ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

Νύχτες Πρεμιέρας: Ανασκόπηση Τρίτης (23/9/14)

20 aiff 1278Την Τρίτη η θεματική στις Νύχτες Πρεμιέρας είχε περισσότερο να κάνει με την καταπίεση. Ασφυκτική πίεση στον μαθητή από τον καθηγητή μουσικής στο Whiplash, εσωτερική καταπίεση και κατάθλιψη στο γλυκό ντοκιμαντέρ για τον Έλιοτ Σμιθ, Heaven Adores You, σεξουαλική καταπίεση και παρενόχληση στο Thou Wast Mild and Lovely (Συ ότι Πράος και Αγαπητός Ει), νευρική ανορεξία στην κεντρική πρωταγωνίστρια του σχεδόν μιούζικαλ των Belle & Sebastian, God Help the Girl, καταπίεση και παρενόχληση στο χώρο εργασίας στο Σε Επιφυλακή. Αρκετά και σήμερα τα sold out (στον Δαναό αυτή τη φορά) δείχνουν ότι πάμε για ένα από τα πιο επιτυχημένα -εισπρακτικά τουλάχιστον- φεστιβάλ. Οι Cinepivates που βρέθηκαν στις αίθουσες σας μεταφέρουν:

whiplash 001

Whiplash
(Σκηνοθεσία: Νταμιέν Σαζέλ / 106′ / ΗΠΑ)

whiplash 000Ένας νεαρός ντράμερ σε τζαζ ορχήστρα γίνεται μέλος μιας μουσικής ομάδας με έναν σκληρό καθηγητή. Και ενώ τα καψόνια που περνάει θυμίζουν περισσότερο Full Metal Jacket, παρά μαθητική ορχήστρα, οι προσβολές προκαλούν αβίαστο γέλιο. Ο νεαρός Άντριου Νέιμαν θέλει να γίνει σπουδαίος τζαζίστας. Θα βρεθεί, ωστόσο, αντιμέτωπος με την σκληρότητα του καθηγητή του και θα αρχίσει να βυθίζεται όλο και περισσότερο στην τρέλα. Μια ενδιαφέρουσα ταινία όπου ο Μαύρος Κύκνος συναντά τη τζαζ μουσική –αλλά δεν διαθέτει την ένταση του Ντάρεν Αρονόφσκι. Όμορφη φωτογραφία, ωραία σκηνοθεσία και κυρίως δύο πολύ καλές κεντρικές ερμηνείες: μία από τον Τζέι Κέι Σίμονς και μία από τον Μάιλς Τέλερ, τον Τζον Κιούζακ της νέας γενιάς. Χωρίς να διαθέτει τίποτα το ιδιαίτερο, αποτελεί μία ταινία που αναφέρεται στις απογοητεύσεις και την προσπάθεια, με όμορφα πλάνα και μια ιδιαίτερη ιστορία. Όσοι αγαπούν τη τζαζ θα την λατρέψουν. Οι υπόλοιποι πολύ πιθανό να δυσανασχετήσουν –τουλάχιστον με τη μουσική που αποτελεί και την «καρδιά» της.

Τάιλερ

Thou Wast Mild and Lovely / Συ ότι Πράος και Αγαπητός Ει

(Σκηνοθεσία: Τζοζεφίν Ντέκερ / 78′ / ΗΠΑ)

thou wast mild and lovely 001Φυσικά ο Λαρς φον Τρίερ θα λάτρευε αυτό το φιλμ, ίσως θα το ζήλευε κι όλας. Ελεύθερη κίνηση κάμερας, παιχνίδια με τους φωτισμούς, μέχρι και κάποια out of focus νεταρίσματα, που γίνονται κουραστικά. Ο τόπος που διαδραματίζεται εξυπηρετεί και αυτός το σκοπό του. Το φυσικό τοπίο συνδράμει σεναριακά στα ζωώδη ένστικτα, που απεικονίζονται περισσότερο δοσμένα σαν φαντασιώσεις ανδρικής ονείρωξης. Νεαρός παντρεμένος άνδρας «παρενοχλείται» σεξουαλικά από μικρή έφηβη και όμορφη κόρη του μέθυσου εργοδότη του, όλα αυτά σε ένα απομονωμένο αγρόκτημα. Το παιχνίδι της αποπλάνησης πλέκει αργά μια παγίδα γύρω από τον κεντρικό πρωταγωνιστή, σαν ιστός αράχνης. Ο εφιάλτης ή το μυστήριο τελικά δεν αναλύονται τόσο, όσο έντονα παρουσιάζεται ο «ευνουχισμός» του άντρα, που φαίνεται ως θύμα, έρμαιο των σωματικών ορμών του ή των καταστάσεων, μέχρι το εγχείρημα να φτάσει στα όρια της διαστροφής. Εκεί μεν η διττή θέση της γυναίκας επανενώνεται, αλλά ταυτόχρονα γίνεται κοινότυπο θρίλερ και εξομοιώνεται με άπειρα, άλλα και γνώριμα ελληνικά ανθολογήματα (weird είσαι εδώ;).

Gimli

thou wast mild and lovely 000Γιατί να μιλήσω για αυτή την ταινία; Γιατί με πενιχρά χρήματα, άριστη γνώση των αφηγηματικών δυνατοτήτων του μέσου, εμπεριστατωμένη μελέτη των ανθρώπινων καταστάσεων, συγκεκριμένο στόχο και πρόθεση, βλέπουμε ένα λαμπερό κινηματογραφικό διαμάντι.

Αριστουργηματική αφήγηση μέσω του αντιθετικού και συνθετικού μοντάζ – γλώσσα δηλαδή καθαρά κινηματογραφική -, ποιητική αφαίρεση μα και πεντακάθαρη άσκηση ύφους, ταινία δημιουργού που διατηρεί το δικαίωμα στον ουσιαστικό πειραματισμό και ουσία. Προκλητική και σκληρή όπως μόνο το ανεξάρτητο σινεμά μπορεί. Μια βουκολική απεικόνιση της μοναξιάς, της ξεραΐλας, της απομόνωσης του αμερικάνικου ονείρου, ένα Nymphomaniac χαμηλότερων τόνων μα και συμπυκνωμένο, χυμώδες, άκρως σεξουαλικό. Εκθειασμός του έρωτα, των σωμάτων, του σεξουαλικού πόθου, των εσωτερικών παρορμήσεων, των βαθιών συναισθημάτων. Ο λόγος; Το μαστίγωμα του πουριτανισμού, της αναλήθειας, της ευγένειας – τάξης – ασφάλειας – οικογένειας, των ηθικών ψευτοαξιών της «γης των ευκαιριών». Η ταινία μοιάζει με ένα τσουκάλι όπου βγάζει το ζουμί της το «αναφαίρετο δικαίωμα»: η ιδιοκτησία. Ζοφερότητα, σεξουαλική ανασφάλεια, ερωτική νόσος μπρος στο γνήσιο ερωτικό πόθο, απειλή της βρωμιάς στην αρχέγονη φύση του ανθρώπου, η κτηνωδία μπρος στην ομορφιά. Λεπτομέρειες δοσμένες σε γρήγορα πλάνα – άξια μελέτης και προβληματισμού – παιχνίδισμα με τον φιλμικό χρόνο, εντάσεις και απειλητικότητα που δεν ξεσπά, αόρατη, άφαντη που μαεστρικά παίρνει μέσα μας σάρκα και οστά, σύνθεση της φύσης και της παρά φύσει – ένα μάθημα κινηματογράφου, ένα βήμα μπρος και μια επιστροφή στην γραφή μέσω της εικόνας, ένα βήμα μπρος και μια επιστροφή στην ουσία.

Χρήστος Σκυλλάκος, για τους Cinepivates

Heaven Adores You: Μια ταινία για τον Έλιοτ Σμιθ
(Σκηνοθεσία: Νίκολας Ντίλαν Ρόσι / 96′ / ΗΠΑ)

elliott smith 001Ένα πορτρέτο του indie μουσικού Έλιοτ Σμιθ (Needle in the Hay, Miss Misery) από τις πρώτες του μέρες στο Πόρτλαντ μέχρι τα Όσκαρ και τον πρόωρο θάνατό του. Ένα οδοιπορικό σε τρεις πόλεις (Πόρτλαντ, Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες), μια γνωριμία με έναν ιδιαίτερο μουσικό και το έργο του. Για την ιστορία, ο συνθέτης, στιχουργός, κιθαρίστας και τραγουδιστής ξεκίνησε την καριέρα του με την μπάντα Heatmiser και συνέχισε σε σόλο καριέρα. Με προβλήματα εθισμού σε ναρκωτικά και το αλκοόλ βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του με δυο μαχαιριές στο στήθος, που η νεκροψία δεν μπόρεσε ποτέ να διαλευκάνει εάν ήταν αυτοπροκαλούμενες ή όχι. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Νίκολας Ντίλαν Ρόσι αποτελεί ένα ντοκιμαντέρ που κυλά σαν ταινία. Με υπέροχη φωτογραφία, αρχειακό υλικό με συνεντεύξεις του Έλιοτ Σμιθ, καθώς και δηλώσεις φίλων του και ανθρώπων που τον γνώρισαν, προς τιμήν του δεν επικεντρώνεται στους δαίμονες που τον βασάνιζαν, αλλά σε όλα όσα τον έκαναν να ξεχωρίζει. Η κάμερα στέκεται στα σημεία όπου περπάτησε και κινήθηκε, ανάζητά την έμπνευση και προσπαθεί να καταγράψει τη συνεισφορά του Έλιοτ Σμιθ στην παγκόσμια μουσική σκηνή.

Τάιλερ

heaven adores you 012Μπορεί ο Έλιοτ Σμιθ (1969-2003), με το ιδιαίτερο look του που θυμίζει τον καθηγητή Σνέηπ του Χάρι Πότερ, να μην είναι τόσο διάσημος για να μπει στη λίστα με τα ιερά τέρατα, όμως τα απαλά του ακούσματα και η ωραία και έξυπνη σκηνοθεσία κάνει αυτό το γλυκό μουσικό ντοκιμαντέρ μια ευχάριστη βόλτα. Η βόλτα αυτή περνά από τις τρεις σημαντικές πόλεις της ζωής του το Πόρτλαντ, τη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες. Παρακολουθούμε τον Σμιθ από τα πρώτα παιδικά του ακούσματα, των Beatles,  Pink Floyd και Led Zeppelin, στα πρώιμα πανκ-γκαράζ τραγουδάκια του με τους Heatmiser. Μαθαίνουμε από πρώτο χέρι, από το στόμα του μεγάλου του έρωτα, την ιστορία της soft μελωδίας του Say Yes και την απόρριψη της πρότασης γάμου (που αν ήταν άλλη η χρονική στιγμή ίσως να ήταν άλλη η απάντηση). Παρακολουθούμε πολλούς κοντινούς του ανθρώπους να προσπαθούν να εξηγήσουν τη δύσκολη περίοδο που περνούσε ο καλλιτέχνης που -όπως συμβαίνει δυστυχώς σε αυτές τις περιπτώσεις- λίγοι αντιλαμβάνονται πριν είναι πολύ αργά. Από το απόγειο της αναγνώρισης με την επιτυχία του στο soundtrack του Good Will Hunting, (το ΧΟ) μέχρι και την τελική πτώση. Ακούγονται όντως ακυκλοφόρητα κομμάτια και διασκευές, όπως του All I Want to Know και του (πολύ καλού) I Love my Room και κλείνει όπως θα ήθελε και ο ίδιος ο Έλιοτ με το Happiness.

Gimli

>> Διαβάστε επίσης: Πέντε τραγούδια για τον Έλιοτ Σμιθ

God Help the Girl / Ο Θεός Μαζί της
(Σκηνοθεσία: Στούαρτ Μέρκοκ / 111′ / Ην.Βασίλειο)

god help the girl 000Μια ανορεξική κοπέλα -ένα θέμα που δεν θίγεται συχνά. ένας ξερόλας φλούφλης και μια χασομέρισα ξανθούλα συναντιούνται και φτιάχνουν ένα υποτυπώδες γκρουπ, περισσότερο μουσικής ψυχοθεραπείας. Το God Help the Girl είναι μια ταινία μυθοπλασίας με αρκετά στοιχεία μιούζικαλ, που αρχικά είχε εμπνευστεί ο Στιούαρτ Μέρντοκ των Belle & Sebastian ως άλμπουμ. Η ταινία έχει ωραία σκηνοθεσία και φωτογραφία -με ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι δεν θυμίζει βίντεοκλιπ. Από την άλλη, χάνει εκεί που θα περίμενε κανείς να ήταν πιο δυνατό: τη μουσική και τους στίχους. Όταν δένει η τριάδα η μουσική θυμίζει περισσότερο το γνωστό συγκρότημα, ενώ εισάγει αναφορές, όπως νουβέλ βάγκ γκονταρική χορογραφία, μικρές ευχάριστες εκπλήξεις που δίνουν στιλ. Ένας συνδυασμός όχι τόσο καλοδουλεμένων και ενδιαφέροντων χαρακτήρων και χορογραφιών κάνουν το τελικό αποτέλεσμα να γίνεται ολίγον άνευρο, ολίγον κουραστικό και να μοιάζει τελικά με κοριτσίστικο σίριαλ. Η διαφορά ερασιτέχνη και επαγγελματία φαίνεται ξεκάθαρα στη σεκάνς που εισάγει τη χορεύτρια σε αντιπαράθεση με την πρωταγωνίστρια. Τελικά η ταινία μένει ως άλλο ένα παράδειγμα γιατί τα girl-bands δε φτουράνε (ok,  οι Corrs / Garbage  / Cardigans εξαιρούνται).

Gimli

Miracle Mile / 70 Λεπτά για να Πεθάνεις
(1988, Σκηνοθεσία: Στιβ Ντε Τζατνάτ / 87′ / ΗΠΑ)

miracle mile 000

Σεναριακή ιδέα, ευφυέστατη και ανοιχτά σοβαροφανή. Αφήγηση, πειραματικής αδιαφορίας προς τους κλασικούς δραματικούς κανόνες των χολιγουντιανών ταινιών καταστροφής. Το L.A. θα εξαφανιστεί σε 70 λεπτά και ο πρωταγωνιστής μας, ένας συνεσταλμένος υπαλληλάκος, θέλει να σώσει την «ωραία κοιμωμένη» του μέσα σε ένα καροτσάκι super market, ενώ παράπλευρα – σαν άλλος Νώε – και τους υπόλοιπους, μες στην εξαλλοσύνη τους, κατοίκους της πόλης, όλων των τύπων, τάξεων και ειδών. Με αγχωτικά διεστραμμένη μουσική των θρυλικών Tangerine Dream, έχουμε μπρος μας μια φάρσα ολέθρου, μια φθηνή κινηματογραφική σπουδή της μεγάλης φρίκης, της κοινωνικής αδιαφορίας και ωχαδερφισμού, του αμερικάνικου ονείρου σε ένα κάδρο εφιαλτικής συνθετικής πράξης, της παλαβομάρας που παραχώνει η κυβερνητική προπαγάνδα του σοκ και του φόβου, στο κόσμο. Μια μικρογραφία διαστάσεων μεγατόνων της αμερικάνικης κοινωνίας, του ψυχροπολεμικού κλίματος και της ανθρώπινης αποβλάκωσης, της ματαιότητας της ανθρώπου όταν δουλικά αλλοτριωμένος από τον φόβο αυτοκαταστρέφεται, τόσο θλιβερό, τόσο φρικώδες, τόσο διασκεδαστικά αλλόκοτο και surreal, που γελάμε για να μην κλάψουμε. Κάθε πλάνο και μια κατάθεση ασυμβίβαστης κοροϊδίας πάνω σε κάθε τι, εκ των άνω, δεδομένο.

70 minutes to die 000Βλέπουμε τον Uncle Sam, να κουνά το δάκτυλο και να λέει: «Τι σας δασκάλεψα να κάνετε σε περίπτωση πυρηνικού ολέθρου;» Μαζική παράνοια, φάτε ο ένας τον άλλον, ο σώζων εαυτό σωθήτω, πατήστε επί πτωμάτων, μικροπρέπειες, εγωπάθειες και κάθε άλλη συμπεριφορά ανθρώπινης βαθιάς κατηφόρας προς τα ζωικά ένστικτα της ζούγκλας. είτε η απειλή είναι αληθινή είτε ψεύτικη. Τι και αν είναι b-movie κατάθεση, τι και αν είναι χαμηλότατου budget και «απρόσεχτης» 80s αισθητικής, ο δημιουργός Steve De jarnatt, πλήρως ανεξάρτητος από στούντιο και μεσίτες του θεάματος, παραδίδει πρωτίστως στο αλλόφρων έθνος του και σε ολόκληρη την υπόλοιπη ανθρωπότητα, μια φάλτση συμφωνία καταστροφής, ένα αντι-καλλιτεχνικό καλλιτέχνημα.

Χρήστος Σκυλλάκος για τους Cinepivates

 

Qui Vive / Σε Επιφυλακή
(Σκηνοθεσία: Μαριάν Ταρντιέ / 83′ / Γαλλία)

qui vive 000Όσοι επέλεξαν να μείνουν μετά το Whiplash να δουν την επόμενη ταινία είχαν μια απότομη προσγείωση με μια ταινία που κατατάσσεται μάλλον στο pretentious intelectual (δήθεν διανοουμενίστικη). Ένας σεκιουριτάς παρενοχλείται στο χώρο εργασίας του από νεαρούς αλήτες, ενώ προσπαθεί να περάσει στη νοσηλευτική. Παράλληλα, γνωρίζει μια νεαρή νηπιαγωγό και συναντά κάποιες παλιές κακιές παρέες από το παρελθόν του. Έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον σεναριακά να παρουσιάσει τα προβλήματα του σεκιουριτά έναντι στις επιθέσεις μικρο-συμμοριών και την κοινή γνώμη εναντίον του. Το τελευταίο μισάωρο αποδεσμεύεται από περιττές πολυλογίες και εστιάζει στο θέμα του δείχνοντας ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα ενδιαφέρον αστυνομικό θρίλερ. Τα μεγάλα προβλήματα που παρουσιάζει είναι η σκηνοθεσία, σχεδόν ερασιτεχνική, μη σταθερή, το σενάριο που είναι προβληματικό μη ανεπτυγμένο, η έλλειψη ανάλυσης χαρακτήρων. Οι ελάχιστοι διάλογοι απαιτούν κάτι από τους ηθοποιούς που ή δεν το κάνουν ή αυτό δε φαίνεται. Κουραστική η αρχή, περνά σχεδόν μια ώρα για να μπει η ταινία στο θέμα της και τελικά το ξεπετάει βιαστικά. Μονοδιάστατοι χαρακτήρες και εντελώς επιδερμικός ο χαρακτήρας της Αντέλ Εξαρχόπουλος, μια ‘σελέμπριτι’ προσθήκη που έμεινε αχρησιμοποίητη – αχρείαστη στην ταινία. Κρίμα, κακή επιλογή για την ελληνικής καταγωγής ηθοποιό, που έκανε δυναμική αρχή αλλά πρέπει να προσέξει λίγο περισσότερο τα μελλοντικά βήματα της.  Μια από τις πιο «μουδιασμένες» στιγμές του φεστιβάλ.

 Gimli

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *