Πεινασμένες καρδιές (Hungry Hearts)
Ένας Αμερικανός γνωρίζει μία Ιταλίδα που ζει στις ΗΠΑ και ερωτεύονται. Εκείνη μένει έγκυος και αποφασίζουν να παντρευτούν. Η σύγκρουση μεταξύ τους είναι αναπόφευκτη, καθώς εκείνη επιμένει το παιδί να μεγαλώσει με «εναλλακτικό» τρόπο, χωρίς χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών και χωρίς την κατανάλωση κρέατος.
Ο ιταλός Σαβέριο Κονστάντσο μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μυθιστόρημα του Μάρκο Φραντσόζο και δείχνει πως η σχέση ενός ζευγαριού μπορεί σταδιακά να καταρρεύσει κάτω από το βάρος των εμμονών του ενός.
Πρόκειται για ένα ζήτημα επίκαιρο την εποχή της εναλλακτικής ιατρικής. Εδώ, βέβαια, βλέπουμε μία ακραία περίπτωση (η μητέρα δίνει στο παιδί ένα λάδι μετά από κάθε γεύμα κρέατος για να το… εξαγνίσει). Στο βιβλίο η μητέρα είναι πεπεισμένη ότι ο γιος της είναι ένα παιδί Ίντιγκο, ένα πλάσμα τόσο μαγικό που τίποτε μη αγνό δεν πρέπει να μπει στο σώμα του. Εδώ η ιδέα αυτή υποβαθμίζεται γρήγορα.
Ο Κονστάντσο σκηνοθετεί την ταινία συχνά ως θρίλερ. Μπορεί στην αρχή η σχέση των δύο συντρόφων να είναι τρυφερή, αλλά από την αρχή ο σκηνοθέτης μάς επισημαίνει ότι κάτι πάει στραβά. Οι δύο ήρωες γνωρίζονται εγκλωβισμένοι στα στενά όρια μιας τουαλέτας, ενώ ακόμα και στον γάμο τους το πλάνο δεν ανοίγει παρά ελάχιστα, μένοντας ασφυκτικά προσκολημμένο στους δύο βασικούς χαρακτήρες. Όταν το παιδί γεννιέται και η διαμάχη των δύο συντρόφων ξεκινά, τότε τα στοιχεία θρίλερ γίνονται πιο έντονα. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ευρυγώνιους φακούς (κυρίως στην περίπτωση όπου βλέπουμε στην οθόνη τη μητέρα), προσπαθώντας να δείξει την ψυχολογική της πίεση, αλλά και την παράνοια της κατάστασης. Πρόκειται για μία ενδιαφέρουσα ματιά, που πάντως ο Κονστάντσο δεν εξελίσσει όσο θα έπρεπε. Προσθέστε σε αυτά και μία ψυχρή περιγραφή παρόμοια με αυτή που βλέπουμε στις ταινίες του Μίκαελ Χάνεκε και έχετε συλλάβει το ύφος της ταινίας.
Κι αυτό γιατί συχνά έχεις την αίσθηση ότι αυτό το αφηγηματικό εργαλείο χρησιμοποιείται κατά βούληση για να εντυπωσιάσει περισσότερο, παρά για να πει κάτι ουσιαστικότερο για τα όσα συμβαίνουν επί της οθόνης.
Δεν βοηθάει και η αφήγηση. Από τη στιγμή που η μητέρα αποφασίζει πώς θέλει να μεγαλώσει το μωρό της και ο θεατής το μαθαίνει, βρίσκεται αντιμέτωπος με μία σειρά επαναλαμβανόμενων σκηνών: ο πατέρας προσπαθεί να ταΐσει το παιδί κρυφά, να βγει από το σπίτι, να πάει στο γιατρό. Οι εναλλαγές είναι ελάχιστες, με αποτέλεσμα ο θεατής να κουράζεται γρήγορα. Ο σκηνοθέτης σωστά δεν παίρνει θέση, αλλά δεν ξέρει και ακριβώς τι θέλει να πει. Προσθέτοντας τη σεκάνς του ονείρου είναι σαν να στέκεται αμήχανος μπροστά στους ήρωές του, χωρίς να γνωρίζει πώς να τους διαχειριστεί.
Όλες οι λάθος επιλογές από όλους τους ήρωες (όταν κάποιος έχει πρόβλημα, τον πας σε ψυχολόγο), δεν αντιδράς με τρόπο σπασμωδικό. Και φυσικά όλα λύνονται στο τέλος με τον κλασικό αμερικάνικο τρόπο.
Ευτυχώς, έχει την τύχη να συνεργάζεται με δύο εξαιρετικά ταλαντούχους ηθοποιούς. Άνταμ Ντράιβερ (ο νέος κακός του Star Wars) και η Αλμπα Ρορβάτσερ (του I Am Love) κέρδισαν βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας. Και αν η μετάλλαξη του πρώτου είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, είναι το ρεσιτάλ ερμηνείας της δεύτερης που απογειώνει την ταινία.
Τελικά να τη δω;
Διαθέτει ενδιαφέροντα στοιχεία, αλλά τελικά εγκλωβίζεται σε μία άνευ λόγου επανάληψη. Οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών είναι, πάντως, υπέροχες.
Fun trivia: Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα The Indigo Child.