Brooklyn
Η Ελις, μία κοπέλα από την Ιρλανδία, δεν βρίσκει τίποτα που να μπορεί να την κρατήσει στην πατρίδα της. Αποφασίζει να ταξιδέψει στην Αμερική, την γη των ευκαιριών. Στην πολυπολιτισμική Νέα Υόρκη βρίσκει τη νέα της πατρίδα, μία δουλειά και τον έρωτα στο πρόσωπο ενός ευγενικού νεαρού ιταλικής καταγωγής. Μετά από μία τραγωδία, θα επιστρέψει στην Ιρλανδία όπου θα δει ότι η κατάσταση έχει αλλάξει: μία προοπτική δουλειάς, αλλά και ένας νεαρός άνδρας θα της θέσουν ένα δίλημμα.
Η ταινία του Τζον Κρόουλι είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Κόιμ Τόιμπι και το σενάριο είναι γραμμένο από τον Νικ Χόρνμπι.
Θέλοντας να καταγράψει πώς ήταν η ξενιτιά και η ζωή στις ΗΠΑ για δεκάδες Ευρωπαίους, έχει ως ηρωίδα μια Ιρλανδή, χωρίς να ξεχνά και τους Ιταλούς (το ερωτικό ενδιαφέρον της Έλις στην ταινία είναι ένας άνδρας ιταλικής καταγωγής). Με εξαιρετικό production value (σκηνικά, κοστούμια), αλλά και υπέροχη φωτογραφία, το Brooklyn είναι μία ταινία που χαζεύεις, αλλά δεν λατρεύεις.
Το βασικότερο πρόβλημα έγκειται στην ίδια την ιστορία. Η Έλις φαίνεται ότι τα αντιμετωπίζει όλα μάλλον εύκολα (την πιάνει μια μικρή νοσταλγία στην αρχή, η οποία ξεπερνιέται γρήγορα όταν γνωρίζει τον έρωτα, κάτι που επισημαίνει και η ίδια). Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην Ιρλανδία. Δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να μείνει πολύ, μέχρι τη στιγμή που ξανά συναντά κάποιον άνδρα. Για έναν δυναμικό χαρακτήρα όπως υποτίθεται ότι είναι η Έλις, η ζωή της μοιάζει να εξαρτάται πάρα πολύ από την εντύπωση που δίνει στο ανδρικό φύλο. Προς τιμήν του βέβαια ο Κρόουλι δεν την αθωώνει εντελώς. Υπάρχουν σημεία που καλείσαι να την αντιπαθήσεις, αν και κανείς γύρω της δεν το κάνει.
Η Σέρσε Ρόναν δίνει μία στιβαρή και πολύ γήινη ερμηνεία, αλλά πραγματικά δεν ξέρω εάν θα έπρεπε να είναι και υποψήφια για Όσκαρ (όπως ακούγεται ότι θα γίνει). Είναι, πάντως, μία ευχάριστη έκπληξη σε σχέση με τις πιο αιθέριες ερμηνείες που μας είχε συνηθίσει σε άλλες ταινίες. Ο Έμορι Κοέν που ερμηνεύει τον Τόνι είναι απόλυτα ταιριαστός για τον ρόλο, αν και μάλλον προσπαθεί υπερβολικά να ερμηνεύσει τον Μπράντο και να μοιάσει με τον Μπράντο (ενώ δεν είναι ο Μπράντο).
Η ταινία διαθέτει και ένα άλλο πρόβλημα: Θεωρητικά χωρίζεται σε δύο μέρη, στην Ιρλανδία και την Αμερική. Στην πραγματικότητα, όμως, το πρώτο μέρος καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, με αποτέλεσμα το δεύτερο μέρος να «στριμώχνεται» στο τελευταίο μισάωρο και ο Ντόμνχαλ Γκλίσον να αδικείται με μία εμφάνιση λίγων λεπτών.
Ακόμα και ο αγαπημένος μου Νικ Χόρνμπι με απογοήτευσε. Ενώ στο Μία Εκπαίδευση (όπου και πάλι μεταφέρει στην οθόνη μυθιστόρημα άλλου συγγραφέα), καταφέρνει να συλλάβει την γυναικεία ψυχοσύνθεση, εδώ προσεγγίζει την ιστορία με τρυφερότητα, αλλά και συναισθηματική απόσταση. Με αποτέλεσμα να μην καταφέρνει να κάνει τον θεατή να ενδιαφερθεί πραγματικά για τις περιπέτειες της κεντρικής ηρωίδας, ούτε για τα προβλήματά της. Αλλά καταφέρνει να δώσει μία αρκετά αισιόδοξη (αν και σε στιγμές ρεαλιστική) απεικόνιση της ζωής και της ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο στην Αμερική των 1950s.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε στην Τζούλι Γουόλτερς που και εδώ τη βλέπουμε σε κωμικό ρόλο, αλλά έτσι κι αλλιώς είναι υπέροχη!
Τελικά να τη δω;
Ωραία φωτογραφία, σκηνικά και κοστούμια, μία μεστή ερμηνεία από τη Σέρσε Ρόναν, αλλά και μία ταινία που εξαντλείται γρήγορα σε αυτό.
Fun trivia: Η Σερσέ Ρόναν μεγάλωσε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, αλλά μεγάλωσε στην Ιρλανδία από Ιρλανδούς γονείς.