ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Hands Of Stone

3popcorn

Η ιστορία του Ρομπέρτο Ντουράν από το 1964 ως και το 1983, που εστιάζει στα παιδικά του χρόνια στον Παναμά, στην σχέση του με τον θρυλικό προπονητή Ρέι Αρσέλ αλλά και στην κόντρα του με τον Σούγκαρ Ρέιλ Λέοναρντ.

Ένα μικρό αγόρι το σκάει μέσα από τα γεγονότα του 1964 για την διεκδίκηση της Διώρυγας του Παναμά από τους Αμερικάνους και φέρνει αβοκάντο στην μητέρα του και στα αδέλφια του για φαγητό. Το αγόρι συνεχίζει να τρέχει και ανακαλύπτει ότι το όνειρο του είναι να ασχοληθεί με το μποξ. Και ενώ το αγόρι μεγαλώνει, ερωτεύεται μια ευκατάστατη κοπέλα και το ταλέντο του γίνεται αντιληπτό από τον προπονητή Αρσέλ, που προπονεί τους καλύτερους στο άθλημα. Η ζωή του αλλάζει και τίποτα πια δεν μοιάζει αδύνατο για τον Ντουράν.

HANDS OF STONE

Η κινηματογραφική μεταφορά της βιογραφίας ενός θρύλου είναι μια δύσκολη υπόθεση, ειδικά στην προκειμένη περίπτωση που έχουμε δύο θρύλους μαζί με τον Αρσέλ. Ο Τζόναθαν Γιακούμποβιτς αναλαμβάνει να καθοδηγήσει σκηνοθετικά τον Έντγκαρ Ραμίρεζ και τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο  στους ρόλους του Ντουράν και Αρσέλ, αντίστοιχα.

Η προσωπικότητα του Ντουράν είναι εκρηκτική και γεμάτη πάθος για την νίκη, τον έρωτα αλλά και την δικαίωση της πατρίδας του. Η σύγκρουση που προκάλεσε με τον επίσης πρωταθλητή Λέοναρντ, τον οδήγησε στην απόκτηση του πολυπόθητου τίτλου του πρωταθλητή. Μήνες όμως αργότερα σ’ ένα παιχνίδι ρεβάνς, στο οποίο ο Ντουράν παγιδεύτηκε από τους μάνατζερ των αγώνων, εγκαταλείπει κατά την διάρκεια του αγώνα κάνοντας νόημα «no más» (=όχι άλλο, μια φράση που ακόμα και σήμερα ο ίδιος δεν παραδέχεται ότι είπε). Η σοκαριστική αυτή κίνηση για τους υποστηρικτές του αθλήματος του κόστισε την δόξα και τον θαυμασμό που είχε καταφέρει να χτίσει γύρω από το όνομα του. Ο Ντουράν όμως επανέρχεται και διεκδικεί ξανά όλα όσα στέρησε ο ίδιος στον εαυτό του.

HANDS OF STONE

Ο Έντγκαρ Ραμίρεζ καταφέρνει να δώσει την ανθρώπινη χροιά που απαιτείται σε κάθε κινηματογραφική βιογραφία που σέβεται τον εαυτό της. Ο Ντουράν δεν είναι ένα αγρίμι που δεν σέβεται τίποτα, αντίθετα είναι ευαίσθητος, αυθόρμητος και πολύ νευρικός, τόσο ώστε να παρεκτρέπεται εύκολα όχι όμως χωρίς να το μετανιώνει μετά. Στον αντίποδα, ο Αρσέλ του Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Η ήρεμη δύναμη που δεν προσπαθεί να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, το μόνο που θέλει είναι το καλύτερο δυνατό για τον αθλητή που προπονεί. Δεν εκμεταλλεύεται τον Ντουράν, απλά θέλει να του δώσει όλα όσα εκείνος είναι ικανός να αποκτήσει. Ο Αρσέλ έχει την θέση του στην ταινία και η παρουσία του δεν είναι διακοσμητική. Στοιχεία από την προσωπική του ζωή δομούν τον χαρακτήρα στο σύνολο του και η μεστή ερμηνεία του Ντε Νίρο σε πείθει για την πραότητα και την εξυπνάδα ενός προπονητή που βασίζει την προπονιτική του αρχή στην στρατηγική και στο μυαλό του πυγμάχου. Στην σκηνή της συνέντευξης τύπου μετά το no más του Ντουράν, ο Ντε Νίρο δίνει μια συγκεντρωμένη ερμηνεία για τον πόνο ενός προπονητή που δεν κατάφερε να προστατέψει τον αθλητή του.  Ο Άσερ Ρέιμοντ αφήνει και πάλι το μικρόφωνο για να ερμηνεύσει τον Λέοναρντ, έναν πυγμάχο που ανήκει και αυτός στην ιστορία του αθλήματος με εντελώς διαφορετική συμπεριφορά και τεχνική από τον Ντουράν.

 HANDS OF STONE

Η δυναμική της ταινίας δεν είναι εμφανής από τα πρώτα πλάνα. Συγκεκριμένα, στην έναρξη πιθανόν να αρχίσεις να αναρωτιέσαι γιατί μπήκες στην αίθουσα. Το Hands of Stone αργεί να πάρει μπροστά. Το ατού της ταινίας εντοπίζεται στους αγώνες μποξ, όπου η χορογραφία της κάμερας και του μοντάζ  καταφέρνουν να σε βάλουν στο πνεύμα και να σου δημιουργήσουν την διάθεση να φωνάξεις και εσύ κάτι ενθαρρυντικό για τους πυγμάχους. Το μείον της ταινίας ανήκει στην σύνδεση που εναγωνίως προσπαθεί να πετύχει ανά πάσα στιγμή με τα γεγονότα της ιστορίας του Παναμά. Καταλήγει ως μια άστοχη προσπάθεια -σε κάποιες σκηνές περιορίζεται σε στιγμές κρεβατομουρμούρας, που κουράζει και αποπροσανατολίζει τον θεατή αντί να τον συντάσσει με τον εθνικό αγώνα που πηγάζει από την ψυχή του Ντουράν. Δυστυχώς. Το ότι δεν έδεσε η συνταγή της πετυχημένης ιστορίας του Ντουράν με την γεμάτη εντάσεις και αδικίες ιστορία του Παναμά είναι κάτι που δεν το καταπίνεις εύκολα. Ως αρχική πρόθεση είναι εμπνευσμένη, ως εκτέλεση δεν καταφέρνει να αφυπνίσει τον θεατή. Στο τέλος θα σου μείνει ότι ο Αρσέλ αποτέλεσε προπονητής 2.οοο αθλητών.

Όπως και να χει όμως, μια βιογραφία παραμένει μια βιογραφία. Κάποιοι από εσάς ίσως ήδη γνωρίζετε την ιστορία ενός από τους καλύτερους πυγμάχους όλων των εποχών, κάποιοι από εσάς όχι. Και για τις δύο περιπτώσεις η ταινία λειτουργεί ως υπενθύμιση στους πρώτους και ως γνώση στους δεύτερους.

Γιώτα Τσιορβά

Θυμάται τον εαυτό της να κλαίει επειδή η μαμά της δεν ήθελε να την πάει να δει το «Μπάμπι το Ελαφάκι»... Σκασίλα της για το ελαφάκι, σινεμά ήθελε να πάει… και ακόμα αυτό θέλει… να πηγαίνει σινεμά… να βλέπει ταινίες… με αδυναμία στα κινούμενα σχέδια (όσα χρόνια και αν περάσουν!) και μεγάλη της αμαρτία οι ταινίες με μεταφυσικούς πρωταγωνιστές (βαμπίρ, λυκανθρώπους, ζόμπι κτλ.). Παρ’όλα αυτά θα δει τα πάντα. Και σημαντική σημείωση: δεν έχει κοιμηθεί ποτέ σε ταινία, όσο κουρασμένη και αν είναι, όσο βαρετή και να είναι η ταινία. Αρκεί να είναι σινεμά… χόμπι, ανάγκη, εξάρτηση, έρωτας…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *