ΚΡΙΤΙΚΕΣ

B.S.S. για τους λάτρεις του αναλογικού

Ο Peter Strickland κάνει μια πειραματική ταινία γεμάτη ήχους και ατμόσφαιρα 70’s. Στο Berberian Sound Studio ο τυπικός και συνεσταλμένος ηχολήπτης Gilderoy (Toby Jones) θα κληθεί να δουλέψει στο ιταλικό στούντιο του ιδιόρρυθμου  Santini (Antonio Mancino) του απαιτητικού διευθυντή Francesco (Cosimo Fusco) και της περίεργης ελληνοϊταλίδας γραμματέας Έλενας (Τόνια Σωτηροπούλου). Η ταινία βασίστηκε σε μικρού μήκους ταινία του σκηνοθέτη (2005) όπου προσπάθησε να δείξει όλη τη δουλειά τεχνικών και μηχανικών που κρύβονται πίσω από μια ταινία.

Το Berberian Sound Studio απονέμει φόρο τιμής στα στούντιο ήχου των 70’s. Θα μπει στην εποχή και θα αναζητήσει ανθρώπους σαν αυτούς που μας έδωσαν κλασικές πλέον ταινίες, όπως το Suspiria του Dario Argento (1977) με την ιδιαίτερη μουσική των Goblins ή το αντίστοιχα πειραματικό Vortex του Νίκου Κούνδουρου με τη μουσική των Aphrodite’s Child. Δεν είναι άλλο από ένα ψυχολογικό θρίλερ που εξελίσσεται σε ένα ιταλικό στούντιο παραγωγής ταινιών τρόμου. Πριν βγουν οι υπολογιστές, με τα αντίστοιχα προγράμματα επεξεργασίας ήχου και οι ψηφιακοί δίσκοι,  τα στούντιο σπαταλούσαν ατέλειωτα χιλιόμετρα μαγνητικής ταινίας, χρησιμοποιούσαν τεράστιες κονσόλες και απασχολούσαν βαριά και περίπλοκα σινθεσάιζερ της εποχής για να παράγουν τους ήχους που χρειάζονταν. Ο ήχος ήταν τελετουργικός κι έτσι ήταν και η παραγωγή του. Με φαντασία χρησιμοποιούσαν διάφορα όργανα και μαγνητοφωνούσαν ήχους από σχεδόν οτιδήποτε ψάχνοντας για το “ντύσιμο” μιας σκηνής. Η ανάλυση του ήχου από κυματομορφές μέχρι σε κουτάκια ανά χρόνο που ακούγεται καταγραφόταν με υπομονή και μεράκι σε πίνακες και τετράδια με και χρωματιζόταν με ξυλομπογιές.

O βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο ήχος. Όλα γίνονται για αυτόν και αυτός περιστρέφεται, αλλάζει και αγκαλιάζει τα πάντα σχεδόν καταπίνοντας τα. Ο Τόμπι Τζόουνς πλάθει έναν περίεργο χαρακτήρα χαμένο μέσα στους ίδιους του τους ήχους. Κινείται απομονωμένος από τη γύρω του πραγματικότητα και αναπνέοντας μόνο στο βασίλειο του, την κονσόλα ήχου. Φαντάζει κουφός στα γύρω του ακούσματα και τα ακουστικά του νεύρα επανασυνδέουν την ακοή του μόλις φορέσει τα ακουστικά. Η υπόλοιπη ζωή του ήταν και είναι ανούσια. Μια σχεδόν ερωτική εξάρτηση με τη μητέρα του, φόβος να σταθεί στο ύψος του και να διεκδικήσει. Ο χαρακτήρας του θα υποστεί τη μεγαλύτερη μετάλλαξη στη διάρκεια της ταινίας. Η προσθήκη της “δικιάς μας” Τόνιας Σωτηροπούλου δίνει μια ευχάριστη και κωμική νότα.

Η Ελληνίδα στη δεύτερη εμφάνιση της μετά το Skyfall και τις αγκαλιές με τον Ντάνιελ Γκρέγκ προσδίδουν περισσότερο στο multilingual της ταινίας, που ξεκινά αγγλικά, βάζει ελληνικά και καταλήγει ιταλικά. Ένα ωραίο στοιχείο που έχει είναι ότι δεν μας δείχνει τις αντίστοιχες σκηνές που βλέπουν οι ίδιοι στην οθόνη τους αλλά μας αφήνει να καταλάβουμε από τους ήχους την αγωνία ή τη βία και τον τρόμο που διαδραματίζονται. Έτσι ένας απλός ήχος κοψίματος ενός καρπουζιού μπορεί να γίνει στην φαντασία μας τεμάχισμα. Φυσικά πλέον στις νέες γενιές ίσως είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό αυτό αν δε δουν σκηνές από αντίστοιχες ταινίες. Για παραδείγματα πατήστε πάνω στα βιντεάκια από το Suspiria, το Vortex (που σας ανέφερα πιο πάνω) ή το Erasehead του Lynch αργότερα.

H εναλλακτική και ιδιόμορφη ταινία απέσπασε όπως είναι λογικό αντιφατικά σχόλια. Αγαπήθηκε στην Αγγλία, όπου απέσπασε αρκετές υποψηφιότητες στο London Critic’s Cyrcle Film Awards και κέρδισε το Best Actor ο Toby Jones, όπως και στα British Independent Film Awards όπου απέσπασε τέσσερα βραβεία (σκηνοθεσίας, παραγωγής, καλύτερου ηθοποιού και φυσικά ήχου). Από την άλλη πολλοί ήταν που εξέφρασαν αρνητικά σχόλια, κυρίως για το σενάριο (καθώς δεν κατάλαβαν τίποτα). Φυσικά λόγω του ψυχεδελικού εικαστικού και ηχητικού μοτίβου της δεν έλειψαν και τα σαρκαστικά πειράγματα, όπως του Alan Humphreys (“Not a movie I would recommend, unless you were on drugs. Drugs are bad, OK!“).

Διαβάστε επίσης: Την συνέντευξη της Τόνιας Σωτηροπούλου για την ταινία στο in.gr
Διαβάστε επίσης: Την πραγματεία του Ριβς στο φιλμ Side by Side

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *