ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

23aiff: Ανασκόπηση Κυριακής (24/9/2017)

Με sold out προβολές (Manifesto και Foxtrot) συνεχίστηκαν οι Νύχτες Πρεμιέρας. Εκτός από τις πρεμιέρες, στο Φεστιβάλ προβλήθηκαν και κλασικές ταινίες (όπως ο υπέροχος Μαύρος Νάρκισσος), γεμίζοντας το κυριακάτικο βράδυ μας με σινεμά και εικόνες…

Foxtrot

1268271_Foxtrot-1

4-popcorn

Σκηνοθεσία: Σάμουελ Μαόζ

Η υποψηφιότητα του Ισραήλ για τα Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (κατά τη γνώμη μου είναι πολύ πιθανό όχι μόνο να βρεθεί στην πεντάδα, αλλά και να φύγει με το χρυσό αγαλματάκι) είναι μια εξαιρετική ταινία.

Ο Μίκαελ και η Ντάφνα μαθαίνουν ότι ο γιος τους, φαντάρος, «έπεσε στο καθήκον». Ο Μίκαελ δεν μπορεί να διαχειριστεί την απώλεια και σύντομα θα ανακαλύψει ότι όλα όσα πίστευε δεν είναι ακριβώς όπως τα πίστευε. Δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία οι ανατροπές στην ταινία του Σάμουελ Μαόζ, όσο η παραδοξότητα και ο παραλογισμός (του πολέμου ή μη-πολέμου, της ίδιας της στρατιωτικής θητείας και της έννοιας του καθήκοντος). Οι φαντάροι που ενημερώνουν την οικογένεια για το τραγικό συμβάν «αναγκάζουν» τον πατέρα να πίνει ένα ποτήρι νερό κάθε μία ώρα. Αναλαμβάνουν δράση (σε παραπάνω από μία σκηνές της ταινίας, όπως θα γίνει αργότερα στη σκηνή με το αυτοκίνητο και τους φαντάρους), θεωρώντας τους εαυτούς τους λογικούς και αντιμετωπίζοντας ως παράλογους όλους τους υπόλοιπους. O παραλογισμός αυτός περνά και στο δεύτερο κομμάτι, στις σκηνές με τους φαντάρους που ξεκινά ουσιαστικά με έναν χορό (τον βλέπουμε στο τρέιλερ) και περιλαμβάνει καμήλες που περνούν από στρατιωτικά φυλάκια και ένα κοντέινερ που βουλιάζει.

Ο Μαόζ μέσα από τα υπέροχα κάδρα του, καταφέρνει και αναδεικνύει την υποκρισία (θεσμική και οικογενειακή), μιλά για την ενοχή και το πώς αυτή ποτίζει την ύπαρξή μας, χωρίζοντας την ταινία του σε τρεις πράξεις, που μοιάζουν με τα βήματα του Foxtrot. Και συνδυάζει ρεαλισμό και ποίηση, παράλογο και νατουραλιστική αφήγηση με έναν τρόπο υπέροχο και άκρως κινηματογραφικό.

Αγγελική Στελλάκη

Μαύρος Νάρκισσος

gif-nun-bell

5-popcorn

Σκηνοθεσία: Μάικλ Πάουελ, Έμερικ Πρεσμπέργκερ

Τη μοναδική ευκαιρία να απολαύσουμε σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια ένα από τα αριστουργήματα του βρετανικού σινεμά, μάς έδωσαν οι Νύχτες Πρεμιέρας (και το κάναμε όχι μόνο εμείς, αλλά και ηθοποιοί και σκηνοθέτες που τους είδαμε στην προβολή).

Μια ομάδα μοναχών πηγαίνει σε ένα απομακρυσμένο βουνό στα Ιμαλάια για να ιδρύσει σχολείο. Ο βρετανός απεσταλμένος στην περιοχή, ο Ντιν, ξυπνά παλιές αναμνήσεις και πάθη στις καλόγριες που έρχονται αντιμέτωπες με δυσκολίες, τα στοιχεία της φύσης, αλλά και την ίδια την πίστη τους. Οι Πάουελ και Πρεσμπέργκερ μιλούν για τη σύγκρουση της ανθρώπινης επιθυμίας με την ανάγκη να παραδώσεις τον εαυτό σου στον Θεό και στο έργο τους μπορείς να ανακαλύψεις την επιδραστικότητά τους σε άλλους σκηνοθέτες (από τον Χίτσκοκ μέχρι τον Μαύρο Κύκνο του Ντάρεν Αρονόφσκι). Ύψιστη σημασία στην ταινία λαμβάνει η σύγκρουση της ηγουμένης (η Ντέμπορα Κερ εξαιρετική) με την αδελφή Ρουθ, η οποία κατακλύζεται από ερωτική μανία για τον Ντιν. Η διαφορά τους τονίζεται μέσα από τα κοστούμια και το μακιγιάζ (λευκά για την ηγουμένη, κατακόκκινα για την αδελφή Ρουθ) και μέσα από αυτή φανερώνεται το αιώνιο δίπολο: το «ένστικτο» συγκρούεται με την ικανότητα ελέγχου. Δίκαια Όσκαρ κοστουμιών και φωτογραφίας για την ταινία και μία νεότατη Τζιν Σίμονς.

Αγγελική Στελλάκη

Άβα

ava

3popcorn

Σκηνοθεσία: Λέα Μίσιους

Η 13χρονη Άβα ανυπομονεί να περάσει ένα ξέγνοιαστο καλοκαίρι. Όταν, όμως, μαθαίνει πως χάνει σταδιακά την όρασή της, τα σχέδιά της φαίνεται να χαλάνε. Εκείνη δεν το βάζει κάτω. Θα ερωτευτεί, θα επαναστατήσει και θα προσπαθήσει να ζήσει κάθε στιγμή αυτού του καλοκαιριού. Θα γνωρίσει τον Χουάν, έναν νεαρό Ρομά και τον σκύλο του και θα τον ερωτευτεί.

Σεξουαλική αφύπνιση, η επιθυμία να δεις και να σε δούνε κυριαρχεί στο σκηνοθετικό ντεμπούτο της Λέα Μίσιους, μια ενδιαφέρουσα κινηματογραφικά πρόταση. Η Μίσιους εμπνέεται από τη Νουβέλ Βαγκ, χρησιμοποιεί στοιχεία κάποιες φορές ονειρικά, ενώ άλλες βασίζεται στον ρεαλισμό. Τα διαφορετικά σκηνοθετικά ύφη δημιουργούν ένα παιχνίδισμα, το οποίο αν και κρατά το ενδιαφέρον του θεατή φαντάζει μερικές φορές υπερβολικό. Το πρόβλημα εντείνεται στην τρίτη πράξη (όταν η Άβα θα κληθεί να πάρει τα κλειδιά του αυτοκινήτου του Χουάν), όπου έχεις συχνά την αίσθηση ότι παρακολουθείς μία διαφορετική ταινία από ό,τι παρακολουθούσες μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Αγγελική Στελλάκη

Μανιφέστο

manifesto-blanchett

two-half-popcorn

Σκηνοθεσία: Γιούλιαν Ρόζεφελντ

Ο γερμανός εικαστικός και σκηνοθέτης, γύρισε το συγκεκριμένο έργο με την Κέιτ Μπλάνσετ να ενσαρκώνει δεκατρείς διαφορετικές προσωπικότητες της σύγχρονης εποχής, προοριζόμενο για installation, επομένως θα έπρεπε ίσως να το κρίνουμε ως video art και όχι ως ταινία. Από την άλλη, το σύνολο όπως παρουσιάστηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας φαίνεται να στέκει και αυτόνομο, ως πειραματικό σινεμά. Στην ουσία πρόκειται για κείμενο του δημιουργού που μπλέκει ήδη υπάρχουσες θεωρίες με δικές του, αναφερόμενος στο σύγχρονο ρόλο της τέχνης, τις δοξασίες και τους αφορισμούς γύρω από αυτή, το οποίο παρουσιάζει σε επιθετική επί τω πλείστον απαγγελία μέσα από μικρά σκετσάκια.

Το τελικό αποτέλεσμα έχει σίγουρα το ενδιαφέρον του, αν και είναι πολύ φλύαρο, αυτάρεσκο, μηδενιστικό, λίγο «ψηλομίτικο» και «δήθεν». Λέει πολλά λόγια, ανακατεύει επιτηδευμένες λέξεις με παραδοξολογία, ανάποδη προβολή, ανουσιότητα και ολίγες κοινές παραδοχές. Διαθέτει σημεία αυτοσαρκασμού και αυτοκριτικής, αλλά εξ’ορισμού δεν παύει να αποτελεί και αυτό μέρος της τέχνης την οποία καλείται να κρίνει. Ο ίδιος του αυτός ο ελιτισμός κοντράρεται υπόγεια από τους καθημερινούς ανθρώπους που ενσαρκώνουν οι διαφορετικές εκφάνσεις της Μπλάνσετ. Έχει όμως σκηνοθετικό και σκηνικό ενδιαφέρον, ενώ η Μπλάνσετ πετυχαίνει μερικές ωραίες περσόνες, άλλες καθημερινές και κοινότυπες, άλλες πιο τραβηγμένες, δε καταφέρνει όμως ούτε αυτή να συναρπάσει με τους χαρακτήρες και τις προφορές της. Για να την απολαύσει κάποιος πρέπει να λατρεύει πολύ την ηθοποιό, αλλιώς κινδυνεύει να πάθει Blanchett-Overdose! Το κλείσιμο της ταινίας ρίχνει κάπως τους ρυθμούς του, καθώς η Μπλάνσετ μεταμορφώνεται σε δασκάλα που καλείται να διδάξει στα παιδιά θεωρίες του Γκοντάρ, αλλά και τις αρχές του κινηματογραφικού Δόγματος 95, που φυσικά στην πορεία ούτε οι ίδιοι οι εμπνευστές του που το υπέγραψαν δε το ακολούθησαν. Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα ότι με πιο αργούς ρυθμούς το νόημα του θα ήταν πιο άμεσο στο διάλογο του με τον θεατή, παρά μια φιγούρα ταχύτητας.

Αντώνης Γκούμας

Beach Rats

beach rats 001

three-half-popcorn

Σκηνοθεσία: Ελίζα Χίτμαν

Ο νεαρός Frankie (Harris Dickinson) ζει περιορισμένος στο νησί Coney, σε μια οικογένεια με έναν ετοιμοθάνατο πατέρα και μια παρέα από τέσσερα αγόρια με τα οποία καθημερινά προσπαθεί να σκοτώσει την ανία και το κενό της ζωής του με διάφορους τρόπους, κυρίως όμως κλέβοντας, κάνοντας ναρκωτικά και περνώντας ώρες στην παραλία. Παρατηρούμε πως πρόκειται για  μια παρέα αγοριών που ενδιαφέρονται να προβάλλουν  με τη συμπεριφορά τους έναν δήθεν ανδρισμό, ενώ κάτω από το ωραίο παρουσιαστικό και τα καλογυμνασμένα κορμιά τους κρύβονται αδύναμοι και «γυμνοί» άνθρωποι.

Με έμφαση στα αντρικά σώματα, κοντινά πλάνα σε αυτά, στα χείλη τους και στις αντανακλάσεις τους στον καθρέφτη (ήδη από το ξεκίνημα της ταινίας), η σκηνοθέτιδα ως στόχο έχει μάλλον να καταδείξει την αντίθεση και το χάσμα ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι. Ο πρωταγωνιστής ανταποκρίνεται απόλυτα με το υποκριτικό του ταλέντο στις απαιτήσεις της ταινίας,  καταφέρνοντας να παντρέψει στιγμιότυπα αγριότητας και εφηβικής «ωμότητας» με μία αφελή και παιδική, θα έλεγε κανείς, αντιμετώπιση στην εξερεύνηση του εαυτού του.

Ηρώ Εμμανουήλ

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *