Φεστιβάλ

15o ΦΝΘ: Όχι Άλλο Κάρβουνο!

Δυο ταινίες που προβλήθηκαν χέρι-χέρι με κοινό στοιχείο τους την παραγωγή κάρβουνου. Πρόκειται για την σουρεαλιστική 30λεπτη «24 Κουβάδες, 7 Ποντίκια, 18 χρόνια» του Marius Iacob από την Ρουμανία και το 52λεπτο «Η Μάνα μου η Βελανιδιά» (My mother Oak) του Ιρανού Mahmoud Rahmani. Κοινό στοιχείο και των δυο: Μη τις δείτε από απλό ενδιαφέρον του πως κατασκευάζεται το κάρβουνο γιατί δε θα βγείτε σοφότεροι επί του θέματος! Και οι δυο σκηνοθέτες επικεντρώνονται σε άλλα ζητήματα γύρω από τους κάρβουνο-παραγωγούς στις χώρες τους ο καθένας με το δικό του ξεχωριστό βλέμμα.

24 Κουβάδες, 7 Ποντίκια, 18 Χρόνια

Με έντονο χιούμορ και ειρωνική διάθεση μας παρουσιάζει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Ρουμάνων καρβουνιάρηδων που ζει στην επαρχία απομονωμένο. Η καθημερινότητα επαναλαμβάνεται γύρω τους τα τελευταία χρόνια χλευάζοντας τους σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος. Μέσα σε αυτή τη «μέρα της Μαρμότας» εισβάλλουν  προκλητικά τουρίστες αναζητώντας τη σύνδεση τους με το παρελθόν. Οι σκηνές που θα καταγράψει η κάμερα πραγματικά παραπέμπουν άμεσα σε θέατρο του παραλόγου και θα κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον του κοινού.  Αν θέλετε να την απολαύσετε, απλά παρακολουθήστε τις έντονες προσωπικότητες του ζευγαριού, πραγματικές «μορφές» αμφότεροι και ξεχάστε όσα διαδραματίζονται γύρω τους. Στην ουσία η ταινία θέλει να σχολιάσει καυστικά τον επιπόλαιο εμπορευματοποιημένο τουρισμό –κάτι που είδαμε φέτος εξίσου πετυχημένα και στο «Χωριό στην Άκρη του Κόσμου».

Άκου Μάνα… Μάνα Βελανιδιά (δεν έχει για όλους ο Θεός)

Για το My Mother Oak (Madaram Balout) είναι η αλήθεια ότι είχα υψηλές προσδοκίες πριν το δω, έχοντας διαβάσει την υπόθεση και βλέποντας τις μαγευτικές φωτογραφίες του τοπίου. Η ταινία όμως με απογοήτευσε αρκετά, όπως πιθανόν και αρκετούς θεατές που αποχώρησαν από την αίθουσα λίγα λεπτά από την έναρξη της. Φυσικά, εγώ πιστός στις αρχές μου έμεινα ως το τέλος και παρακολούθησα και μέρος της ομιλίας του σκηνοθέτη πριν αρχίσω να γράφω οτιδήποτε. Το θέμα της ταινίας είναι οι καταστροφικές συνέπειες της κατασκευής του φράγματος Καρούν-3 που κάλυψε μεγάλη περιοχή δασικής περιοχής και χωριά με νερό καταστρέφοντας το δάσος και αφήνοντας άστεγους και άνεργους πολλούς χωρικούς. Ο σκηνοθέτης ακολουθεί παράνομους καρβουνάδες που κόβουν τις λιγοστές εναπομείνασες βελανιδιές για να ζήσουν τις οικογένειες τους. Εκεί, πάνω στο βουνό, μαζί τους, θα συναντήσει και τον «τρελό  του χωριού» Ασάντ που, σχεδόν αμέσως, θα μετατραπεί στον κεντρικό ήρωα του.

Μια πρώτη ψυχρολουσία ήταν η ποιότητα της εικόνας που ήταν «πιξελιασμένη» με έντονους κόκκους, λες και ο σκηνοθέτης τραβούσε –στην καλύτερη με το κινητό του, παλαιάς γενιάς μάλιστα! Οφείλω να διευκρινίσω εδώ ότι δεν με πείραξε τόσο η εικόνα (έχουμε δει ταινίες διαμάντια με βρώμικη εικόνα και free camera), όσο το γεγονός ότι αισθάνθηκα ότι πάει να με ξεγελάσει από την αφίσα της να πάω να δω κάτι νομίζοντας ότι θα δω κάτι άλλο. Δεν κρίνεται όμως ένα ντοκιμαντέρ μόνο από αυτό αλλά και από το θέμα του. Εκεί βρίσκεται και η δεύτερη ένσταση μου, στενά συνυφασμένη με την πρώτη, αλλά πάει περισσότερο βαθιά. Είμαι κατά της στοχευόμενης σκηνοθεσίας στα ντοκιμαντέρ, όπου ο σκηνοθέτης παρεμβαίνει στην παρουσίαση του με τρόπο αντιδεοντολογικό, σχολιάζοντας, ακόμα και κατασκευάζοντας γεγονότα για να προκαλέσει αντιδράσεις –κυρίως σε σχέση με τον Ασάντ. Δεν ξέρω τι προτιμώ να είναι αληθινό, να είναι ο Ασάντ ηθοποιός-φίλος του σκηνοθέτη που παίζει το ρόλο του για να αναδείξει ότι ακούει τις βελανιδιές που πονάνε, ή να είναι όντως σαλεμένος ταλαιπωρημένος χωρικός με υψηλό IQ και γνώσεις που φορώντας το δερμάτινο παλτό του φιλοσοφεί τη ζωή και αναγκάζεται να υποστεί τον ψυχολογικό βασανισμό και κακοποίηση περισσότερο του σκηνοθέτη αλλά και των άλλων. ‘Όποια από τις δυο περιπτώσεις πάντως κι αν ισχύει, από εμένα είναι κατακριτέα. Και σε τελευταία ανάλυση, άμα θες να βασιστείς σε σενάριο γύρισε ταινία, μη λες ότι γυρίζεις ντοκιμαντέρ!

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *