ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Ξενοδοχείο Grand Budapest

Ο Γουές Άντερσον συνδυάζει τη νοσταλγία για την κοσμοπολίτικη Ευρώπη, την Ευρώπη της καλής ζωής, των ταξιδιών με το τρένο, των σπουδαίων πολυτελών ξενοδοχείων, με την περιπέτεια ενός κλασικού κυνηγητού στα ίχνη του Ροζ Πάνθηρα. Και στην πορεία κάνει ένα πολύ διασκεδαστικό σχόλιο για την άνοδο του φασισμού.

Ο Γκουστάβ Χ. είναι κονσιέρζ στο ξενοδοχείο Grand Budapest. Αρέσκεται να κάνει «παρέα» σε μοναχικές ηλικιωμένες κυρίες και διδάσκει τις σοφίες της ζωής στον προστατευόμενο του, το lobby boy Ζερό. Όταν η αγαπημένη του πελάτισσα πεθαίνει και του αφήνει κληρονομιά έναν ανεκτίμητο πίνακα, ο αδίστακτος γιος της και ο ακόμα πιο αδίστακτος μπράβος του, θα κυνηγήσουν ανελέητα τον Γκουστάβ και τον Ζερό. Όλα αυτά τη στιγμή που μία νέα στρατιωτική –και ρατσιστική- δύναμη κάνει την εμφάνιση της στην Ευρώπη: οι Ζιγκ Ζαγκ.

Υπάρχουν σκηνοθέτες που κάνουν πάντα «σοβαρές» ταινίες, σκοτεινές. Ευτυχώς για μας ο Γουές Άντερσον κάνει ταινίες πολύχρωμες, γεμάτες μουσική, απίστευτη σκηνογραφία, παραδοξότητες. Έχει φανατικούς θαυμαστές και σε αυτούς συγκαταλέγονται και πολλοί διάσημοι ηθοποιοί. Ίσως είναι –μαζί με τον Γούντι Άλεν- ο μοναδικός που θα μπορούσε να πείσει σπουδαίους ερμηνευτές να παίξουν μικρούς ρόλους στις ταινίες του, απλά για να αποτελέσουν μέρος του σύμπαντος που έχει εμπνευστεί. Έτσι έχουμε εκτός από τον Ρέιφ Φάινς και τους: Έντουαρντ Νόρτον, Τζουντ Λο, Άντριεν Μπρόντι, Μπιλ Μάρεϊ, Όουεν Γουίλσον, Σοίρς Ρόναν, Τίλντα Σουίντον, Γουίλιεμ Νταφόε (μερικά ονόματα ανάμεσα σε άλλα).

Ο Γκουστάβ Χ. παίρνει και αυτός τη θέση που του αξίζει στο πάνθεον των ηρώων του Αντερσον, δίπλα στον Στιβ Ζισού, τον Μαξ, τον κύριο Φοξ, τα μέλη της οικογένειας Τενενμπάουμ και τους Σαμ και Σούζι του Moonrise Kingdom.

Η ταινία έχει την τύχη να διαθέτει υπέροχες ερμηνείες, κυρίως από τους δύο πρωταγωνιστές: τον Ρέιφ Φάινς και τον Τόνι Ρεβολόρι. Ο Φάινς ενσαρκώνει απίστευτα τον ευγενικό, παράξενο Γκουστάβ, ο οποίος αποτελεί κομμάτι ενός κόσμου που μοιάζει να χάνεται με ραγδαίους ρυθμούς.

Η ταινία είναι η χαρά του σκηνογράφου: πλάνα απίστευτα στιλιζαρισμένα, σαν κινούμενοι πίνακες, περνούν μπροστά από τα μάτια του θεατή, αφήνοντάς τον με ανοιχτό το στόμα για τα όσα θαυμαστά συμβαίνουν επί της οθόνης.

To Ξενοδοχείο δεν διστάζει να μπλέξει κινηματογραφικά είδη και αναφορές, να γίνει κωμωδία καταδίωξης, να κάνει αναφορά στο μπαρόκ και στη ζωγραφική, να βασιστεί στη λογοτεχνία του Στέφαν Τσβάιχ και να διατηρήσει την τρυφερότητα του στο έπακρο. Την ίδια στιγμή, διέπεται από έναν μελαγχολικό τόνο, αναφορά στην άνοδο του φασισμού και στο τέλος μιας Ευρώπης που ήθελε τα σύνορα ανοιχτά. Ο Γουές Άντερσον δεν προκαλεί κατάθλιψη στον θεατή. Δεν θα μπορούσε και να ήθελε, αν σκεφτεί κανείς πως οι ταινίες του έχουν μεγάλη καρδιά. Συνεχίζει να κάνει το σινεμά που ξέρει, γεμάτο παστέλ ονειροφαντασίες και αλλόκοτους –αλλά υπέροχους- ήρωες.

Τελικά να το δω;

Οπωσδήποτε! Η πιο απολαυστική ταινία που έχουμε δει εδώ και καιρό!

Διαβάστε επίσης: Δέκα μαγικές στιγμές της φιλμογραφίας του Γουές Άντερσον
Γνωρίστε τους ενοίκους του Grand Budapest

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *