1o ELFF: Φυλακισμένοι τρυποκάρυδοι και ελάφια – εκδικητές
Στο Λυκαβηττό στηνόταν το Drive In Cinema, αλλά στις κινηματογραφικές αίθουσες Ιντεάλ και Δαναός, το κινηματογραφικό πάρτι του En Lefko Film Festival συνεχιζόταν με ενδιαφέρουσες -και με έμπνευση από τη φύση ταινίες.
Τρυποκάρυδοι
H ταινία αυτή από τη δομικιανή δημοκρατία είναι όπως την περιμένει κανείς από το τρέιλερ, γεμάτη χρώματα, μουσική. Γυρισμένη σε cinemascope φορμά, κάτι που δεν αιτιολογείται οπτικά, αλλά δε χαλάει κι όλας. Αυτό που ανακαλύπτει κανείς βλέποντάς την όμως είναι ότι διαθέτει και ψυχή. Περιγράφει δύσκολες και σκληρές καταστάσεις, αλλά δεν είναι μίζερη, έχει το κέφι της, έναν εσωτερικό ρομαντισμό. Και μόνο ως σκηνή, το να είναι οι αντρικές φυλακές απέναντι από τις γυναικείες στήνει ένα ενδιαφέρον σκηνικό. Πάνω σε αυτό πατά και η υπόθεση των τρυποκάρυδων, δηλαδή των τρόφιμων που σκαρφαλώνουν στα κάγκελα και με νοηματική επικοινωνούν και φλερτάρουν με το αντίθετο φύλλο. Η ταινία μας περιγράφει μια τέτοια ρομαντική ιστορία, που γεννήθηκε μέσα σε αυτό το σύστημα, πίσω από τους ψηλούς τοίχους και τις μπάρες των φυλακών. Με ωραίο ρυθμό αφήγησης και αυτή την δική της τρυφεράδα, παρά των σκληρών καταστάσεων. Χωρίς υπερβολές, καταφέρνει να εντάξει στο σώμα της και ένα-δυο πολύ ενδιαφέροντα μονοπλάνα. Διαθέτει και αξιοπρεπείς ερμηνείες, αν και έχει συχνά μικρά θεματάκια ρεαλισμού, ιδίως εκεί όπου βγαίνει στο προσκήνιο ο ρομαντισμός της. Αν κρίνει κανείς τη χώρα από όπου προέρχεται η ταινία, αλλά και το σχετικά χαμηλό προϋπολογισμό της, είναι άμεση η σκέψη του πόσα θα μπορούσε να αποκομίσει και το ελληνικό σινεμά από ταινίες σαν κι αυτή: σωστό focus στην ιστορία και δουλειά στο σενάριο και τις σκηνές, εκμετάλλευση στο έπακρο του χώρου για σκηνικά, απλές ερμηνείες.
Ίχνη στο χιόνι
Το Ίχνη στο Χιόνι (Pokot ή Spoor – χνάρια) είναι πολωνική ταινία σκηνοθετημένη από μάνα και κόρη, της Αγκνιέσκα Χόλαντ και Κάσια Αντάμικ. Σε πρωταγωνιστικούς ρόλους έχει δυο μεγάλους σταρ στην Πολωνία, την Αγκνιέσκα Μαντάτ-Γκράμπκα και τον Βικτόρ Ζμπορόβσκι. Στην ουσία της είναι μια ιστορία εγκλήματος και μυστηρίου, με φιλοζωικές, φυσιολατρικές και οικολογικές προεκτάσεις. Είναι όμως αρκετά αφελές ως σενάριο και αναποφάσιστο για το είδος και το ύφος που θέλει να τηρήσει. Ξεκινάει με προσεγμένη φωτογραφία και μυστήριο, στην πορεία γίνεται κοινωνικό, περνά στο αγροτικό ρομάντσο και ξαναγυρνά στο θρίλερ. Ο θεατής αντιλαμβάνεται από τα πρώτα λεπτά τι ακριβώς έχει συμβεί (επομένως το μυστήριο σχεδόν πάει περίπατο). Τουλάχιστον εμείς το «πιάσαμε εύκολα»! Επίσης εισάγει υπερβολικά πολλούς χαρακτήρες και αποπροσανατολίζεται για να τους παρουσιάσει, όπως και κάποια flash-backs/οράματα που μοιάζουν ασύνδετα. Στην προσπάθεια να βάλλει κάθε μορφή εξουσίας το σενάριο επιτίθεται και κατά της εκκλησίας, όπου χάνει κάθε ρεαλισμό. Αποκορύφωμα τα τελευταία λεπτά της ταινίας, που μοιάζουν μάλλον μια ωραιοποίηση στο μυαλό της πρωταγωνίστριας του τι πραγματικά έγινε. Ως φιλόζωος, με ιδιαίτερη λατρεία στους τετράποδους φίλους μου τα σκυλάκια, δε μπορώ παρά να χαιρετήσω την ιδέα τους. Ήθελε όμως αρκετό μάζεμα, γιατί τα δυο ώρες και οκτώ λεπτά τους κουράζουν άσκοπα , ενώ θα ήταν ωραίο να εντείνει την αγωνία για τα ζώα που παίρνουν το νόμο στα χέρια τους και τιμωρούν τους κυνηγούς.