Ειμαρμένη
Μια ελληνική ταινία που πέρασε λίγο απαρατήρητη μέσα από το πλούσιο πρόγραμμα του πρόσφατου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, είναι η Ειμαρμένη του Ανδρέα Μαριανού. Μάλιστα, παραλίγο να μου ξέφευγε και εμένα, αν δε συναντούσα τον ίδιο τον σκηνοθέτη που με παρακίνησε να την προσέξω και να μπώ στον παράδοξο κόσμο της. Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στις 21 Νοεμβρίου 2015, τα μεσάνυχτα (όπως άρμοζε) στον κινηματογράφο Αλκυονίς και από σήμερα, 10 Μαρτίου 2016, ξεκινά να προβάλλεται κανονικά στον κινηματογράφο Τριανόν.
Η αφαιρετική υπόθεση της ταινίας περιφέρεται γύρω από έναν ρεπόρτερ που πέφτει θύμα απάτης, ενώ αναλαμβάνει να μεταβεί σε ένα νησί για να καλύψει την υπόθεση ενός βίαιου θανάτου ενός συγγραφέα. Φτάνοντας στο νησί ανακαλύπτει ότι όλα συνδέονται κάπως με έναν αγιογράφο, τον οποίο πρόκειται άμεσα να αναγνωρίσει επίσημα η εκκλησία ως άγιο, αλλά και βαθιά θαμμένα, επικίνδυνα μυστικά του τόπου.
Ο Μαριανός ξεκινά φουριόζικα από την έντονη καθημερινότητα μας και την τρέλα της, πετώντας τα βέλη του προς κάθε κατεύθυνση δοθείσης της ευκαιρίας. Όσο κυλά η ταινία, η παραδοξολογία της εντείνεται, πραγματοποιώντας τελικά μια θεαματική μεταφυσική βουτιά, πλησιάζοντας προς την ολοκλήρωση της. Αυτό για το οποίο μπορεί κάποιοι να τον κατηγορήσουν, ίσως αποτελέσει για κάποιους άλλους το μεγαλύτερο πρωτέρημα του έργου του. Δηλαδή, ότι έχει άπειρες ιδέες και πράγματα να πει και προσπαθεί να τα χωρέσει όλα μέσα σε μια ταινία, πολλές φορές μεταπηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο και επιστρέφοντας πίσω. Οι σεναριακές εμπνεύσεις παίρνουν επιπλέον δυναμική από την πληθώρα των ηθοποιών και ανθρώπων του χώρου που πρωταγωνιστούν ή κάνουν μια μικρή εμφάνιση, ενώ η σκηνοθεσία του με την ταχύτητα της και κυνηγώντας συνεχώς το οφέλημο στο φακό του κάνουν μια μάχη με το χρόνο, που τελικά την κερδίζουν. Τα εύσημα φυσικά πρέπει να δοθούν και στο μοντάζ, για ένα τόσο απαιτητικό εγχείρημα.
Ο κεντρικός πρωταγωνιστής, Δημήτρης Μπίτος, ως ήρωας, ξεκινά φτασμένος συστημικός δημοσιογράφος και σιγά σιγά απογυμνώνεται ως χαρακτήρας μπροστά στον φακό. Αρχικά από το γάμο του, χωρίζει με την ευκατάστατη γυναίκα του, που τον πετά από το σπίτι, αργότερα του κλέβουν το αυτοκίνητο και το πορτοφόλι με την ταυτότητα του. Μέσα από αυτή την διαδικασία, χάνοντας ουσιαστικά την υπόσταση του, λίγο λίγο, ο ήρωας μένει απροστάτευτος μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα που τον περιβάλλει, αλλά πλησιάζει περισσότερο στην αυτογνωσία, σε έναν αλλόκοτο μυστικό δείπνο. Τα πρόσωπα που τον περιβάλλουν είναι όλα ντυμένα με ατάκες, κουβαλώντας τις προσωπικές σκέψεις σκηνοθέτη. Τα πολλά παράλληλα δρώμενα, πολλές φορές αφήνουν προσωρινά τον κεντρικό ήρωα στο περιθώριο, για να τον ξαναβρούμε όλο και περισσότερο πνιγμένο, στον ίλιγγο της καθολικής του κατάβασης. Το αποτέλεσμα είναι μια σουρεαλιστική κωμωδία καταστάσεων που θα φέρει στο μυαλό παλαιότερες καλές στιγμές του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου (όπως το Πάνω Κάτω και Πλαγίως).
Αξίζουν πάνω από όλα συγχαρητήρια στον σκηνοθέτη για το πείσμα και την αφοσίωση του στην ταινία, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως και «καταραμένη» με την πληθώρα προβλημάτων που προέκυψαν στην πορεία, ανάμεσα τους και ο αιφνίδιος θάνατος του Βασίλη Τσιπίδη. Με την πρώτη έμπνευση, τη γέννηση της ιδέας να έρχεται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της μικρού μήκους ταινίας του Διαβόλου Κάλτσα, κατάφερε τελικά μετά από κοντά 35 χρόνια παρουσίας στο χώρο να παρουσιάσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του μυθοπλασίας. Αυτό από μόνο του είναι άθλος, όμως και το αποτέλεσμα είναι μια αξιοπρεπέστατη κωμωδία, παλαιότερης κοπής στο ύφος, αλλά σύγχρονης θεματολογίας, που με λίγο περισσότερη προσοχή στη φωτογραφία της, θα μπορούσε να είχε
Τελικά να τη δω;
Μια βαθύτατα σατιρική κωμωδία, με ταχύτατο ρυθμό, μεγάλη δόση τρέλας βγαλμένης από την καθημερινότητα και έντονους προβληματισμούς προς πολλές κατευθύνσεις, ίσως δεν είναι μια ταινία για όλους, αν όμως σας κινήσει την περιέργεια και την εμπιστευτείτε θα σας ανταμείψει απλόχερα με ωμή διασκέδαση.
Fun Trivia: Στο πλούσιο soundtrack της ταινίας, βρίσκουμε μεταξύ άλλων, τους συχνούς συνεργάτες του σκηνοθέτη, Βασίλη και Αλέκο Βασιλάτο, τον Χρήστο Θηβαίο καθώς και το νεανικό σχήμα Miss Cherry, που ερμηνεύει live το Νο Matter What.