Πρεμιέρα για το En Lefko Film Festival
Με τον Κωνσταντίνο Τζούμα επί σκηνής σε μια πολυθρόνα και κάτω από μία λάμπα να αφηγείται μία ιστορία που «χώρεσε» μέσα της όλους τους ελληνικούς τίτλους των ταινιών που θα προβληθούν στο En Lefko Film Festival -δουλειά ομολογουμένως όχι εύκολη- ξεκίνησε το 1ο En Lefko Film Festival, η πρεμιέρα του οποίου πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τετάρτης στο Ελληνοαμερικάνικο Κολέγιο, παρουσία δημοσιογράφων και ανθρώπων του σινεμά -και περιελάμβανε προς ευχαρίστησή μας ένα νεότατο κοινό με αγάπη και τρέλα για το σινεμά.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής Σάκης Τσιτομενέας μίλησε για το ανοιξιάτικο ραντεβού με την Αθήνα και τους ανθρώπους της, ενώ η πρόεδρος του Φεστιβάλ Αλεξάνδρα Δασκαλάκη προσκάλεσε την ομάδα της -μεταξύ των οποίων ο Ορέστης Πλακιάς και ο Κώστας Σαμαράς- επί σκηνής, πριν η σκυτάλη δοθεί στον… Τσάρλι Χάναμ και την «Χαμένη Πόλη του Ζ», ταινία έναρξης του Φεστιβάλ.
Η ταινία έναρξης
Η Χαμένη Πόλη του Ζ
Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Γκρέι (Immigrant) σκηνοθετεί τις περιπέτειες του Πέρσι Φόσετ -βρετανού εξερευνητή- στον Αμαζόνιο. Ο Φόσετ ταξίδεψε στον Αμαζόνιο το 1906 για να χαρτογραφήσει την περιοχή, αλλά ανακαλύπτει ενδείξεις για την ύπαρξη ενός άγνωστου, αλλά πιο προοδευτικού πολιτισμού από ότι πίστευε και πείθεται για την ύπαρξη μιας αρχαίας πόλης -άποψη που ενισχύεται και από την ανακάλυψη του Μάτσου Πίτσου στο Περού- στα βάθη του Αμαζονίου. Την ονομάζει «Χαμένη Πόλη του Ζ», δέχεται τον χλευασμό της επιστημονικής κοινότητας, αλλά αποφασίζει να οργανώσει και άλλες αποστολές στον Αμαζόνιο για να ανακαλύψει αυτή τη χαμένη πόλη.
Η ματιά του Γκρέι είναι ανθρωπολογική. Σκιαγραφεί τον Πέρσι Φόσετ ως έναν άνθρωπο με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον και στους αυτόχθονες κατοίκους του. Δεν φοβάται να σταθεί απέναντι σε μία φυλή κανιβάλων τραγουδώντας και κατανοεί πώς για να κερδίσεις κάποιον πρέπει και να σεβαστείς τα έθιμά του. Ακόμα και σε στιγμές που θα αισθανόμασταν ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι αντίθετο σε αυτό που έχουμε συνηθίσει, ο Γκρέι φροντίζει να μας το παρουσιάσει με τον τρόπο της σκέψης των φυλών του Αμαζονίου.
Σε αρκετές στιγμές η ταινία είναι υποτονική και τα όσα γίνονται μοιάζουν να επαναλαμβάνονται: Ο Φόσετ φεύγει από τη Βρετανία για να βρει τη δόξα, επιστρέφει, βλέπει ότι η σύζυγός του έχει κάνει και άλλα παιδιά, αποφασίζει να φύγει, επιστρέφει και ούτω καθεξής. Ο Τσάρλι Χάναμ προσεγγίζει με τρόπο ήσυχο τον ήρωά του, χωρίς να επιφυλάσσει για αυτόν υψηλές κορώνες ή το είδος της τρέλας που συνοδεύει την εμμονή των εξερευνητών για περιπέτειες. Γνωρίζει τι κάνει και γιατί το κάνει: γιατί επιθυμεί να αποδείξει ότι οι «βάρβαροι» όπως αποκαλούν τους αυτόχθονες οι Βρετανοί, μόνο αυτό δεν είναι.
Η ταινία δεν επικεντρώνεται τόσο πολύ στην δημοσίευση των περιπετειών του Φόσετ στις εφημερίδες και στον αντίκτυπο που μπορεί να είχαν αυτές. Παραμένει, πάντως, μία από τις ενδιαφέρουσες στιγμές στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη.