ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

19ο ΦΝΘ: Το Σαφάρι εμπειριών ξεκίνησε

Οι Cinepivates αποβιβαστήκαμε από την Τρίτη το πρωί στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη από την περασμένη Παρασκευή και σαν σεληνιασμένοι τρέχουμε να μαζέψουμε στις βαλίτσες μας όσο περισσότερες εμπειρίες μπορούμε, από τα ντοκιμαντέρ που έρχονται και από όσα δε προλάβαμε τις πρώτες ημέρες! Γιατί κάθε κινηματογραφικό φεστιβάλ, για εμάς αλλά και το κοινό, δεν είναι παρά ένα ιντριγκαδόρικο «movie-safari»! Να βρει, να μάθει, να ανακαλύψει, να αισθανθεί, να γευτεί… Πλούσιο το πρόγραμμα, περιλαμβάνει άπειρες επιλογές και για πρώτη χρονιά και διαγωνιστικό τμήμα, ενώ ο καιρός στη συμπρωτεύουσα είναι ακόμα καλός, με λίγο ψιλόβροχο και την απειλή κακοκαιρίας (που της εδώσαν και όνομα «Γαλάτεια») να μοιάζει ως δεύτερος εχθρός μας, παρέα με τον χρόνο.

Την πρώτη ημέρα επιδοθήκαμε σε «Ασκήσεις Μνήμης», κάναμε σερφ στο «Σερφ Κλαμπ στη Γάζα», πετάξαμε με τον «Σάμουέλ στα Σύννεφα», διασκεδάσαμε με τις βραζιλιάνικες «Ιστορίες που (Δεν) μας είπε το σινεμά μας», όπου μιλώντας για τα pornchanchadas είδαμε και πολλά γυμνά στήθη, αλλά μιλήσαμε για αυτά και τον καρκίνο του στήθους στο «Βυζιά», για ένα ρατσιστικό φόνο στο «Νησί των Γενναίων» και για ένα τζαζ φόνο στο «Τον Έλεγα Μόργκαν», σοκαριστήκαμε και εκνευριστήκαμε στο «Σαφάρι» και τον «Αμερικάνο Αναρχικό», δυο εξαιρετικά ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ, που ήταν και οι ογκόλιθοι της ημέρας.

safari
«Γνώρισα τους ανθρώπους και αγάπησα τα ζώα»

Το ντοκιμαντέρ που μας έμεινε περισσότερο από όλη την ημέρα, είναι αναγκαστικά το «Safari» εξαιτίας της αποτρόπαιας θεματολογίας του και τον σκηνοθέτη που μας είχε σοκάρει πέρσι με το «Υπόγειο» να καταφέρνει εύκολα να το ξαναπετύχει. Τουρίστες που διασκεδάζουν σκοτώνοντας άγρια ζώα στην αφρικανική σαβάνα: από βούβαλους μέχρι καμηλοπαρδάλεις και τα στήνουν για να βγάλουν μαζί τους μια αναμνηστική φωτογραφία, τουρίστες που αποκαλούν τα θηράματα “κομμάτια” και προσπαθούν να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους με διάφορους τρόπους (μέχρι και ότι κάνουν καλό στη φύση γιατί σκοτώνουν τα μεγαλύτερης ηλικίας ζώα και έτσι… ανανεώνεται ο πληθυσμός τους!) Μια τεράστια «μπίσνα» που πατά στις αποικιοκρατικές αντιλήψεις και μια ασέβεια σε κάποια τόσο πανέμορφα υπερήφανα ζώα που ο μόνος λόγος για να κυνηγήσεις θα ήταν για να τα θαυμάσεις και να βγάλεις φωτογραφία. Άλλο ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ, γυρισμένο από τον Ούλριχ Ζάιντλ.

Όποιος γνωρίζει το έργο του Αυστριακού σκηνοθέτη, ξέρει ότι του αρέσει να ρίχνει φως στο γκροτέσκο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Έτσι γίνεται και εδώ σε ένα ντοκιμαντέρ που θα εξοργίσει και θα σοκάρει τους περισσότερους από όσους το δουν. Ο Ζάιντλ δεν παρατηρεί ποτέ απλά τι κάνουν οι άνθρωποι, αλλά στήνει κατά τέτοιο τρόπο τα πλάνα του, ώστε να δημιουργεί αμηχανία τόσο στον θεατή όσο και στους «πρωταγωνιστές» του ντοκιμαντέρ. Δεν διστάζει να συνδέσει το κυνήγι με την κουλτούρα των όπλων και να αποκαλύψει τις αντιφάσεις των κυνηγών αυτών σε ένα ντοκιμαντέρ που δεν θα αφήσει αδιάφορο κανέναν -και αυτός είναι ο στόχος του. Όσοι γνωρίζετε έστω και ελάχιστα από όπλα (ακόμα κι από αναμνήσεις από στρατιωτικό) ή κυνήγι, θα διαγνώσετε εύκολα την απίστευτη άγνοια, ημιμάθεια και λάθη, σε μεθόδους κυνηγιού που δεν περιλαμβάνει ούτε σπορ και φυσικά καθόλου τιμή. Καταγγελτικό δεν είναι, ούτε υπερβολικά ειρωνικό (δεδομένου του τι μπορεί να κάνει ο Ούλριχ Ζάιντλ). Στο τέλος του, όμως, θα χάσετε κάθε ελπίδα για τον άνθρωπο και τα «επιτεύγματά» του.

Πολλές φορές αν πει κανείς άμεσα το μήνυμα του μπορεί να φανεί προβοκατόρικος, επιθετικός, κουραστικός ή κοινότυπος. Επιλέγοντας μια εναλλακτική παρουσίαση ή ακόμα κι ένα εναλλακτικό θέμα από το αντικείμενο που θέλει πραγματικά να θίξει μπορεί να αγγίξει περισσότερο κόσμο, να αναδείξει περισσότερο το πρόβλημα.

GazaSurfClub_1
Κάποιοι στη Γάζα δε το βάζουν κάτω

Στο Gaza Surf Club οι σέρφερς της Γάζας αποδεικνύουν έμπρακτα ότι δεν υστερούν σε τίποτα από τους καλιφορνέζους συναθλητές τους. Σε μια καταβομβαρδισμένη χώρα ορισμένοι νέοι επιμένουν στο πάθος τους για σερφ! Σουρεαλιστικό για όλους εμάς τους απέξω, όμως ψυχοθεραπευτικό για τους ίδιους. Καθόλου μίζερο ντοκιμαντέρ, αντίθετα με feelgood διάθεση, με υπέροχη μουσική, σε ένα εναλλακτικό σάουντρακ που μπλέκει κι ενώνει ethnic με surf και chill-out με folk ρυθμούς. Συστήνοντας μας τους νεαρούς αυτούς σέρφερς και γνωρίζοντας τους καλύτερα, παρακολουθώντας τους στις καθημερινές δουλειές τους, το πραγματικό θέμα του ανούσιου πολέμου στη Γάζα, των ανελέητων βομβαρδισμών, θα έρθει να μας το «τρίψει στη μούρη» πιο αποτελεσματικά, χωρίς καν να χρειαστεί να το καταδείξει.

Ομοίως εναλλακτικό τρόπο παρουσίασης, με σιωπές και απουσίες, μεγάλα κενά και παύσεις, επιδιώκουν οι «Ασκήσεις Μνήμης». Υπέροχη καλλιτεχνική φωτογραφία, πιθανότατα η ωραιότερη της ημέρας, σε ακίνητα ή στατικά πλάνα, που ζουμάρουν σε αφημένα αντικείμενα. Αντικείμενα που συνδέονται με ένα πρόσωπο που έφυγε, ένα παλιό ζευγάρι παπούτσια παρατημένα πλάι στην εξώπορτα, μια παλιά ραπτομηχανή, ένα στρωμένο τραπέζι, μετά βγαίνουμε έξω για περιπλάνηση στο δάσος, δέντρα, κορμοί, θάλασσα, μια παρέα παιδιών που παίζουν και παιχνίδια του φωτός. Εξίσου προσεγμένος ο ήχος, σε εξιστορήσεις που μπλέκονται η μια στην άλλη, όλα επιδιώκουν να απαντήσουν στο πως λειτουργεί η μνήμη για την οικογένεια που έχει υποστεί αυτή την αδικία και τον τόσο πόνο. Γιατί θέλει να μας μιλήσει για τη δικτατορία της Παραγουάης (1954-1989) και για τον πατέρα, δρ.Γκοϊμπουρού, που συλλήφθηκε, βασανίστηκε και εξαφανίστηκε, με το πτώμα του να μην έχει μέχρι πρόσφατα βρεθεί. Μια προσέγγιση που έχει σίγουρα την καλλιτεχνική πινελιά της, χωρίς όμως να έχει την ποιητική διάθεση και τη γλώσσα του λατρεμένου μας «Μαργαριταρένιου Κουμπιού», καταφέρνει να συναρπάσει αλλά ταυτόχρονα και να κουράσει το κοινό.

Για φόνο και αδικία μιλά και «το Νησί των Γενναίων». Εδώ η καταγγελία είναι πιο άμεση, επιθετική σχεδόν ως παρουσίαση, καθώς πρόκειται για το δημόσιο κατήγορω του σκηνοθέτη για τη δολοφονία του αδερφού του πριν από 25 χρόνια στο Λονγκ Άιλαντ. Όπου ύστερα από διαπληκτισμό ένας λευκός πυροβόλησε με καραμπίνα και σκότωσε έναν άοπλο μαύρο και έμεινε ατιμώρητος… Ο σκηνοθέτης, στρέφει την κάμερα πάνω του, κεντράρει στο πρόσωπο του, μας μιλά για την περίοδο που ήταν ακόμα κοπέλα, -πριν αλλάξει φύλο-, μιλά με τη μητέρα και την αδερφή του και άλλα πρόσωπα που είναι εν ζωή και μιλούν για όσα έγιναν. Παράλληλα ανατρέχει σε άπειρες φωτογραφίες που μας παραθέτει αναπαριστώντας μας την εποχή παράλληλα με την εξιστόρηση του. Μια άλλη σκηνοθετική επιλογή είναι ότι δε βρίσκουμε καθόλου την άλλη πλευρά. Εξαφανισμένοι ο δράστης, οι δικηγόροι, οι αστυνομικοί, ελάχιστοι απαντούν τηλεφωνικά. Φαίνεται κάπως μισό, λειψό, πιο προσωπικό, σε ένα ντοκιμαντέρ που πλατιάζει, αλλά μοιάζει να μη τελειώνει, όπως και ο πόνος για το χαμό και το ατιμώρητο έγκλημα, που μένει ανοιχτή πληγή μέσα τους.

i-called-him-morgan

Υπήρχε όμως κι ένας τζαζίστας που «Τον Έλεγαν Μόργκαν». Η ιστορία ξεκινά τη δεκαετία του 1950 όταν ένας νεότατος Λι Μόργκαν (15 – 16 χρονών), τρομπετίστας από τη Φιλαδέλφεια εντάσσεται στη Big Band του Ντίζι Γκιλέσπι και γίνεται σύντομα το αστέρι. Ηχογραφεί με τον Τζον Κολτρέιν, συμμετέχει στους Messengers του Αρτ Μπλέικι, συνθέτει και παίζει εξαιρετική μουσική. Ταυτόχρονα, το ντοκιμαντέρ αφηγείται την ιστορία της Έλεν, η οποία έχοντας κάνει ως μικρό κορίτσι δύο παιδιά στην επαρχιακή πόλη όπου ζούσε, φτάνει στη Νέα Υόρκη, συχνάζει σε τζαζ στέκια και γίνεται φίλη με αρκετούς τζαζ μουσικούς. Όταν ο Λι Μόργκαν χάνει τη δουλειά του εξαιτίας της χρήσης ναρκωτικών και γυρνά μεσοπεθαμένος στους δρόμους, η Έλεν τον περιμαζεύει και του δίνει τη δύναμη να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Οι επιτυχίες επιστρέφουν, αν και η τραγωδία δεν θα αργήσει να χτυπήσει: σε μια βραδιά με χιονοθύελλα στη Νέα Υόρκη και ενώ ο Λι Μόργκαν εμφανιζόταν σε ένα τζαζ κλαμπ της Νέας Υόρκης, η Έλεν θα τον πυροβολήσει και θα τον σκοτώσει. Οι φίλοι τους και η ίδια -μέσω μιας παλαιότερης συνέντευξης που της πήρε κάποιος καθηγητής της και λάτρης της τζαζ- αφηγούνται την ιστορία. Χρησιμοποιώντας φωτογραφίες, τη μουσική του Λι Μόργκαν και άλλων μουσικών της τζαζ εκείνης της περιόδου, ο σκηνοθέτης αναβιώνει με τρόπο συναρπαστικό μια ολόκληρη εποχή.

Πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει η ζωή ενός χειριστή τελεφερίκ στις Άνδεις, αναρωτιέται το ντοκιμαντέρ «Ο Σάμιουελ στα Σύννεφα». Γενιές προγόνων του έζησαν και δούλεψαν εκεί, τώρα όμως το χιόνι πλέον έχει αρχίσει και εκλείπει και ο βετεράνος χειριστής στοχάζεται για την κλιματολογική αλλαγή. Παράλληλα, στέκεται στην άκρη του γκρεμού όπου έπεσε ο πατέρας του, σε μια από τις στιγμές που μένουν. Δεν παραλείπει όμως να κάνει και τον ετήσιο «αγιασμό» που θα λέγαμε κι εμείς, από τους ιερείς που τιμούν τα αρχαία πνεύματα του βουνού.

Αν αναζητάτε κάτι πιο διασκεδαστικό, περνάμε αναγκαστικά στις «Ιστορίες που (δεν) μας είπε το σινεμά μας» το βραζιλιάνικο sexploration στο σινεμά του από τη δεκαετία του’70 ως τα ’90s, για περίπου 21 χρόνια όπου η χώρα βρίσκοταν σε δικτακτορικό καθεστώς και άνθισε το λεγόμενο κινηματογραφικό είδος «pornchanchadas» ένα soft πορνό, με κωμικά στοιχεία, που σήμερα θεωρείται σίγουρα cult, μια μικρή ελευθερία λόγου μέσα στη γενικότερη λογοκρισία. Η ταινία αποτελείται ουσιαστικά από ένα συνεχές μοντάζ από στιγμιότυπα διάφορων ταινίων της εποχής. Μη περιμένετε να δείτε μεγάλες αποκαλύψεις, λιγοστά διάσπαρτα πολιτικά σχόλια περί διαφθοράς, συμφέροντα μεγάλων εταιριών, θέση γυναίκας και σεξουαλικότητα, γκέι αποδοχή, όλα υπό το πρίσμα της -τότε- μέσης και κατώτερης λαϊκής τάξης, όπου και απευθύνταν κυρίως οι ταινίες.

Το ελληνικό «Βυζιά» των Ανιές Σκλάβου και Στέλιου Τατάκη, μιλούν ανοιχτά για τον καρκίνο του στήθους, προσεγγίζοντας το γυναικείο στήθος ιστορικά, ερωτικά, ρομαντικά μάλλον περισσότερο από αισθησιακά. Εντυπωσιακή συλλογή υλικού και παρουσίασης από πολλές γυναίκες, επιδιώκει να εξαπλωθεί στο θέμα του, όμως τελικά επικεντρώνεται σε μια κεντρική ιστορία, όπου αφιερώνει πολύ χρόνο, ίσως περισσότερο από όσο θα έπρεπε.

EXCLUSIVE: Hotel Americana, New York City, USA. February 19th, 1971. William Powell, the author of "The Anarchist Cookbook", during the press conference presenting his book. "This copyrighted photograph of William Powell, author of the Anarchist Cook Book, is the property of JP Laffont, distributed exclusively by Polaris Images. It is made available to media organizations for the sole purpose of publication in conjunction with stories about the documentary on William Powell, produced by Charlie Siske!. When published the photograph must be credited "JP Laffont I Polaris." Under no circumstance this photograph may be re-used for any other purpose. All other uses must be approved in advance and in writing by Polaris Images. Failure to obtain such authorization will be deemed a case of copyright infringement and pursued to the full extent of the law." ///

Με ένα ντοκιμαντέρ που έχει στόχο να προκαλέσει αντιδράσεις, το «American Anarchist», ο σκηνοθέτης Τσάρλι Σίσκελ σκιαγραφεί το πορτρέτο του Ουίλιαμ Πάουελ, του ανθρώπου που στα 19 του χρόνια έγραψε το βιβλίο The Anarchist Cookbook – O Τσελεμεντές του Αναρχικού (1971), το οποίο θεωρητικά τασσόταν υπέρ των βίαιων επαναστάσεων, ενώ προσέφερε συμβουλές για το πώς μπορεί κανείς να φτιάξει εκρηκτικά στο σπίτι του. Το βιβλίο πούλησε περισσότερα από 2 εκατομμύρια αντίτυπα, συνδέθηκε με πολλές βίαιες πράξεις, ενώ στην εποχή του internet γνώρισε νέα φήμη, αποτελώντας κομμάτι της βιβλιοθήκης πολλών δραστών μαζικών δολοφονιών στις ΗΠΑ.

Ο Σίσκελ -συν-σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Finding Vivian Maier» που αγαπήσαμε πέρσι, προσπαθεί να αναγκάσει τον Πάουελ -έναν ήρεμο, ηλικιωμένο άνδρα- να παραδεχθεί τα λάθη του, για κάτι που έγραψε στα 19 του χρόνια, το οποίο και στη συνέχεια απαρνήθηκε και γραπτά αλλά και με την μετέπειτα ζωή του να το αποδεικνύει. Εκείνος φαίνεται να βρίσκεται σε άρνηση και να προσπαθεί να ξεχάσει τα προβλήματα που μπορεί να προκάλεσε το βιβλίο του -το οποίο έγραψε, βασιζόμενος σε συγγράματα που ήταν ανοιχτά στο κοινό και χωρίς να δοκιμάσει καμία από τις συνταγές λέει ο ίδιος. Πρόκειται για ένα σκληρό παιχνίδι. Ο Σίσκελ προσπαθεί να κάνει τον συνεντευξιαζόμενο να παραδεχθεί τα λάθη του -και τα καταφέρνει- αν και ο θεατής δεν μπορεί παρά να λυπηθεί τον Πάουελ και τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία τον φέρνει ο σκηνοθέτης. Κάποιος ξένος κριτικός μίλησε για φοβερή «δημοσιογραφική επιτυχία». Δεν ξέρω, όμως, εάν το να φέρνεις έναν άνθρωπο στα όρια κατάρρευσης μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Από άποψης παρουσίασης, έχει ένα δυνατό πρώτο μέρος, αλλά μετά συνεχώς επαναλαμβάνεται, καθώς σκηνοθέτης και συνεντευξιαζόμενος επανέρχονται ξανά και ξανά στις ίδιες ερωτήσεις ειπωμένες λίγο διαφορετικά.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *