ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Το τραγούδι της καρδιάς μου

O σκυθρωπός και γκρινιάρης Άρθουρ φροντίζει την άρρωστη γυναίκα του Μάριον. Η Μάριον συμμετέχει,παρά τις αντιρρήσεις του Άρθουρ,στην τοπική χορωδία ηλικιωμένων που διευθύνει η νεαρή και γοητευτική Ελίζαμπεθ. Όταν η Μάριον χάνει τις αισθήσεις της κατά την διάρκεια μιας πρόβας,μεταφέρεται στο νοσοκομείο όπου οι γιατροί διαπιστώνουν ότι η ασθένεια της έχει φτάσει στο τελικό στάδιο. Στην επιστροφή της στο σπίτι η υπόλοιπη χορωδία της κάνει καντάδα γεγονός που εξοργίζει τον Άρθουρ που τους διώχνει κακήν κακώς,με αποτέλεσμα τον θυμό της Μάριον που αρνείται να του ξαναμιλήσει μέχρι να ζητήσει συγνώμη από τα μέλη της χορωδίας. Ο Άρθουρ πείθεται τελικά να την συνοδέψει στην επόμενη πρόβα και να τραγουδήσει και αυτός μαζί με τους άλλους. Μέτα το θάνατο της Μάριον, ο Άρθουρ κλείνεται στον εαυτό του,τσακώνεται με τον γιό του και ετοιμάζεται να ζήσει μια μίζερη ζωή.Η Ελίζαμπεθ προσπαθεί να του συμπαρασταθεί και να τον βγάλει από το καβούκι του. Θα τα καταφέρει απέναντι στον δύστροπο γέρο ;

H μουσική εξημερώνει τα ήθη. Πόσες γλυκανάλατες ταινίες δεν έχουν γίνει με αυτό το θέμα στην ιστορία του κινηματογράφου με ήρωες τα αρχέτυπα του γκρινιάρη μισάνθρωπου που,μέσω της μουσικής, μαθαίνει να ζει με τους άλλους. Ο “γκρινιάρης γέρος” ζει ένα ευτυχισμένο γάμο με μια γυναίκα που είναι ακριβώς το αντίθετο του,και που ακόμη και στο τελικό στάδιο της ασθένειάς της συνεχίζει να τραγουδάει σε χορωδία ηλικιωμένων με  το εκπληκτικό ρεπερτόριο που από το pop-rock φτάνει ως το χέβι μέταλ. Και όταν ο θάνατος επέρχεται ο χήρος,πλέον μόνος του, κλείνεται στο όλο πικρία καβούκι του και έχει να επιλέξει ανάμεσα στο να βυθιστεί στην μοναξιά ή να συμμετέχει στην χορωδία,που είναι μια εμφανής σεναριακή σανίδα σωτηρίας. Η εκτέλεση της πλοκής είναι αναμενόμενη από άκρο σε άκρο και χρησιμοποιεί μερικά από τα καλύτερα τεχνάσματα αυτού του είδους κωμωδίας όπως το κωμικό στοιχείο που προκύπτει από το ντεκαλάζ του ρεπερτορίου,το οποίο περιλαμβάνει το τολμηρό τραγούδι Let’s talk about sex, και των ηλικιωμένων χορωδών,την τελική τους διάκριση στον διαγωνισμό και την γενναία εμφάνιση του κεντρικού ήρωα που εκθέτει τον εαυτό του για να εξιλεωθεί στα μάτια των άλλων αλλά κυρίως στα μάτια του ίδιου του εαυτού. Ωστόσο, παρά τα τεχνάσματα με τα οποία είναι οπλισμένη η ταινία,οι καλοζυγισμένοι διάλογοι και το ταλέντο των ερμηνευτών αναδεικνύουν μια διαύγεια όπου οι αυθαιρεσίες του σεναρίου συγχωνεύονται με την ανθρώπινη αυθαιρεσία που διέπει τις αποφάσεις του Άρθουρ.Το φυσικό αντανακλαστικό θα ήταν,μετά τον θάνατο της Μάριον, να έρθει πιο κοντά με τον γιο του και τα μέλη της χορωδίας αλλά, αντί για αυτό,ο κεντρικός ήρωας διαλέγει την απομόνωση απομακρύνοντας όλο τον κόσμο. Η ανθρώπινη αυθαιρεσία αυτής της επιλογής είναι ότι ο Άρθουρ ξέρει ότι η στάση του είναι λάθος αλλά, εσκεμμένα,αρνείται να επανεξετάσει την κατάσταση και οδηγείται στην ζοφερή μοίρα: επιλέγει την αποτυχία. Ο μύθος της δεύτερης ευκαιρίας δεν υπάρχει εδώ: η ζωή δεν προσφέρει στον ήρωα μια δεύτερη ευκαιρία αλλά την μια και μοναδική της οποίας αρνούμαστε την ύπαρξη γιατί θα μας αναγκάσει να βρεθούμε απέναντι στους άλλους με εμφανή τα σφάλματα και τις παραλείψεις. Αυτή η αμφισημία του κεντρικού χαρακτήρα είναι που κάνει και την ταινία να ξεχωρίζει από τον συρμό και να συγκινήσει πραγματικά και χωρίς εκβιασμούς τον θεατή.

Η σκηνοθεσία του Πόλ Άντριου Γουίλιαμς είναι ένα από τα στοιχεία που κάνουν την ταινία να ξεχωρίζει. Η κάμερα του κινηματογραφεί με ευαισθησία χωρίς να θέλει να μας τραβήξει τα δάκρυα με το ζόρι. Η σκηνή του θανάτου της Μάριον είναι κινηματογραφημένη από το πλάι, χωρίς μουσική υπόκρουση, διαρκεί ελάχιστα. Όταν, μετά την κηδεία, ο Άρθουρ κλείνεται στο δωμάτιο,η κάμερα αντί να εισέλθει στο δωμάτιο,απομακρύνεται και ακούμε μόνο το γοερό θρήνο του. Η χρήση του τράβελιγκ αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία καθώς δείχνει να τονίζει τα συναισθήματα των χαρακτήρων. Στις σκηνές που ο Άρθουρ κλέινεται στον κόσμο του η κάμερα απομακρύνεται αφήνοντας τον σε μια στάση αγάλματος ενώ αντίθετα στις σκηνές όπου βγαίνει από το καβούκι του η κάμερα τον πλησιάζει σαν ο σκηνοθέτης να θέλει να αφήσει πίσω του την εικόνα του συμπυκνωμένου πόνου και να πλησιάσει τον ήρωα του που έχει βγει από την ακαμψία του. Κάνει έτσι αυτή την ταινία καλής διάθεσης όχι τόσο άμεσα αναγνώσιμη και της δίνει την μορφή μιας πραγματικής συγκινητικής ιστορίας. Σε αυτό τον βοηθούν τόσο οι ερμηνείες των καταξιωμένων ηθοποιών όσο και των νέων συναδέλφων τους καθώς όλοι ερμηνεύουν λιτά και χωρίς εξάρσεις τους ρόλους τους δίνοντας πραγματική υπόσταση στους χαρακτήρες τους. Η Τζέμα Άτερτον είναι εξαιρετική στο ρόλο της σπινθηροβόλου διευθύντριας χορωδίας που κρύβει την άσχημη ερωτική της ζωή και ο Κρίστοφερ Έκλεστον πολύ καλος στο ρόλο του γιου που αποζητά την αγάπη και την αναγνώριση του πατέρα και τα εκφράζει μέσα από το βλέμμα και την εκφορά του λόγου. Η ταινία όμως αντλεί την δύναμη της από τις ερμηνείες των δύο ιερών τεράτων. Η Βανέσα Ρεντγκρέιβ  ακτινοβολεί την διάθεση ζωής ενός ανθρώπου που πρόκειται να πεθάνει και είναι συγκλονιστική όταν τραγουδάει το True Colors ως ένδειξη αγάπης και συμβουλή τρόπου ζωής για τον Άρθουρ. Ο Τέρενς Στάμπ δίνει ρέσιταλ ερμηνείας στο ρόλο του Άρθουρ με τον ηθοποίο να δίνει βάθος στην αγωνία του κεντρικού χαρακτήρα και πίσω από την ακαμψία του να μας δείχνει ότι είναι έτοιμος να αγαπήσει,κάνοντας μας έτσι συμπαθή ακόμα και στις χειρότερες συμπεριφορές του. Η τελευταία σκηνή με την ερμηνεία του τραγουδιού μας κάνει να περνάμε από μια τέτοια γκάμα συναισθημάτων καθώς αναμιγνύεται ο πόνος για την χαμένη σύζυγο με την διάθεση για ζωή και την συνύπαρξη με τους άλλους.

Συμπέρασμα λοιπόν; Παρά τις συμβάσεις του είδους, μια απλή συγκινητική ταινία που δεν προσποιείται ότι είναι κάτι περισσότερο από αυτό που είναι : Μια ταινία που θέλει να μας συγκινήσει,να μας  μεταδώσει μια καλή διάθεση και δίψα για ζωή και έρωτα.

Κωνσταντίνος Σκαρμούτσος

Παρά το γαλλικό μου ψευδώνυμο που είναι και το φιλμικό alter ego του Francois Truffaut, γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη στης οποίας τους κινηματογράφους είχα τις πρώτες επαφές με τον κινηματογράφο. Από τη μια «Ο πόλεμος των άστρων» και από την άλλη ο «Τοίχος» του Γιλμάζ Γκιουνέι συνέστησαν το δίπολο πού με κυνηγάει. Τα άστρα του Χόλιγουντ και τα διακριτικά φώτα του cinéma d’auteur με οδήγησαν στην Γαλλία όπου ανδρώθηκα στην κινηματογραφική σκέψη. Τι μ’αρέσει; Απλό: όλες οι καλές ταινίες από όλα τα είδη εκτός από τις ρομαντικές κομεντί. Ιδιαίτερη προτίμηση σε ευρωπαïκό, ανεξάρτητο αμερικάνικο και ασιατικό κινηματογράφο. Κλείνω εδώ γιατί ως γνήσιος λάτρης του γαλλικού νέου κύματος μου αρέσει να μιλάω με τις ώρες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *