ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Babai: Ο μπαμπάς μου

one-half-popcorn

Μια ταινία που λάτρεψαν πολλοί κριτικοί και απέσπασε βραβεία σε φεστιβάλ, καλείται να περιγράψει τη σχέση ενός μικρού παιδιού και του πατέρα του, μιλώντας ταυτόχρονα για μετανάστευση, τις σύγχρονες διαλυμένες οικογένειες, την έλλειψη, την απόγνωση και το δέσιμο μεταξύ τους.

Ο μικρός Νόρι ζει στην επαρχία του Κοσόβου πουλώντας τσιγάρα για να βοηθήσει τη μουσουλμανική οικογένεια του. Ο πατέρας του, Γκεζίμ, μόνος γονέας του Νόρι, σκέφτεται να μεταναστεύσει στη Γερμανία, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Ο Νόρι θα κάνει τα πάντα για μείνει πλάι στον πατέρα του.

babai movie 001

Δυστυχώς, εκεί είναι και η μεγάλη αποτυχία της ταινίας, στη σχέση πατέρα και γιου. Στην προσπάθεια της να τη δείξει –πάντα χωρίς λόγια ή κρατώντας τους διαλόγους στους ελάχιστους απαραίτητους- βλέπουμε το παιδί να αγκαλιάζει συνέχεια τον πατέρα του, χωρίς να θέλει να τον αφήσει να φύγει. Ο πατέρας, ουσιαστικά αναποφάσιστος, όχι μόνο στη συμπεριφορά προς το παιδί, αλλά και γενικότερα για το ταξίδι του στη Γερμανία -μια δύσκολη έτσι κι αλλιώς απόφαση- τελικά, ανεβοκατεβαίνει στα λεωφορεία για να μεταναστεύσει ενώ το παιδί σπαράζει.

Αυτές οι απότομες εγκαταλείψεις, μοιάζουν σαν να αποκόβουν το παιδί από την ίδια τη σάρκα του πατέρα. Η ταινία όμως, υπεραναλώνεται σε όλο αυτό, χωρίς να προσδώσει τίποτα στους χαρακτήρες της. Δεν μας μιλά για τη σχέση τους, δεν της προσδίδει βάθος… Αυτό, που μπορεί σε φεστιβάλ να δικαιολογηθεί από πολλούς ως καλλιτεχνική άποψη ή ύφος, όταν τελικά η ταινία καλείται να βγει στις αίθουσες να επικοινωνήσει με το κοινό δοκιμάζεται σκληρά. Χρειάζεται πάντοτε να τα εξηγούμε όλα; Φυσικά και όχι, όμως το κοινό χρειάζεται είτε να ταυτιστεί με τα πρόσωπα και να νοιώσει τα συναισθήματα τους, είτε να αντιληφθεί τον ρεαλισμό της αφήγησης και να πλεύσει στα νερά της ταινίας καθ’όλη τη διάρκεια της.

babai002

Σαν υποσημείωση, κινηματογραφικά, οι σχέσεις αγοριών με τους πατεράδες τους είναι συνήθως περισσότερο στερημένες συναισθημάτων από ότι σε ταινίες με τις μαμάδες. Με τις μητέρες, το κόψιμο του ομφάλιου λώρου ιντριγγάρει περισσότερο τον φακό, βγάζει πιο πολλά συναισθήματα και του επιστρέφει.

Οι άντρες ως φύση, φαίνονται πιο λακωνικοί στα λόγια τους, συνεννοούνται αμεσότερα, χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσουν πολλά. Αυτό το κάνει και πιο δύσκολο να αποτυπωθεί σωστά σε μια ταινία. Ιδίως όταν, στην προκειμένη, ο πατέρας δεν έχει τόσο το ρόλο του προστάτη, αλλά μάλλον το ρόλο του αντιήρωα, ενός πατέρα που θέλει, αλλά δεν είναι ικανός να αντεπεξέλθει στις ανάγκες του γιου του. Ενός παιδιού που δεν έχει αλλοπρόσαλλες ανάγκες, αλλά αποζητά το φυσικό, δηλαδή να είναι κοντά στον πατέρα του, ο οποίος λόγο της έλλειψης της μάνας θα πρέπει να καλύψει και αυτό το κενό. Αντίθετα, ο πατέρας είναι ανήμπορος να καλύψει τίποτα από τα δυο και στην πορεία νιώθει το παιδί ως βάρος. Η μετανάστευση έρχεται να χαλαρώσει τους δεσμούς των «πρέπει»  και τελικά μοιάζει πρόφαση για τον πατέρα να θελήσει να αποτινάξει την ευθύνη του γιου του από πάνω του.

Οι χαρακτήρες του Babai δεν επικοινωνούν, δε μιλούν καν, δεν προσπαθούν να εξηγήσουν κάτι ο ένας στον άλλο, παρά εμμένουν στο ενστικτώδες, το πρωτόγονο, το αρχέτυπο, σχεδόν απογυμνωμένο στο φακό. Σε όλο αυτό προστίθεται το σχεδόν αυτιστικό παίξιμο τόσο παιδιού όσο και πατέρα, χάνοντας ακόμα περισσότερο τον όποιο ρεαλισμό προσπαθεί η ταινία με κόπο να χτίσει.

Ακόμα και όταν οι χαρακτήρες και μαζί και η ταινία, μεταφέρονται στη Γερμανία, εξακολουθεί το ίδιο τροπάριο, με αποκορύφωμα φυσικά τη σκηνή τέλους, προορισμένη αποκλειστικά και μόνο για να σοκάρει. Κρίμα για το μικρό αγόρι που έχει ενδιαφέρον πρόσωπο, αλλά τελικά μέσα από την ταινία δεν φαίνεται να κάνει το κάτι παραπάνω. Τέλος, o χρόνος που διαδραματίζεται η ταινία, λίγο μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, τελικά δεν φαίνεται να έχει σημασία για την ταινία.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *