ΑφιερώματαΘΕΜΑΤΑ

Euro 2016: Κινηματογραφικό ταξίδι σε Γαλλία, Ελβετία, Αγγλία, Ουαλία


euro0003Αυτές τις ημέρες όλη η Ευρώπη γυρίζει γύρω από μια μπάλα.

Το Euro 2016, μεγάλη γιορτή του ποδοσφαίρου μάς δίνει μια υπέροχη αφορμή:

να παρουσιάσουμε ένα κινηματογραφικό πανόραμα στις χώρες που συμμετέχουν στη φάση των 16 της φετινής διοργάνωσης.

Χωρισμένο σε τετράδες, κάθε άρθρο δίνει μία σύντομη επισκόπηση της κινηματογραφικής ιστορίας κάθε χώρας. Φυσικά, δεν χωράνε ούτε όλες οι ταινίες, ούτε όλοι οι δημιουργοί (γι’ αυτό ονομάζεται και σύντομη επισκόπηση).

Η Γαλλία των αδελφών Λυμιέ. Του μάγου του σινεμά Ζορζ Μελιέ. Των Cahier Du Cinema, της Νουβέλ Βαγκ. Των σπουδαίων σκηνοθετών και ηθοποιών. Με κινηματογραφικό όνομα βαρύ σαν ιστορία, η κινηματογραφική παράδοση της Γαλλίας είναι σχεδόν αδύνατο να συνοψιστεί σε μερικές παραγράφους. Αφού έχουν βρει τρόπο να προβάλλουν ταινίες ενώπιον κοινού σε μεγάλη οθόνοι, οι αδελφοί Λιμιέρ (ο Λουί και ο Ογκίστ Λιμιέρ), προβάλλουν τις πρώτες τους ταινίες αρχικά στις 22 Μαρτίου 1985 (για φίλους, συγγενείς και κάποιους δημοσιογράφους), ενώ η πρώτη δημόσια προβολή έγινε στις 28 Δεκεμβρίου 1895 στο υπόγειο του παρισινού Grand Café, όπου το κοινό βλέπει ταινίες όπως Η Είσοδος του Τρένου στο Σταθμό, ο Ποτιστής που ποτίζεται.

Παρών σε εκείνη την προβολή ήταν και ο Ζορζ Μελιές, ο οποίος έμεινε μαγεμένος από αυτήν τη νέα εφεύρεση. Όταν ο Λιμιέρ αρνήθηκε να του πουλήσει την εφεύρεσή του, ο Μελιές θα φτιάξει τη δική του κάμερα… Επειδή τα αρνητικά ήταν πολύ σκοτεινά, ο Μελιέ κατασκεύασε ένα γυάλινο στούντιο, όπου γύριζε τις ταινίες του. Και δεν ήταν και λίγες. Μέχρι το 1910 οπότε πτώχευσε είχε γυρίσει 1500 ταινίες! Ο Μελιές ήταν αυτός που ουσιαστικά «εφηύρε» τη σκηνοθεσία.

Η αρχή έχει γίνει και η συνέχεια στη Γαλλία έρχεται με τη δημιουργία δύο μεγάλων κινηματογραφικών εταιριών: της Pathe και της Gaumont. Παράλληλα, παρατηρούνται οι πρώτες προσπάθειες να γυριστούν ταινίες τέχνης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ταινία Η δολοφονία του δούκος ντε Γκιζ του Λε Μπαρζί, την οποία ο Ντράγιερ και ο Γκρίφιθ χαρακτήρισαν ως αριστούργημα.

Από την αρχή του, το σινεμά θα στραφεί και στην κωμωδία. Με τον Ποτιστή που ποτίζεται οι αδελφοί Λιμιέρ εισάγουν τα γκαγκ και αργότρα στα στούντιο της Βενσέν γεννιέται η τρελή κωμωδία. Ο Μαξ Λέντερ (πραγματικό όνομα Γκαμπριέλ Λεβιέλ) αναδεικνύεται σε «πρωταγωνιστή» της κωμωδίας. Την ίδια περίοδο, αναπτύσσονται και οι ταινίες επεισοδίων, ενώ εμφανίζεται και ο θρυλικός Φαντομάς.

Από τους ήρωες των επιφυλλίδων και των μυθιστορημάτων, το γαλλικό σινεμά μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο περνά στους ήρωες της διπλανής πόρτας. Σε αυτό συμβάλει ο Ζακ Φεντέρ, κορυφαία ταινία του οποίου θεωρείται η Ατλαντίδα (1921).

Ο ιμπρεσιονισμός στο σινεμά και η κινηματογραφική θεωρία κάνουν την εμφάνισή τους στο Παρίσι. Σημαντικός εκφραστής του ιμπρεσιονιστικού σινεμά είναι ο Αμπέλ Γκανς, με ταινίες όπως Η Τρέλα του Δρος Τιμπ (1915), Ρόδα (1922), Ναπολέων (1927). Στα 1924 εμφανίζεται και το Διάλειμμα των Ρενέ Κλερ και Φρανσίς Πικαμπιά, ένα ντανταϊστικό ποίημα που έθεσε τις βάσεις για την είσοδο του σουρεαλισμού στο σινεμά. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930 κυριαρχεί ο νατουραλισμός, ακολουθούμενος από τον ποιητικό ρεαλισμό στην περίοδο μέχρι τη γερμανική κατοχή. Την περίοδο αυτή ξεχωρίζουν οι δημιουργίες των Ρενέ Κλερ, του ποιητή και κινηματογραφιστή Ζαν Κοκτό και ο Ζαν Ρενουάρ –σημαντικός εκπρόσωπος του ποιητικού ρεαλισμού- που δίνει στο παγκόσμιο σινεμά αριστουργήματα όπως η Μεγάλη Χίμαιρα (1937) και Ο Κανόνας του Παιχνιδιού.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γαλλία δημιουργεί το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών (το 1946), ενώ το 1952 δημιουργείται και η περιοδική έκδοση για το σινεμά, τα θρυλικά Cahiers du Cinema με πρώτο διευθυντή τον Αντρέ Μπαζέν και διάδοχό του τον Ερίκ Ρομέρ. Σχεδόν όλοι οι Γάλλοι σκηνοθέτες της επόμενης περιόδου πέρασαν από τις τάξεις του. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια χαρακτηρίζονται από τις δημιουργίες του Ρομπέρ Μπρεσόν και τις κωμωδίες του Ζακ Τατί, ο οποίος δημιουργεί τον φημισμένο κύριο Ιλό.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι κινηματογραφιστές σε ολόκληρο τον κόσμο ζητούν έναν «νέο κινηματογράφο», σπάζοντας τις φόρμες του παλιού. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, σκηνοθέτες που είχαν περάσει από τα Cahiers du Cinema δημιουργούν ταινίες που εκφράζουν αυτή την τάση και χαρακτηρίζονται νουβέλ βαγκ. Μόνο το 1959 γυρίζονται στη χώρα 130 ταινίες, πρώτες ή δεύτερες απόπειρες σκηνοθετών. Κορυφαίος εκφραστής ο Ζαν Λικ Γκοντάρ που με ταινίες όπως ταΜε Κομμένη την Ανάσα (1959), Η Περιφρόνηση (1964), Άλφαβιλ (1965) παραδίδει στο παγκόσμιο σινεμά αριστουργήματα. Μέχρι σήμερα συνεχίζει να γυρίζει ταινίες και να προκαλεί.

Αντίπαλον «δέος» του Γκοντάρ ήταν ο Φρανσουά Τριφό που δημιουργεί ταινίες γεμάτες συναίσθημα, όπως Τα 400 Χτυπήματα (1959), Ζιλ και Τζιμ (1961), Φαρενάιτ 451 (1966).

Η φιλμογραφία του Τριφό σε εικόνες

Γκοντάρ VS Τριφό

Ο Τριφό και ο Γκοντάρ δεν είναι οι μόνοι σπουδαίοι δημιουργοί: ο Λουί Μαλ (Ασανσέρ για δολοφόνους, Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει), ο Ζακ Ντεμί (Ομπρέλες του Χερβούργου), ο Κλοντ Σαμπρόλ –ο οποίος κινηματογραφεί ακατάπαυστα, κυρίως ιστορίες εγκλημάτων και ανατομίες της γαλλικής επαρχίας- και ο Ερίκ Ρομέρ.

Το 1959 κυκλοφορεί στις αίθουσες και η ταινία του Αλέν Ρενέ Χιροσίμα Αγάπη μου, ένα κινηματογραφικό παζλ που απορρίπτει τη γραμμική αφήγηση, ενώ ο σκηνοθέτης συνεχίζει στο ίδιο ύφος με το Πέρσι στο Μάριενμπαντ (1961), δύο ταινίες εμβληματικές για το παγκόσμιο σινεμά.

Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 αναπτύσσεται το γαλλικό αστυνομικό με την εμφάνιση του Ζαν-Πιέρ Μελβίλ και τις ταινίες του Κλοντ Σαμπρόλ –ανάμεσα σε πολλούς άλλους.

Ο Μάης του ’68, ο χαρακτηρισμός ορισμένων σκηνοθετών ως «σκηνοθέτες της αριστερής όχθης» -πολλοί ζούσαν στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα και συνδέονταν πολιτικά με την Αριστερά. Ο Γκοντάρ είναι αυτός που εκφράζει στα επόμενα χρόνια το κίνημα αυτό που μέλημά του ήταν να διαπιστώσει πώς γυρίζεται ο επαναστατικός κινηματογράφος.

Τα χρόνια μετά τη νουβέλ βαγκ δεν έμελλε να ήταν το ίδιο «συναρπαστικά». Οι Γάλλοι μέχρι και σήμερα φτιάχνουν ποιοτικά εμπορικές ταινίες. Τον Φαντομά του βωβού σινεμά αντικαθιστά ο Λουί Ντε Φινές, ενώ στο πολιτικό θρίλερ διέπρεψε ο ελληνικής καταγωγής Κώστας Γαβράς (Ζ, Ο Αγνοούμενος), ενώ μία νέα γενιά σκηνοθετών εμφανίζεται –ανάμεσά τους οι Μπερτράν Ταβερνιέ, Αντρέ Τεσινέ, Αριάν Μνουσκίν.

Μακριά από τον θρίαμβο του παρελθόντος, στο σύγχρονο γαλλικό σινεμά κυριαρχούν σκηνοθέτες όπως ο Λικ Μπεσόν, ο Πατρίς Σερό, ο Πατρίς Λεκόντ. Ο Ζαν Πιέρ Ζενέ δημιουργεί τη γλυκύτατη Αμελί. Ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους ευρωπαίους κινηματογραφιστές είναι και ο Μίκαελ Χάνεκε, ο οποίος έχει δώσει σπουδαίες ταινίες με τη Δασκάλα του Πιάνου, το Κρυμμένος και το Amour. Εντυπωσιακή και η πορεία του Λέος Καράξ (Οι Εραστές της Γέφυρας, Holy Motors).

Χαρακτηριστικές ταινίες: Ταξίδι στο Φεγγάρι, Τα 400 Χτυπήματα, Οι Διακοπές του κυρίου Ιλό, Με Κομμένη την Ανάσα, Πέρυσι στο Μάριενμπαντ, Ασανσέρ για Δολοφόνους, Ζ, Αμελί

Ελβετία

Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται ανάμεσα στα μεγάλα κινηματογραφικά μεγαθήρια, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, η Ελβετία δεν ανέπτυξε τόσο ισχυρή κινηματογραφία, όσο οι γειτονικές της χώρες. Αν και πολλοί θα θεωρούσαν την Ελβετία «κινηματογραφικά ανύπαρκτη», καθώς η παραγωγή είναι ελάχιστη (και κυρίως είναι συμπαραγωγή με άλλες χώρες), κάνει και εκείνη τις εμφανίσεις της στο κινηματογραφικό τοπίο. Η πρώτη κινηματογραφική παραγωγή στη χώρα θεωρείται το Zürcher Sechselautenumzag του 1901, ενώ το 1917 ο Έντουαρντ Μπιντς γυρίζει το Der Bergfuhrer, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία.

Τη δεκαετία του 1920 ξεχωρίζει το Der Kampf ums Matterhorn (1928) των Iταλών Μάριο Μπονάρντ και Νούτσιο Μαλασόμα. Η Ελβετία κάλυπτε τις ανάγκες της για σινεμά, κυρίως μέσω των γειτονικών χωρών.

Η πρώτη ομιλούσα ταινία της χώρας ήταν το Bunzli Grosstadtabenteuer του 1930. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ουδετερότητα κάνει καλό στην Ελβετία: περισσότερες από 40 ταινίες γυρίζονται εκείνο το διάστημα, ανάμεσά τους οι: Fusilier Wipf (1939), Gilberte de Courgenay (1941) και Die Missbrauchten Liebesbriefe (1940) θεωρούνται σημαντικές για το ελβετικό σινεμά.

Η δεκαετία του 1940 είναι γνωστή και για έναν ακόμα λόγο: Τότε καθιερώθηκε το κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Λοκάρνο, μία από τις σημαντικότερες κινηματογραφικές οργανώσεις στην Ευρώπη.

Την δεκαετία του 1950 και μέχρι τη δεκαετία του 1970, δραστηριοποιείται ο Κουρτ Φρι, ίσως ο πιο γνωστός Ελβετός σκηνοθέτης, ενώ ο Λέοπολντ Λίντμπεργκ γυρίζει τα λεγόμενα προσφυγικά φιλμ.

Ορισμένοι, βέβαια, πιστεύουν ότι ο ελβετικός κινηματογράφος ξεκίνησε όταν ο Ζαν Λικ Γκοντάρ γύρισε μία μικρού μήκους ταινία στην οικοδομή που εργαζόταν, με τίτλο Operation Concrete (1958).

Ουσιαστικά, η άνθηση του ελβετικού σινεμά έρχεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αφετερία στάθηκε η Διεθνής Έκθεση της Λωζάνης το 1964, όταν ο Χένρι Μπραντ γυρίζει πέντε ταινίες μικρού μήκους, τις οποίες προβάλλει μαζί με τίτλο «Η Ελβετία Αναρωτιέται». Η χώρα ψάχνει να βρει τη θέση της στο διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα. Το 1966 κινηματογραφιστές συγκεντρώνονται γύρω από το θεωρητικό Φρεντί Λαντρί και ιδρύουν τη Milos Film (φόρος τιμής στον Μίλος Φόρμαν που θαυμάζουν) και ξεκινούν την παραγωγή της ταινίας Τέσσερις ανάμεσα στις άλλες (1967).

Σημαντικό ρόλο στην άνθηση του ελβετικού σινεμά έπαιξε και η τηλεόραση, με τη βοήθεια της οποίας γυρίζονται αρκετές ταινίες. Η λεγόμενη «Ελβετική Σχολή της Ομάδας των Πέντε» που αποτελείται από τους Αλέν Τανέρ, Κλοντ Γκορετά, Μισέλ Σουτέρ, Ζαν-Λουί Ρουά και Ζαν-Ζακ Λαγκράνζ συνάπτουν συμφωνία με την Ελβετική Τηλεόραση για το γύρισμα ταινιών. Εκτός από τον Λανγκράζ που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την ταινία του, οι υπόλοιπες υιοθετούν ένα ανατρεπτικό ύφος και επιδεικνύουν έντονο πολιτικό προβληματισμό.

Όχι και άσχημα για μια χώρα που ο Όρσον Ουέλς είχε κατηγορήσει στον Τρίτο Άνθρωπο ότι διαθέτει πολιτιστική κληρονομιά που εξαντλείται στην… παραγωγή κούκων.

Η τάση αυτή συνεχίζεται και στη δεκαετία του 1970 με ταινίες που κινούνται ανάμεσα στη μυθοπλασία και το τηλεοπτικό ρεπορτάζ, καθώς εξετάζει θέματα όπως η ζωή στις φυλακές, η εκμετάλλευση των ξένων εργατών κλπ.

Ωστόσο, η μη δυνατότητα να στηριχθούν αυτές οι ταινίες στις αίθουσες οδήγησε σταδιακά στην παρακμή του ελβετικού σινεμά.

H Ελβετία κερδίσει το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας για το Dangerous Moves (1984) του Ρίτζαρντ Ντέμπο, ενώ επαναλαμβάνει την επιτυχία το 1991 με το Journey of Hope.

Όσο για τους σύγχρονους Ελβετούς σκηνοθέτες, τρεις από την ομάδα των 5 δήλωσαν σε συνέντευξή τους το 1996 ότι δεν υπάρχουν πλέον Ελβετοί κινηματογραφιστές.

Δεν είχαν δίκιο, όμως. Στα τέλη του 1990 κινηματογραφικές σχολές ιδρύθηκαν σε Λωζάνη και Ζυρίχη. Νέοι σκηνοθέτες όπως οι Ζαμπίνε Μπος, Άννα Λούιφ, Αντρέα Στάκα, Μπετίνα Όμπερλι, Ζαν-Στεφάν Μπρον και Φούλβιο Μπερνασκόνι βγήκαν από αυτές τις σχολές.

Τα τελευταία χρόνια πολύ καλές κριτικές συγκέντρωσε το War Photographer του Κρίστιαν Φρέι (το ντοκιμαντέρ ήταν υποψήφιο και για Όσκαρ) και το Vitus (2006).

Χαρακτηριστικές ταινίες: Der Kampf ums Matterhorn, Fusilier Wipf, Ο Σαρλ Ζωντανός ή Νεκρός, Dangerous Moves, Vitus

Αγγλία

Ένας από τους πρωτοπόρους του βρετανικού σινεμά υπήρξε ο Ρόμπερτ Ουίλιαμ Πολ, ο οποίος από το 1899 αρχίζει να ασχολείται με το σινεμά, χτίζει μια μικρή εταιρεία και γυρίζει ταινίες κυρίως από λογοτεχνικά έργα. Μία από τις γνωστότερες ταινίες του είναι το Η τρελή αυτοκινητοδρομία του Πικαντίλι (1900) (μπορείτε να την δείτε εδώ – http://www.britishpathe.com/video/the-runaway-car/query/CAFE) Μαζί με τον Μπιρτ Έικρες ήταν οι πρώτοι που κατασκεύασαν μία κάμερα των 35 mm. Την ίδια περίοδο στην Αγγλία γυρίζει ταινίες και ο Τζορτζ Άλμπερτ Σμιθ μαζί με τον Τζέιμς Ουίλιαμσον, καταγράφοντας την πραγματικότητα, κυρίως στην αγγλική ύπαιθρο Ο δεύτερος θεωρείται και ένας από τους εμπνευστές του ντεκουπάζ (το να χωρίζεις κάθε σκηνή σε πλάνα). Κάποιοι θωρητικοί χαρακτηρίζουν τους άγγλους πρωτοπόρους ως «Σχολή του Μπράιτον», καθώς αντί για ζωγραφισμένα σκηνικά αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν το φυσικό τοπίο της αγγλικής υπαίθρου. Το βρετανικό σινεμά είναι γεμάτο πρωτιές:

Για παράδειγμα, ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο ντοκιμαντέρ ήταν ο Τζον Γκρίρσον, σκηνοθέτης δύο μόλις ταινιών (Drifters 1929 και The Fishing Banks of Skye 1933). Η λεγόμενη ως «αγγλική σχολή» του ντοκιμαντέρ θα άνθιζε τη δεαετία του 1930, με σημαντικό της εκπρόσωπο τον Ρόμπερτ Φλάερτι. Μέσα στα επόμενα χρόνια, το Λονδίνο θα λειτουργούσε ως καταφύγιο για πολλούς σκηνοθέτες (κυρίως κεντροευρωπαίους και γερμανούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη σκιά του ναζισμού), με στόχο να καταλήξουν στην Αμερική. Από τους Άγγλους σκηνοθέτες, εκείνη την περίοδο ξεχωρίζουν ο Άντονι Άσκουιθ με τις φλεγματικές κομεντί, ο Κάρολ Ριντ (Τρίτος Άνθρωπος), ο Μάικλ Πάουελ (του διδύμου Μάικλ και Πρέσπουργκερ (και φυσικά ο Άλφρεντ Χίτσκοκ που στη δεκαετία του 1930 εργάζεται στην Αγγλία, δίνοντας τις πρώτες του εξαιρετικές ταινίες, ενώ σπουδαίοι ηθοποιοί γίνονται γνωστοί –για παράδειγμα ο Τσαρλς Λότον και αργότερα ο Λόρενς Ολίβιε.

Η περίοδος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά αποτελεί χρυσή εποχή για το αγγλικό σινεμά. Μεταπολεμικά, ξεχωρίζουν οι κωμωδίες του στούντιο Ealing που χαρακτηρίζονται από το φλεγματικό βρετανικό χιούμορ και τα φυσικά τοπία. Σημαντικές προσωπικότητές της ήταν οι Αλεξάντερ Μακέντρικ και Ρόμπερτ Χέιμερ με ταινίες όπως τα Ουίσκι Χωρίς Δελτίο (1949), Συμμορία των Εντιμοτάτων (1955), ενώ ο Ρόμπερτ Χέιμερ σκηνοθετεί το Δέκατο Τρίτο Κληρονόμο (1948), στο οποίο ένας κληρονόμος που βρίσκεται στη 13η θέση για την παραλαβή της κληρονομιάς σκηνοθετεί έναν έναν τους προκατόχους του. Την ίδια περίοδο αναπτύσσεται και το σινεμά του φανταστικού της Hammer, που παρουσιάζουν δύο γνωστούς ήρωες: τον Δράκουλα (με τον Κρίστοφερ Λι στον ομώνυμο ρόλο) και τον Φρανκενστάιν, αλλά και πλήθος άλλων ταινιών.

Αναφορά στον Πάουελ κάναμε και παραπάνω, αλλά κατά τη δεκαετία του 1940 και του 1950 συνεργάζεται με τον Πρέσπουργκερ και παραδίδουν μια σειρά σημαντικότατων ταινιών: Η ζωή και ο θάνατος του ταγματάρχη Μπλιμπ (1943), Μαύρος Νάρκισσος (1946), Τα κόκκινα παπούτσια (1948). Την ίδια περίοδο εμφανίζεται και ο σημαντικός άγγλος σκηνοθέτης –από τις σημαντικότερες φιγούρες του βρετανικού σινεμά-, Ντέιβιντ Λιν που θα φτάσει στο αποκορύφωμα της καριέρας του με ταινίες όπως Ο Λόρενς της Αραβίας (1962). Τα επόμενα χρόνια στη Γαλλία εμφανίζεται η νουβέλ βαγκ. Στην άλλη πλευρά του περάσματος της Μάγχης αναπτύσσεται το free cinema, ο «κινηματογράφος της μεσαίας τάξης» όπως είχε πει ο Λίντσεϊ Άντερσον. Το free cinema κάνει την πρώτη του εμφάνιση το 1956 με μία προβολή που προκαλεί σάλο και προβάλλει τρεις ταινίες μικρού μήκους τεσσάρων νέων σκηνοθετών: το O! Dremland του Άντερσον, Mama don’t allow των Κάρελ Ράιζ και Τόνι Ρίτσαρντσον και Together της Λορέντσα Ματσέτι. Όλοι αυτοί θα γυρίσουν σημαντικές ταινίες στη διάρκεια των επόμενων ετών, στις οποίες σημαντικό ρόλο παίζει η εμφάνιση ηθοποιών. Ταινίες όπως τα Μπίλι ο Ψεύτης (1963) του Τζον Σλέσιντζερ και Εάν του Τόνι Άντερσον αποτελούν σημαντικά δείγματα του αγγλικού σινεμά της περιόδου του 1960.

Έχοντας αυτοεξοριστεί από το Χόλιγουντ, ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ γυρίζει ταινίες στην Αγγλία (Sos Πεντάγωνο καλεί Μόσχα 1963, Η Οδύσσεια του Διαστήματος 1968, Το Κουρδιστό Πορτοκάλι 1971), ενώ και η βρετανική περίοδος του Τζόζεφ Λόουζι παρουσιάζει ενδιαφέρον με ταινίες όπως Ο υπηρέτης (1963), Το μεγάλο μυστικό της (1969). Στο ψυχαγωγικό σινεμά, την εμφάνισή του κάνει τη δεκαετία του 1960 ένας από τους γνωστότερους κινηματογραφικούς ήρωες: ο Τζέιμς Μποντ, ο πράκτορας που ζει περιπέτειες σε κοσμοπολίτικα μέρη, γνωρίζει όμορφες γυναίκες και πίνει το μαρτίνι του «shaken, not stirred».

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι τρομεροί Monty Python κατακτούν το βρετανικό σινεμά, ενώ την περίοδο της Θάτσερ, το αγγλικό σινεμά φθίνει. Η ανάκαμψή του θα έρθει τη δεκαετία του 1980 με εμφάνιση σκηνοθετών όπως ο Στίβεν Φρίαρς και θα συνεχιστεί μέχρι σήμερα, καθώς μία σειρά σπουδαίων και νεότερων σκηνοθετών έχουν αναλάβει τη σκυτάλη. Από το Quadrophenia (1979) του Φρανκ Ρόνταμ, μέχρι το σινεμά του Στίβεν Φρίαρς, του Κεν Λόουτς, του Μάικ Λι και του Πήτερ Γκρίναγουεϊ και από εκεί στους Ιρλανδούς Τζιμ Σέρινταν και Νιλ Τζόρνταν, το σινεμά της Γηραιάς Αλβιώνας (με τη σημαντική παρουσία του BBC και του Channel 4)δίνει σπουδαίες ταινίες. Στην πιο σύγχρονη περίοδο, ξεχωρίζουν οι ταινίες του Ντάνι Μπόιλ (Trainspotting), ενώ η παλιά φρουρά (Μάικ Λι, Κεν Λόουτς) συνεχίζουν να γυρίζουν σπουδαίες ταινίες.

Χαρακτηριστικές ταινίες: Ο Τρίτος Άνθρωπος, Τα κόκκινα παπούτσια, SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα, Εάν, Ο Λόρενς της Αραβίας, Life of Bryan, Μυστικά και Ψέμματα, Trainspotting

Ουαλία

Άλλο Αγγλία, άλλο Ουαλία. Όπως η ποδοσφαιρική ομάδα της Ουαλίας κατάφερε να περάσει στη φάση των 16, έτσι και το σινεμά της αξίζει μία ειδική αναφορά.

Η Ουαλία ήρθε σε επαφή με τον κινηματογράφο πολύ νωρίς (οι πρώτες ταινίες γυρίστηκαν το 1896) λίγο μετά την ανακάλυψη της εφεύρεσης από τους αδελφούς Λουμιέρ. Η πρώτη γνωστή ταινία που γυρίστηκε στην Ουαλία ήταν μία… βασιλική επίσκεψη στο Κάρντιφ του πρίγκιπα της Ουαλίας, μετέπειτα Εδουάρδου VII. Η ντόπια παραγωγή ξεκινά το 1898, όταν ο Άρθουρ Τσίτχαμ αρχίζει να γυρίζει βωβές ταινίες με τοπικά γεγονότα.

Ο πρώτος σημαντικός Ουαλός σκηνοθέτης ήταν ο Γουίλιαμ Χάγκαρ που γύρισε περισσότερες από 30 ταινίες μυθοπλασίας μεταξύ των ετών 1901 και 1908. Το πιο γνωστό του είναι το Desperate Poaching Affray (1903), ταινία που ξεχωρίζει για την έντασή της και πολλοί θεωρούν ότι μαζί με τα A Daring Daylight Burglary του Μότορσο και The Great Train Robbery του Έντουιν Στάντον Πόρτερ έχουν επηρεάσει τις ταινίες καταδίωξης.

Και για να επιστρέψουμε στα ποδοσφαιρικά, ο παλαιότερος ποδοσφαιρικός αγώνας που διασώζεται σε φιλμ είναι ο αγώνας του 1898 μεταξύ των Blackburn Rovers και West Bromwich Albion.

Αρκετές από τις ταινίες που γυρίστηκαν τις δεκαετίες του 1910 και 1920 έχουν πια χαθεί. Μία από τις πιο γνωστές ταινίες της περιόδου είναι το A Welsh Singer (1915), μεταφορά έργου του Ουαλού συγγραφέα Αλέν Ράιν με πρωταγωνίστρια την Φλόρενς Τέρνερ και σκηνοθέτη τον Χένρι Έντουαρντς. Ο Έντουαρντς σκηνοθετεί αργότερα και το Aylwin, μία ταινία για τους τσιγγάνους και τη μυθική Ουαλία (γυρίστηκε το 1930).

Η πρώτη ταινία στα ουαλικά, το Y Chwarelwr γυρίζεται το 1935 (από τον Ίφαν αμπ Όουεν Έντουαρντς). Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι ουαλικές εκτάσεις χρησιμοποιήθηκαν για γυρίσματα ταινιών προπαγάνδας. Αν και ιδιαίτερα γνωστή ταινία της περιόδου είναι η Κοιλάδα της Κατάρας (How Green Was my Valley, 1940), με ήρωες μια οικογένεια Ουαλών ανθρακωρύχων, η ταινία είναι γυρισμένη από τον Τζον Φορντ στις ΗΠΑ, ενώ συμμετέχει μόλις ένας ουαλός ηθοποιός!

Το Blue Scar του 1949, σκηνοθετημένο από την Τζιλ Κράγκι, ασχολείται και αυτό με τους ανθρακωρύχους και δείχνει εντυπωσιακές τοποθεσίες από την Ουαλία, ενώ γνωστό είναι και το The Last Days of Dolwyn της ίδιας χρονιάς που αφορά την πλημμύρα ενός ουαλικού χωριού.

Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, δύο από τους καλύτερους ντοκιμαντερίστες της Ουαλίας κάνουν την εμφάνισή τους και επικεντρώνονται σε θέματα ουαλικά. Ο Τζακ Χάουελς και ο Τζον Όρμοντ γυρίζουν ντοκιμαντέρ όπως τα Nye! και Dylan Thomas (ο Χάουελς) και Borrowed Pasture ο Ορμοντ. Μάλιστα, το Dylan Thomas (1962) είναι η μόνη ουαλική παραγωγή που έχει κερδίσει Όσκαρ (για μικρού μήκους ντοκιμαντέρ) και έχει ως αφηγητή τον Ρίτσαρντ Μπάρτον.

Μετά τον πόλεμο το κοινωνικό σινεμά σχεδόν εξαφανίζεται και ελάχιστες καλές ταινίες γυρίζονται στην Ουαλία (ανάμεσά τους τα Tiger Bay, 1959 και Only Two Can Play, 1962). Το βασικό πρόβλημα ήταν η έλλειψη υποδομών και παραγωγών. Θα έπρεπε να φτάσουμε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στον παραγωγό/σκηνοθέτη Καρλ Φράνσις για να δούμε ένα ενδιαφέρον δείγμα σινεμά (ξεχωρίζει το Above us the Earth του 1976).

80df46844902fbded00a3fd1b51731530f5e3f74

Η απόφαση του BBC Wales και του HTV να προχωρήσουν στην παραγωγή ουαλικών προγραμμάτων είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια προσπάθεια μεταγλώττισης ταινιών στα ουαλικά, μία προσπάθεια που εγκαταλείφθηκε νωρίς.

Το ουαλικό κανάλι S4C προχώρησε στην παραγωγή ουαλικών ταινιών, ανάμεσά τους το Boy Soldier (1986) και το  Rhosyn a Rhith (1986), ταινίες που συνέδραμαν στην εμφάνιση και ενίσχυση ταλαντούχων δημιουργών στο ουαλικό σινεμά (όπως οι Ένταφ Εμλιν, Μαρκ Έβανς και Στίβεν Μπέιλι). Το Un Nos Ola Leuad του Έμλιν θεωρείται μία από τις καλύτερες ουαλικές ταινίες.

Στις αρχές του 1990 βγαίνει στις αίθουσες το σε ουαλική γλώσσα Hedd Wyn, το οποίο ήταν μάλιστα υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (αλλά δεν κατάφερε να αποκτήσει διανομέα στη Βρετανία).

hedd-wyn

Ταινίες όπως τα House of America, Twin Town και Human Traffic (1999) ξεχώρισαν τη δεκαετία του ’90, ενώ το 2000 βγήκε στις αίθουσες το Solomon & Gaenor  που απέσπασε και αυτό υποψηφιότητα για Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας.

Ο 21ος αιώνας έχει φέρει ποικιλία ειδών στο ουαλικό σινεμά (κωμωδίες και θρίλερ), ενώ γνωστοί σκηνοθέτες γεννημένοι στην Ουαλία είναι ο Πίτερ Γκριναγουέι και ο Ρίτσαρντ Μαρκουάντ (Return of the Jedi).

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *