ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

Filmarchiv Austria: Clinch του John Cook, Νοσταλγώντας τα νιάτα

Ανταπόκριση από το Filmarchiv Austria
Austrian auteurs της δεκαετίας του 70:
M.G.Vagenas

Η ρετροσπεκτιβα “Austrian auteurs της δεκαετίας του’70”, που επιμελήθηκε ο Florian Widegger, διευθυντής προγραμματισμού του Metro Kulturhaus, αποτελεί μέρος της παραδοσιακής συνεργασίας μεταξύ της Viennale και του Filmarchiv Austria.

Η δεκαετία του 1970 αποτελεί μια ιδιαίτερη, μεταβατική περίοδο στην ιστορία του αυστριακού κινηματογράφου, κάπου μεταξύ την μεταπολεμική και την σύγχρονη εποχή του.

Ενώ μετα τον πόλεμο κυριαρχούσε ένας, επι το πλείστων, ελαφρός, εμπορικός κινηματογράφος φτιαγμένος κυρίως για μπορεί να εξάγεται εύκολα στην Γερμάνια, η σύγχρονη εποχή του, από το 1980 και μετα, χαρακτηρίζεται από την διεκδίκηση της εθνικής ταυτότητας και καταπιάνεται τολμηρά με θέματα και ταμπού της τοπικής κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτής της εξέλιξής το 1980 υπήρξε μια χρονιά ορόσημο γιατί τότε, και για πρώτη φορά, θεσμοθετήθηκε ένα κρατικό ταμείο για τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής που επέτρεψε στον αυστριακό κινηματογράφο να αναπτυχθεί πέρα από μια εμπορική λογική.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του εβδομήντα οι Αυστριακοί σεναριογράφοι-σκηνοθέτες είχαν μόνο μηδαμινές κρατικές χρηματοδοτήσεις στην διάθεση τους όμως αυτές οι, φαινομενικά, αντίξοες συνθήκες αντί να τους σταθούν εμπόδιο πυροδοτήσαν την δημιουργικότητα τους και τους επέτρεψαν να κτίσουν με πλήρη ελευθέρια και ανεξαρτησία τα έργα που οραματιζόντουσαν.

Οι ταινίες των Herbert Holba, Wilhelm Pellert, Mansour Madavi, John Cook, Αntoni Lepenioti ή της Angela Summereder στήθηκαν με ελάχιστους πόρους, πολύ δουλεία και μεγάλη αυταπάρνηση. Αισθητικά ιδιαίτερα ευρηματικές και καινοτόμες, όλες οι δημιουργίες αυτών σκηνοθετών προσεγγίζουν την πολίτικο-κοινωνική πραγματικότητα με ένα κριτικό με σκωπτικό πνεύμα.

Αν και στιλιστικά πολύ διαφορετικές μετάξι τους- στοιχεία ντοκιμαντέρ εναλλάσσονται με θεατρικά στιγμιότυπα και ψυχεδελικά οράματα με ρεαλιστικές απεικονίσεις της πραγματικότητας– όλες αυτές οι ταινίες διατρέχονται από ένα κοινό πνεύμα ανθρωπισμού. Αντλώντας την έμπνευση τους από το θέατρο, τη φωτογραφία, τη μουσική ή τη λογοτεχνία, οι σκηνοθέτες-συγγραφείς αυτής της δεκαετίας πήγανε ενάντια στο κατεστημένο. Όμως από τη στιγμή που τέθηκε σε ισχύ η κρατική χρηματοδότηση η πλειοψηφία αυτών των σκηνοθετών δεν μπόρεσε πλέον να βρει στις νέες, πιο δομημένες συνθήκες παραγωγής ένα έδαφος κατάλληλο για να μπορέσει να δημιουργήσει. Ένας μετα των άλλον ακολούθησαν άλλους δρόμους και πολλοί από αυτούς ξεχάστηκαν εντελώς με τον καιρό.

Το Clinch (1978) του John Cook μάς προσφέρει ένα από τα πιο λεπτά και οξυδερκή πορτρέτα της εργατικής τάξης στην Βιέννη της δεκαετίας του 1970. Η ταινία ακολουθεί τα βήματα του Hermann Holub, ενός νεαρού εργάτη, κατά τη διάρκεια ενός ατέλειωτου καλοκαιριού στο οποίο θα αφήσει πίσω του για πάντα την ανεμελιά της νιότης. Γυρισμένο σε 16 χιλιοστά με εκπληκτική ρευστότητα και ένα ρεαλιστικό, φαινομενικά ανεπιτήδευτο ύφος, το Clintch είναι ένα πραγματικό διαμάντι, μια ταινία που ξεχωρίζει εντελώς από τον mainstream κινηματογράφο της εποχής εκείνης.

Ο John Cook, καλλιτέχνης καναδικής καταγωγής (1935-2001), αφού έγινε γνωστός σαν φωτογράφος μόδας στο Παρίσι αποφάσισε, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, να αλλάξει πορεία και να ακολουθήσει την τότε σύντροφό του, το αυστριακό μοντέλο και νυν φωτογράφο Έlfi Semotan, στην πατρίδα της. Η ευκολία με την οποία ο Cook απορρόφησε τη βιεννέζικη ατμόσφαιρα τον οδήγησε στην δημιουργία μιας μικρής αλλά σημαντικής σειράς ταινιών για τις οποίες θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους “αυστριακούς” σκηνοθέτες της δεκαετίας του 1970. Το Clintch είναι η τρίτη του ταινία.

Η ιστορία, βασισμένη στο μυθιστόρημα Das Froschfest του Helmut Zenker, ξετυλίγεται σαν ένα κινηματογραφημένο ημερολόγιο της ζωής του Hermann. Εργάτης στους δημόσιους κήπους της Βιέννης ο Hermann τα πηγαίνει πολύ καλά με τους συναδέλφους του μέχρι που ανακαλύπτει ότι η εκλογή του νέου συνδικαλιστικού εκπροσώπου της ομάδας χειραγωγείται από το αφεντικό. Εξοργισμένος από αυτή την αδικία, παραιτείται με την μια και φεύγει. Αυτό το συμβάν σηματοδοτεί την αρχή των περιπετειών του κατά τη διάρκεια των οποίων θα βιώσει διάφορες καταστάσεις και θα συναντήσει μια σειρά ξεχωριστών χαρακτήρων. Θα τον δούμε να περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους της Βιέννης, να κάνει ερώτα με την κοπέλα του, να επισκέπτεται έναν φίλο διανοούμενο, να τα πίνει σε μια ταβέρνα και να αναζητάει παρηγοριά σε μια πόρνη. Πλέων άνεργος θα επιστρέψει στο πατρικό του, θα τσακωθεί με τον αδελφό του και θα καταλήξει άδικα για λίγο στη φυλακή. Βγαίνοντας όμως ο Hermann είναι πια αποφασισμένος να βάλει κάποια τάξη στο χάος της ζωής του.

Αυτή είναι, χοντρικά, η πλοκής της ταινίας, η περιγραφή της όμως μας λέει ελάχιστα για την ουσία της που θα αναζητήσουμε κυρίως στην νοσταλγική της ατμόσφαιρα, το γεμάτο γεμάτο θλίψη και αυτοσαρκασμό ύφος της, στην ανθρωπιά των πρωταγωνιστών της. Ο Cook ξέρει να απεικονίζει τους χαρακτήρες του με ζωντάνια και αμεσότητα, να κατασκευάζει αληθοφανείς διαλόγους, να σκηνοθετεί καταστάσεις και ανθρώπινες σχέσεις χωρίς να κρίνει ποτέ κανέναν. Αν και βασίζεται σε ένα ολοκληρωμένο σενάριο, η ταινία μοιάζει πολύ με ντοκιμαντέρ: η κάμερα κινείται με απόλυτη ελευθέρια, ο ήχος έχει ηχογραφηθεί στο γύρισμα, δεν υπάρχει προσθετή μουσική υπόκρουση και οι ερμηνείες είναι ρεαλιστικές και ανεπιτήδευτες. Σε αυτή την ταινία ο John Cook αναθέτει την αναπαράστασή των διαφόρων προσώπων σε ένα καστ από μη επαγγελματίες ηθοποιούς με εκπληκτικά αποτελέσματα.

Η επιλογή του Hermann Jurasek στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Hermann Holuba είναι καθοριστική μια και το Clintch χτίζεται εξ ολοκλήρου γύρω από το πρόσωπό του, το σώμα του, το είναι του. Ο λεπτοκαμωμένος εικοσάρης Hermann μοιάζει ακόμα έφηβος. Ξανθά, ατημέλητα μαλλιά και ένα πυκνό μουστάκι πλαισιώνουν το πρόσωπο του που σπάνια φωτίζεται από ένα χαμόγελο. Όμως αυτή η απροσδιόριστη θλίψη του, η πυγαία ανεμελιά του και μια γερή δόση αυτοσαρκασμού μας κάνουν να τον συμπαθήσουμε από την πρώτη κιόλας στιγμή. Η κάμερα τον ακολουθεί βήμα προς βήμα εναλλάσσοντας κοντινά πλάνα του προσώπου του με μεγαλοπρεπείς εικόνες της πόλης.

Χαμένος στη ρουτίνα μιας καθημερινότητας στην οποία υποκύπτει περισσότερο από αδράνεια παρά από πεποίθηση, αποπροσανατολισμένος και άβουλος ο Hermann περιπλανιέται άσκοπα και αφήνεται να τον παρασύρει η ροή των γεγονότων. Ανάμεσα στις πολλές κατακτήσεις του, η Vera, την οποία υποδύεται με φινέτσα η Christa Schubert, φαίνεται να είναι ένα σημείο αναφοράς, το λιμάνι στο οποίο ο νέος επιστρέφει μετά από κάθε κακοτοπιά.

Με λίγες μόνο πινελιές, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να δημιουργήσει μια ολόκληρη γκαλερί αξιομνημόνευτων χαρακτήρων γύρω από τον Hermann: η Vera, η οικογένειά του, ένας φίλος του που είναι κριτικός λογοτεχνίας και οι συνάδελφοί του στη δουλειά μετατρέπονται σε μια σειρά ολοζώντανα αυθεντικά πορτρέτα.

Οι συναντήσεις του Χέρμαν με τον Ehrlich, έναν παλιό γείτονα που έγινε εν το μεταξύ «στρατευμένος» ποιητής του προλεταριάτου, είναι ένα αυθεντικό κομμάτια ανθολογίας, όχι μόνο για τους πανέξυπνους, ξεκαρδιστικούς διαλόγους, αλλά και επειδή τον Ehrlich υποδύεται ο Franz Schuh, σήμερα ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς λογοτεχνίας της χώρας. Ο Cook προσεγγίζει τον κόσμο του προλεταριάτου και της βιεννέζικης μικροαστικής τάξης χωρίς ηθικά διδάγματα: ακόμη και όταν οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σκληρές και οδυνηρές, οι πρωταγωνιστές του του δεν χάνουν ποτέ την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά τους. Στο τέλος ο Χέρμαν δεν υποκύπτει στις προσδοκίες της κοινωνίας, απλά βρίσκει το δρόμο του και χαράζει μια ευτυχία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του. Σιγά, σιγά η ζωή του παίρνει μορφή και νόημα και μια καλοκαιρινή μέρα προτείνει στη Βέρα να γίνει γυναίκα του.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *