Η Κλούβα
Δύο χρόνια μετά την Αιγυπτιακή Επανάσταση που οδήγησε στην ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ -στη διάρκεια της οποίας βγήκαν στους δρόμους εκατομμύρια Αιγύπτιοι ενωμένοι- το κλίμα έχει αλλάξει. Ο εκλεγμένος πρόεδρος της Αιγύπτου, στέλεχος των Αδελφών Μουσουλμάνων, έχει συλληφθεί και το Κάιρο συγκλονίζεται από διαδηλώσεις υποστηρικτών και αντιπάλων του, ενώ την εξουσία ασκεί ο στρατός (ο οποίος για την ιστορία παραμένει αυτός που ασκεί την εξουσία στην Αίγυπτο μέχρι σήμερα). Μία τέτοια ημέρα διαδηλώσεων, δύο δημοσιογράφοι ξένου πρακτορείου συλλαμβάνονται και τοποθετούνται σε μία κλούβα της αστυνομίας, η οποία σύντομα γεμίζει με υποστηρικτές και αντιπάλους των Αδελφών Μουσουλμάνων σε μία Αίγυπτο που βράζει.
Ο Μοχάμεντ Ντιάμπ σκηνοθετεί την ένταση και την κόλαση των διαδηλώσεων. Την καταλαβαίνουμε από εικόνες που βλέπουν όσοι βρίσκονται κλεισμένοι στην Κλούβα μέσα από τα στενά παράθυρα ή τη μικρή πόρτα. Την καταλαβαίνουμε από τους ήχους και τις φωνές, από τα τζάμια που σπάνε και τις πέτρες που πέφτουν βροχή. Οι πάλαι ποτέ σύμμαχοι και συν-διαδηλωτές έχουν πλέον γίνει αντίπαλοι. Ο Ντιάμπ κατανοεί την ουσία πίσω από τον διχασμό και την παρουσιάζει απλά, αλλά με ακρίβεια.
Ταυτόχρονα, όμως, προσπαθεί να τονίσει και όλα αυτά που ενώνουν τις δύο πλευρές και να επικρίνει την ασυνεννοησία και τον διχασμό. Και το κάνει επιλέγοντας ως αποκλειστικό -σχεδόν- χώρο της ταινίας του την κλούβα. Γίνεται έτσι κλειστοφοβική, αλλά δίνοντας σε κάθε χαρακτήρα τον χώρο να «αναπνεύσει» -και υποκριτικά- και να αναπτυχθεί.
Μπορεί για κάποιους να φαίνεται περίεργο που μία τόσο πολιτική ταινία αποτέλεσε την πρόταση της Αιγύπτου για τα Όσκαρ. Αν προσέξει, όμως, κάποιος θα δει ότι στην πραγματικότητα, η στάση της ταινίας απέναντι στην αστυνομία και στο στρατό έχει χτιστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχουν αιχμές κατά των δυνάμεων επιβολής της τάξης. Μπορεί η αστυνομία να εμφανίζεται σκληρή, όμως αυτοί που προκρίνονται είναι αστυνομικοί με ευαισθησίες, «επαναστάτες» αν θες. Σε αυτούς στρέφει την κάμερα ο Ντιάμπ, βρίσκονταν έναν μάλλον έξυπνο -αλλά ελαφρώς απογοητευτικό- τρόπο να χειριστεί το ζήτημα της λογοκρισίας.