ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Σύμμαχοι (Allied)

two-half-popcorn

Μία  μάλλον αδιάφορη στιγμή στην κατά τα άλλα πολύ ενδιαφέρουσα φιλμογραφία του Ρόμπερτ Ζεμέκις (The Walk, Ο Ναυαγός). Εντυπωσιακό οπτικά, αλλά ελάχιστα συγκινητικό, μπορεί οι «Σύμμαχοι» να είναι μία αξιοπρεπής προσπάθεια να δημιουργήσει ένα ρομαντικό δράμα αντίστοιχο της κλασικής Casablanca (οι αναφορές παραπάνω από εμφανείς), αλλά η ίδια η φιλοδοξία του το καταπίνει.

5-marion-cotillard-allied

Η ταινία ξεκινά με ένα πλάνο που δείχνει τον Καναδό Μαξ Βατάν (Μπραντ Πιτ) να πέφτει στην έρημο με αλεξίπτωτο και να οδηγείται στην Καζαμπλάνκα. Εκεί συναντά την Μαριάν Μποσαζούρ (Μαριόν Κοτιγιάρ) και καλείται να ερμηνεύσει τον σύζυγό της που φτάνει στην πόλη εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πραγματικός στόχος των δύο αυτών ανθρώπων είναι να δολοφονήσουν τον γερμανό πρέσβη. Είναι παράξενη η επιλογή του Μπραντ Πιτ για τον ρόλο. Ο Πιτ καλείται να ερμηνεύσει έναν Καναδό που δουλεύει για τους Βρετανούς και ο οποίος στην Καζαμπλάνκα πρέπει να υποδυθεί έναν Παριζιάνο. Αν και η Μαριάν επισημαίνει το πρόβλημα με την προφορά του, η αλήθεια είναι ότι ο Πιτ δεν θα ξεγέλαγε κανέναν: η προφορά του δείχνει ξεκάθαρα έναν μη Γάλλο και θα χρειάζονταν ελάχιστα λεπτά ακόμα και για ένα μη εκπαιδευμένο αυτί για να το καταλάβει.

Το σχέδιο προχωρά και συναντάμε ξανά τους δύο ήρωες στο Λονδίνο. Η συνεργασία τους στο πεδίο της μάχης έχει μετατραπεί σε έρωτα και οι δυο τους αποφασίζουν να παντρευτούν. Ωστόσο, ο πόλεμος και οι αμφιβολίες απειλούν να δυναμιτίσουν τη σχέση τους.

7-marion-cotillard-allied

Πολλοί είναι αυτοί  που θα αναζητούσαν στους «Συμμάχους» «πειστήρια» μιας δήθεν ερωτικής σχέσης μεταξύ Πιτ και Κοτιγιάρ, έπειτα από τις φήμες που προέκυψαν ότι η γαλλίδα σταρ υπήρξε η αιτία του χωρισμού του Πιτ με την Τζολί. Μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Κοτιγιάρ και Πιτ δεν διαθέτουν καμία απολύτως χημεία και το όποιο συναίσθημα θα μπορούσαν να προκαλέσουν στον θεατή «πνίγεται» κάτω από τις υπέροχες εικόνες. Όταν κάνουν έρωτα δεν προσέχεις τους δύο χαρακτήρες να κάνουν έρωτα, δεν αισθάνεσαι το πάθος τους: προσέχεις την κάμερα που γυρίζει σαν διαβολεμένη μέσα σε ένα αυτοκίνητο ενώ έξω λυσσομανάει η αμμοθύελλα. Το μοτίβο αυτό επαναλαμβάνεται πολύ συχνά. Ο τρόμος του πολέμου επισκιάζεται από ένα περίτεχνο πλάνο ενός αεροπλάνου που συντρίβεται. Αυτός δεν είναι ένας πόλεμος βουτηγμένος στον ρεαλισμό: είναι ένας πόλεμος περασμένος με λούστρο, ντυμένος με όμορφα κοστούμια, ένας πόλεμος από τον οποίο έχουν αφαιρεθεί τα συναισθήματα και μοιάζει να είναι έτοιμος για να μπει στη βιτρίνα ενός καταστήματος.

Είναι κρίμα γιατί εάν για κάτι είναι γνωστός ο Ζεμέκις, αυτή είναι η ικανότητά του να αφηγείται ιστορίες παραδοσιακές, ντύνοντάς τες όμως με ανθρωπιά και συναίσθημα. Το δεύτερο προσπαθεί με κάθε τρόπο να το επιτύχει στους «Συμμάχους», αλλά του διαφεύγει. Παρά τις προσπάθειες να δημιουργήσει ένα δράμα αντίστοιχο της Casablanca (η αναφορά σε έναν από τους χαρακτήρες του έργου που παίζει στο πιάνο τη Μασσαλιώτιδα μπροστά στους Ναζί δεν αποτελεί ακριβώς λεπτή αναφορά), ο Ζεμέκις καταφέρνει να κάνει μάλλον ένα εύπεπτο δράμα χαρακτήρων.

allied001

Η Κοτιγιάρ κάνει ό,τι μπορεί με έναν ρόλο που δεν της δίνει και πολλές δυνατότητες ανάπτυξης (είναι υπέροχη στο πρώτο μισό της ταινίας, ένα δείγμα ανεξαρτησίας, ομορφιάς και αυτοπεποίθησης). O Μπραντ Πιτ είναι καλύτερος στις σκηνές όπου αναλαμβάνει δράση (για παράδειγμα όταν έρχεται αντιμέτωπος με έναν γερμανό αξιωματούχο που τον είχε παλαιότερα ανακρίνει), αν και αυτή η δράση δεν βγάζει πάντοτε νόημα: ο Μαξ Βατάν μοιάζει αποφασισμένος να αρχίσει να βάζει σε κίνδυνο τον κόσμο και τον εαυτό του, απλά για να πάρει μια απάντηση που αργά ή γρήγορα θα έπαιρνε.

Δεν είναι ότι οι Σύμμαχοι είναι μία κακή ταινία. Συχνά ο θεατής θα βρεθεί να χαζεύει τα κοστούμια, τα σκηνικά, τους δύο όμορφους πρωταγωνιστές, ενώ υπάρχουν και σκηνές ενδιαφέρουσες (όπως αυτή όπου οι ανώτεροι ενημερώνουν τον Μαξ Βατάν για τις υποψίες τους). Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί στις υψηλές προσδοκίες των θεατών.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *