Σινεμά

26ο ΠΕΚ: Class Enemy, αμφίδρομη διδασκαλία

Το Class Enemy αποτελεί τη σλοβένικη πρόταση για το διαγωνιστικό μέρος του 26ου Πανοράματος, παρουσιάζοντας μια τάξη επαναστατημένη εναντίον του εχθρού δάσκαλου. Παρόλο που έχει μια κινηματογράφηση που προσωπικά δε με συγκινεί, έχει ενδιαφέρον να σταθούμε στο σενάριο της.

Σε ένα λύκειο οι μαθητές έχουν καλές σχέσεις με τους καθηγητές και το μάθημα γίνεται σε χαλαρά πλαίσια. Όταν όμως η καθηγήτρια γερμανικών φεύγει με άδεια εγκυμοσύνης και την αντικαθιστά ένας αυστηρός καθηγητής οι μαθητές θα πιεστούν πολύ. Μέσα σε αυτό το κλίμα μια μαθήτρια θα αυτοκτονήσει κάτι που θα μετατρέψει την αντιπάθεια των συμμαθητών της για τον καθηγητή σε μίσος και το μίσος με τη σειρά του σε αγώνα εναντίον του. 

Η κόντρα ανέμελων μαθητών και αυστηρού δασκάλου θα μπορούσε να πει κανείς ότι φαντάζει αιώνια. Είτε τα παιδιά με τη φρεσκάδα τους ζητούν παραπάνω, είτε ο εκπρόσωπος της γνώσης πρέπει να προσεγγίσει ένα δύσκολο κοινό, είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει συχνά τον κινηματογράφο. Ενδεικτικά, Στον Κύριο μας με Αγάπη, ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών, Κακή Εκπαίδευση, Λευκή Κορδέλα, Dangerous Minds, Monsieur Lazhar.

Αυτή η προσέγγιση πάντως αφήνει το τρυφερό και διδακτικό μέρος της προσέγγισης των παιδιών για να επικεντρωθεί στο μίσος στο πρόσωπο του καθηγητή, σαν ένα νέο Κυνήγι του Βίτενμπεργκ. Μη βιαστείτε να πάρετε θέση καθώς η ταινία δε θα αθωώσει ούτε θα καταδικάσει πλήρως κανέναν. Το ζήτημα εδώ δεν είναι ξεκάθαρο όπως σε μια περίπτωση βιασμού ή κακοποίησης. Εδώ είναι υπό συζήτηση το αν η αυστηρότητα και το υποτιμητικό ύφος ενός καθηγητή προκάλεσε – υποκίνησε την αυτοκτονία της μαθήτριας, ή ακόμα και της έδωσε την αφορμή που έψαχνε να θέσει τέλος στη ζωή της.

Παρουσιάζει τη μοντέρνα γυναίκα διευθύντρια-λυκειάρχη, αλλά και τη νέα γενιά των μαθητών -μικρογραφία της κοινωνίας – που έχουν δύναμη πλέον να κάνουν ό,τι θέλουν. Έτσι έχουν δικό τους ραδιοφωνικό σταθμό στο λύκειο για τα διαλείμματα (όπως στη σειρά Μπέβερλι Χίλλς) και οι καθηγητές απλά πάνε με τα νερά τους μέχρι να περάσει η χρονιά να φύγουν για να έρθει η επόμενη φουρνιά. Σε αυτούς τους μαθητές βάζει και τον ‘σπασίκλα’ καλό μαθητή (το επωνομαζόμενο στη γενιά μου και ‘φυτό’), τη φιλοσοφημένη μαθήτρια, τους πιο ‘αλήτες’ (χωμένους σε όλες τις εκδηλώσεις και μαθητικές ομάδες, συνήθως και στο δεκαπενταμελές όπως λέγαμε) που αδιαφορούν έτσι κι αλλιώς για το μάθημα, αλλά και νέες προσθήκες πιο επίκαιρες, το παιδί χωρισμένων γονιών, το παιδί που το δέρνει ο πατέρας, το παιδί του μετανάστη, το παιδί με τις ακραίες εθνικιστές απόψεις. Σε αυτό το περιβάλλον φαίνεται να πετά έναν σκληροπυρηνικό -παλαιάς σχολής- καθηγητή με ελάχιστες επικοινωνιακές αρετές, είτε βασικές γνώσεις παιδαγωγικής και ψυχολογίας.

  • Επιτέλους ο πιο ρεαλιστικά παρουσιασμένος εμετός σε φιλμ, πιθανότατα και φυσικός! Το είχα άχτι να δω μια φορά κάτι τέτοιο αποτυπωμένο σε ταινία και να που δεν απογοητεύτηκα.

Εκτός από μερικά αστεία στιγμιότυπα η υπερβολικά αργή ροή, το άνευρο παίξιμο και το σκηνοθετικό στήσιμο μπορεί να γίνει ιδιαίτερα κουραστικό. Ο σκηνοθέτης προσομοιάζει την αίθουσα διδασκαλίας και εκτός τάξης κάνοντας τον θεατή να νιώθει ότι σε ολόκληρο το φιλμ του κάνουν μάθημα. H επιλογή των γερμανικών ως δεύτερης γλώσσας, εκτός της άμεσης συσχέτισης του καθηγητή στο μυαλό των μαθητών με ναζιστή, δίνει και ενδιαφέροντες διαλόγους με τις εναλλαγές, όπως και αναφορές σε αποφθέγματα γερμανών φιλοσόφων, αν και ίσως είναι δύσκολο για ορισμένους να ξεχωρίσουν την αλλαγή όταν γίνεται από τα γερμανικά στα σλοβένικα.

Ορισμένες απόψεις που η ταινία περνά είναι αρκετά αμφισβητήσιμες, ίσως αντιπαιδαγωγικές, ακόμα και φασιστικές, άλλες πάλι αρκετά ελαστικές για την ελληνική κουλτούρα. Η υπόθεση και το ύφος παρουσιάζει πολλά κοινά με το πρόσφατο Miss Violence, ενώ του λείπει η τρυφερότητα και η ψυχολογία του Κύριου Λαζάρ. Υπάρχουν και ορισμένες αναφορές στη χώρα μας, για τις οποίες δεν μπορούμε να τους ευχαριστήσουμε ιδιαίτερα, μιας που εκφράζουν τη γενικότερη προπαγάνδα στην Ευρώπη ότι είμαστε ‘τεμπέληδες’, ενώ στο τέλος θα επιλέγουμε για τη σχολική τους εκδρομή. Παρόλο που στο δεύτερο μέρος η ταινία έχει περισσότερο ενδιαφέρον και ρυθμό είναι φανερή η ανάγκη να είχε μειωθεί κατά πολύ κάτω του δίωρου για να είχε δύναμη. Η παντελής έλλειψη μουσικής, πέραν ενός κλασικού θέματος πιάνου, κάνει την ταινία να φαντάζει ακόμα μεγαλύτερη σε διάρκεια. Στο τέλος ο θεατής νιώθει ακόμα και τους τίτλους τέλους κουραστικούς!

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *