμένο στο παράδειγμα της Κύπρου. Συνεντεύξεις μεταναστών, πορείες ακροδεξιών, μετανάστες που χάνουν τη ζωή τους και που αντιμετωπίζουν την ξενοφοβία και τον ρατσισμό. Οι ποιητικές εικόνες εναλλάσσονται, καθώς η σκηνοθέτιδα από τη Γιουγκοσλαβία (μετανάστρια και η ίδια στην Κύπρο) αφηγείται με σπασμένα ελληνικά την ιστορία, σαν μια επιστολή σε κάποιον φίλο. Δεν πρόκειται για μια ταινία που εξαντλεί το θέμα της μετανάστευσης. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη και υποκειμενική ματιά στο θέμα της ανοχής και των συνόρων. Αυτό μας το δείχνει η σκηνοθέτιδα, η οποία είναι έντιμη στις προθέσεις της, αλλά και στο αποτέλεσμα της ταινίας της. Το ποίημα του μετανάστη Γκασάν Σαντούν «Sea Sickness» στοιχειώνει τον θεατή: «Δεν θα ξεφύγουμε ποτέ από αυτή τη ναυτία/και θα ξερνάμε τα όνειρά μας» λέει κάπου ο ποιητής, αναφερόμενος στις οδύσσειες των μεταναστών με τα σαπιοκάραβα της ελπίδας προς τις νότιες «πύλες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η σκηνοθέτιδα βρισκόταν και αυτή στην αίθουσα μετά την προβολή: «Δεν θέλησα τόσο να κατηγορήσω, όσο να στρέψω και το δάχτυλο στους εαυτούς μας και να δείξω ότι και εμείς φταίμε για αυτή την κατάσταση. Η μετανάστευση πάντα έχει να κάνει με ανθρώπους και πάντα υπάρχει ένας λόγος που αυτοί οι άνθρωποι κάνουν αυτό που κάνουν» δήλωσε η Ραντιβόγιεβιτς. «Αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ότι βρισκόμουν εγώ όταν έφτασα στην Κύπρο. Δεν μπορώ να πάω να τους πω: “Κοιτάξτε, όλα θα φτιάξουν”. Εγώ, η μητέρα μου και η αδελφή μου περάσαμε δύσκολα όταν φτάσαμε στην Κύπρο, αλλά ήταν το καλύτερο δυνατό σενάριο σε σχέση με την εναλλακτική: να βρισκόμαστε στη Γιουγκοσλαβία σε καιρό πολέμου» είπε.

Η νονά

Ένα ντοκιμαντέρ για την ηγεμονία της Άνγκελα Μέρκελ στην Ευρώπη και το πως η πολιτική της (που σύμφωνα με τον σκηνοθέτη θυμίζει Μακιαβέλι και μεθόδους της μαφίας -αλλά και της ανατολικής Γερμανίας στην οποία μεγάλωσε) έχει καθορίσει τις τύχες των λαών της νότιας Ευρώπης. Ο Στέλιος Κούλογλου φτιάχνει ένα ντοκιμαντέρ για όλα αυτά που λίγο-πολύ γνωρίζουμε: το πώς Γαλλία και Γερμανία δεν άφησαν να χρεοκοπήσει η χώρα για να μη μείνουν στα χέρια των τραπεζών τους τα τοξικά ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, το πώς επέβαλλαν λιτότητα ενώ την ίδια ώρα πουλούσαν πανάκριβα οπλικά συστήματα και το πώς καθόλου «δεν θα χάλαγε» τη γερμανική κυβέρνηση να πουληθεί και κανένα ελληνικό νησάκι. Και παρ’ όλο που τα παρουσιάζει όλα αυτά ωραία, αυτή είναι μόνο η μία πλευρά της ιστορίας: Δεν είναι μόνο η Μέρκελ ο κακός λύκος του παραμυθιού και το να την αναγάγεις σε αυτό αγνοεί τους υπόλοιπους παίκτες της οικονομικής κρίσης (την ελληνική κυβέρνηση, το ΔΝΤ, τις ΗΠΑ κλπ.) Όπως είναι μάλλον αυθαίρετο να υποθέσει κανείς ότι επειδή η Μέρκελ μεγάλωσε στην Ανατολική Γερμανία, εμείς τραβάμε όλα αυτά που τραβάμε. Τα γερμανικά συμφέροντα είναι μάλλον δεδομένα, και θεωρείται απίθανο κάποιος άλλος γερμανός πολιτικός να ακολουθούσε μια τελείως διαφορετική πορεία.

Καλάβρυτα – Άνθρωποι και σκιές

Προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην αίθουσα και ακούστηκαν μέχρι και βρισιές. Το ντοκιμαντέρ του Ηλία Γιαννακάκη περιλαμβάνει μαρτυρίες για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, τι προηγήθηκε και τις δύσκολες καταστάσεις που βίωσαν μετά την καταστροφή οι κάτοικοι της πόλης. Η ταινία ασχολείται μάλλον λίγο με τη σφαγή στο λόφο του Κάπι και το τι συνέβη στο σχολείο (σε σχέση με άλλα ντοκιμαντέρ), προσπαθώντας να παρουσιάσει τις συνολικές διαστάσεις της τραγωδίας -με αποτέλεσμα να ασχολείται με κάποια ζητήματα μάλλον επιδερμικά. Το ντοκιμαντέρ αφιερώνει αρκετό χρόνο σε μία ιστορική αποτίμηση της κατάστασης και στο ερώτημα «εάν οι αντάρτες δεν είχαν σκοτώσει τους γερμανούς κρατούμενούς τους, μήπως είχε αποφευχθεί η τραγωδία;» Αυτό ήταν και το σημείο που προκάλεσε τις περισσότερες αντιδράσεις, με έναν κύριο που δήλωσε συνταξιούχος δικηγόρος να χαρακτηρίζει «ντροπή» την εξίσωση του εγκλήματος των γερμανών με την αντιστασιακή δράση. Ο σκηνοθέτης δεν επιχειρεί κατι τέτοιο, καθώς παρουσιάζει απλά τις διαφορετικές απόψεις. Ωστόσο, υπάρχουν στιγμές που φαίνεται σαν να το κάνει (ιδιαίτερα στο σημείο όπου μιλούν οι ιστορικοί), θίγοντας ένα ευαίσθητο θέμα. Εκτός από τις μαρτυρίες, δυνατό σημείο του ντοκιμαντέρ είναι και η παρουσίαση της μετέπειτα αλληλεπίδρασης Γερμανίας – Καλαβρύτων, μέσω της παρουσίασης του καλαβρυτινού θέματος στη γερμανική τηλεόραση για παράδειγμα, με τον δημοσιογράφο να μιλάει για το θέμα, ή των σπουδών παιδιών από τα Καλάβρυτα στη Γερμανία. Υπήρχαν όμως κάποια σκαμπανευάσματα στην αφήγηση που δεν με άφησαν να το παρακολουθήσω ομαλά, καθώς υπήρχαν επιστροφές σε κάποιο θέμα και αναφορές σε αυτό σε διαφορετικά σημεία της αφήγησης. Δεν βοήθησε ιδιαίτερα και το voice over, καθώς δεν έκανε πιο ομαλή τη μετάβαση από το ένα τμήμα του ντοκιμαντέρ στο άλλο. Μιλώντας μετά την ταινία και αναφερόμενος στο θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων, ο σκηνοθέτης Ηλίας Γιαννακάκης, είπε ότι δεν νομίζει πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στη Γερμανία του τότε και τη σημερινή πανίσχυρη Γερμανία «που θα πρέπει να δώσει λόγο και οικονομικό».

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *