Κανένα δίχτυ για τη λεοπάρδαλη
Το μέγιστο πλεονέκτημα και ταυτόχρονα βάρος, της κινηματογρ.μεταφοράς κλασικών έργων της λογοτεχνίας είναι ότι έχεις στα χέρια σου εγγυημένα σπουδαίο υλικό για να βασιστείς και να “χτίσεις” τη δημιουργία σου. Αν είσαι και άνθρωπος μ’ ευαισθησία όρασης δε και αντίληψης, καλαισθησία και αγάπη για το αντικείμενό σου, τότε φτιάχνεις αριστουργήματα που αναζωογονούν το πρωτογενές υλικό μεν, τοποθετούν το πόνημά σου στη λίστα με τα must-see δε.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει με την ταινία του Δανού Thomas Vinterberg FAR FROM THE MADDING CROWD που βασίζεται στην ομότιτλη μυθιστορηματάρα του αγαπημένου Thomas Hardy (το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1874, 4 χρόνια μετά από τη χρονιά που υποτίθεται πως αναπτύσσεται η ιστορία που αφηγείται, η δράση τοποθετείται στο Ντόρσετ, γενέτειρα του Hardy και με κυρίαρχο ρόλο στα μυθιστορήματά του). Ο Vinterberg, παρόλο που είχε να συναγωνιστεί την προγενέστερη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη, απ’τον John Schlesinger στα 1967 και το θρυλικό ζευγάρι των πρωταγωνιστών: Julie Christie-Terence Stamp στις μεγάλες τους ομορφιές, δεν φαίνεται να φοβήθηκε τη σύγκριση και παρέδωσε μία πανέμορφη ταινία (τα πλάνα θυμίζουν πίνακες των J.E.Millais και E.B.Leighton) με εξαιρετικές ερμηνείες, επική μουσική δια χειρός Craig Armstrong και καταπληκτική φωτογραφία (τα εύσημα πρέπει ν’αποδοθούν στην Charlotte Bruus Christensen και στο φοβερό τοπίο του Ντόρσετ με το υπέροχο φως, όπου έγιναν τα γυρίσματα). Ο ένας Τhomas διασκεύασε λοιπόν τον άλλο, και το αποτέλεσμα αποζημιώνει ασχέτως αν έχει κανείς διαβάσει το μυθιστόρημα ή έχει δεί την προγενέστερη ταινία.
Προσωπικά δεν έχω αξιωθεί ακόμα να κάνω τίποτα απ’τα δύο, οπότε μπορώ ανεπηρέαστη να θαυμάσω και να επαινέσω τη δουλειά του αγαπημένου Δανού. Αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ η ταινία του Schlesinger έδινε μεγαλύτερη σημασία στη σχέση Μπάθσιμπα- Τρόι (ο ένας εκ των 3 μνηστήρων που διεκδικούν την καρδιά της), η ταινία του Vinterberg- ορθά πιστεύω- δίνει βάρος (και καθιστά υπόρρητο άξονά της) στη δύσκολη και τόσο γοητευτική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ Μπάθσιμπα και του αγρότη Γκάμπριελ Όουκ.
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Carey Mulligan – Matthias Schoenaerts είναι απερίφραστα γαμάτο, ενταγμένο πλήρως στους ρόλους, πανέμορφο, με φοβερό δέσιμο και εκπληκτική απόδοση των συναισθημάτων, ακόμα και με μόνο δηλωτικό τις εκφράσεις των προσώπων τους-ικανότητα των καλών ηθοποιών. Η Mulligan, την οποία ποτέ δεν είχα σε μεγάλη εκτίμηση χωρίς να παραβλέπω την αξιοσύνη της, εδώ είναι εξαίρετη, μία πανέμορφη, ανεξάρτητη, καλλιεργημένη και δυναμική Μπάθσιμπα Έβερντιν, μοναδική κληρονόμος μιάς μεγάλης φάρμας και με καμία διάθεση να γίνει “ιδιοκτησία κάποιου άνδρα” μέσω του γάμου. Χωρίς δυστυχώς να έχω υπόψη μου το βιβλίο, άρα και το πως παρουσιάζει το στάτους της γυναίκας ο Ηardy, είναι σημαντικό πως στην ταινία διαφαίνεται, σκιαγραφείται η εντελώς μειονεκτική θέση των γυναικών στα 1870 στην Αγγλία- θυμίζω πως είχαν ήδη δημοσιευθεί τα βιβλία του John Stuart Mill, Η Υποταγή των Γυναικών και Περί Ελευθερίας – για τους απύθμενα φαλλοκράτες συντοπίτες της η Μπάθσιμπα είναι απλώς γυναίκα, δηλαδή ένα πλάσμα εξ ορισμού ανίκανο,και νομικώς ανίκανο, αναξιόπιστο και αδύναμο που χρειάζεται διά βίου επιτήρηση και προστασία, κάτι το οποίο δεν ισχύει για τη συγκεκριμένη κληρονόμο (χαρακτηριστική είναι η σκηνή στο χρηματιστήριο και στο σπίτι της όπου καθιστά σαφές στο πολυάριθμο προσωπικό της ποιός είναι πλέον τ’ αφεντικό τους- “It is my intention to astonish you all” λέει στους σοκαρισμένους χωριάτες η Μπάθσιμπα και είναι βέβαιο ότι το εννοεί). Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον πάντως ότι και οι 3 άνδρες που διαγκωνίζονται για την καρδιά της (και την περιουσία της βεβαίως), παρά τις αρετές/δεξιότητες/χάρες που έχουν να επιδείξουν και που ερεθίζουν διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς της, δεν φαίνεται να μη συμμερίζονται τις υποτιμητικές απόψεις των υπολοίπων για τη γυναίκα γενικώς. Και οι τρεις εκφράζουν συγκαλυμμένο πατερναλισμό και προστατευτικότητα έναντι της Μπάθσιμπα (η σκηνή όπου ο Μπόλντγουντ της προτείνει έναν οικονομικό διακανονισμό προς όφελός της υποτίθεται και ανεπαίσθητα μοιάζει να την παγιδεύει συναισθηματικά, είναι κορυφαία και ταιριάζει με την περιγραφή caged leopard που επιφυλάσσει ο Ηardy για την ηρωίδα του, στο βιβλίο). Η Mulligan ΕΙΝΑΙ θα έλεγα, η Μπάθσιμπα, αποδίδει πολύ πετυχημένα το πάθος, τις αντιφάσεις και την κρυφή απελπισία (ή αγανάκτηση για ενδεχόμενο εγκλωβισμό της σε κάτι που δεν επιθυμεί) αυτής της πανέμορφης, νέας γυναίκας, που έχει άποψη και αποφασιστικότητα αν όχι σχετικά με το τί θέλει, σίγουρα σχετικά με το τί ΔΕΝ θέλει να κάνει: “Δεν έχω ανάγκη από σύζυγο” λέει ευγενικά στον γοητευτικό και έντιμο Γκάμπριελ Όουκ (υπέροχος ο Schoenaerts) ο οποίος της κάνει ευθέως πρόταση γάμου. Και δεν είναι ο μόνος.
Εκτός του υπέροχου δίδυμου που φορτίζει μοναδικά όλη την ταινία, οι δύο ηθοποιοί που υποδύονται τους ανταγωνιστές του Γκάμπριελ, είναι εξίσου απολαυστικοί.
Ο Michael Sheen μας χαρίζει έναν εξαίρετο Γουίλιαμ Μπόλντγουντ- ο πλούσιος κτηματίας , γείτονας της Μπάθσιμπα που την ερωτεύεται τρελά και της αφοσιώνεται χωρίς ελπίδα… και ο νεαρός επιπόλαιος, ερωτύλος , εγωπαθής και φιλοχρήματος (ή ακόμα χειρότερα , προικοθήρας; ) λοχίας Φράνσις Τρόϊ (τον υποδύεται πολύ πειστικά ο Tom Sturridge ,νομίζω όμως ότι ο Stamp στον ίδιο ρόλο τον συντρίβει ), ο οποίος κερδίζει μεν τη θέση στο κλινάρι της Μπάθσιμπα αλλά με τραγικά αποτελέσματα. Οι ερμηνείες της τετράδας είναι θαυμάσιες, αλλά κυρίως της τριάδας Mulligan- Schoenaerts- Sheen μεταδίδουν όλη την άφατη θλίψη, προσμονή και απελπισία που διαποτίζει τη σχέση Μπάθσιμπα-Γκάμπριελ Όουκ και Μπάθσιμπα- Μπόλντγουντ (η σκηνή όπου ο Μπόλντγουντ κανει πρόταση γάμου στην Μπάθσιμπα είναι φοβερή , ο Sheen δίνει ρεσιτάλ όπως και στη σκηνή όπου ο ίδιος εξομολογείται το μαράζι του στον σεμνό Γκάμπριελ , “καταλαβαινόμαστε… έτσι; ” τον ρωτάει με σπαραγμό ο πλούσιος και τραγικά μόνος κτηματίας ).
Είναι υπέροχη η ταινία του Vinterberg , με πλούσια extras στο dvd, για όποιον θέλει – χωρίς να έχει διαβάσει το βιβλίο- να εντρυφήσει στους 4 βασικούς χαρακτήρες. Ο σκηνοθέτης λέει χαρακτηριστικά πως στα γυρίσματα οι ηθοποιοί κρατούσαν το βιβλίο στο ένα χέρι και το σενάριο στο άλλο (το οποίο βεβαίως και έχει παραλείψει αρκετά , αλλιώς η ταινία θα διαρκούσε 6 ώρες).
Η “παγιδευμένη λεοπάρδαλη” (caged leopard ) όπως περιγράφει ο Hardy την ηρωίδα του , ενσαρκωμένη απ΄την πολύ καλή Mulligan (αλλά και απ ΄την Julie Christie παλιότερα) στέκεται επάξια δίπλα σε άλλες θαυμάσιες γυναίκες της παγκόσμιας λογοτεχνίας που απλώς αρνούνται να υποταχτούν στη “μοίρα” του φύλου τους, γιατί ακριβώς πιστεύουν ότι “η ανατομία δεν είναι μοίρα”. Η Mulligan μ’αυτόν το ρόλο πρέπει να έκανε καλή “προπόνηση” για τον μεταγενέστερο της σουφραζέτας που θ’ απολαύσουμε μέσα στον Οκτώβριο, και ο Vinterberg μου δημιούργησε υψηλές προσδοκίες για τυχόν μεταφορά στο σινεμά κι άλλου μυθιστορήματος του Hardy- θα ήθελα πάρα πολύ να δω απ ΄τα χεράκια του το Ο Δήμαρχος Του Κάστερμπριτζ.
Να σημειώσω επίσης τόν αξιολάτρευτο σκυλάκο Sparkey που “υποδύεται” τον Γέρο Τζωρτζ -τσοπανόσκυλο στην υπηρεσία του ωραίου Γκάμπριελ.
Ο Vinterberg δήλωσε πως επιθυμοούσε η ιστορία της Μπάθσιμπα και του Γκάμπριελ να έχει αίσιο τέλος, να μεταδοθεί αυτή η ανακούφιση στον θεατή. Το φινάλε της ταινίας όντως αποζημιώνει (αυτή η αξιοζήλευτη σχέση έπρεπε να δικαιωθεί), όσο μας αποζημιώνει η συντροφικότητα για την απώλεια της ησυχίας μας…
I’am from Greece.
Λατρεύω τον δραματικό Tomas Hardy, η δουλειά του Δανού Thomas Vinterberg ήταν εκπληκτική και το cast αντάξιο των προσδοκιών μου.
Είδα πολύ πρόσφατα την ταινία και όταν διάβασα τυχαία και άρθρο σας, ένιωθα σαν να την ξανάβλεπα.
Elli, ευχαριστώ για το χρόνο που αφιέρωσες για να το διαβάσεις. Κι εγω τον αγαπώ και ξετρελαθηκα με την ταινία. Νομίζω φαίνεται. 😉