Συνέντευξη: Ο Μάρτι Χέλντε μιλά για τους «Πλευρικούς Ανέμους»
Ήταν ίσως η πιο εντυπωσιακή οπτικά ταινία που είδαμε στο 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Οι «Πλευρικοί Άνεμοι» (In the Crosswind, Risttuules) είναι μια εσθονική ιστορία για τον πόνο και την τραγωδία. Ξεκινά γεμάτη κίνηση -τόσο από την κάμερα, όσο και από τους ηθοποιούς. Όταν, όμως, ξεκινούν οι εκτοπισμοί από τους Σοβιετικούς, ο χρόνος σταματά. Παγώνει και τα πάντα μετατρέπονται σε tableau vivant, σε μία ζωντανή φωτογραφία. Η κάμερα κινείται, αλλά όχι και οι ηθοποιοί.
14 Ιουνίου 1941. Χωρίς προειδοποίηση, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι στην Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία απομακρύνονται από τα σπίτια τους. Χωρίς δίκη, άνδρες εστάλησαν σε στρατόπεδα κράτησης και γυναίκες και παιδιά εκτοπίστηκαν στη Σιβηρία. Στόχος αυτής της επιχείρησης – που πραγματοποιήθηκε με τις εντολές του Στάλιν- ήταν να στερήσει τις Βαλτικές χώρες από τους κατοίκους τους. Στην ταινία, η Έρνα, μία ευτυχισμένη σύζυγος και μητέρα, εκτοπίζεται στη Σιβηρία. Για εκείνη, ο χρόνος αποκτά μια άλλη διάσταση. Καθώς χρειάζεται να πολεμήσει με την πείνα και την ταπείνωση, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, η ψυχή της αναζητά και βρίσκει ελευθερία στις επιστολές που στέλνει στον σύζυγό της, ο οποίος βρίσκεται κρατούμενος.
Είναι η μία ταινία του Φεστιβάλ που θέλαμε απεγνωσμένα να πάρει διανομή στην Ελλάδα, μία κινηματογραφική εμπειρία, διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη.
Αυτές τις μέρες, η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Μάρτι Χέλντε, προβάλλεται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαράγεβο. Οι Cinεπιβάτες συνάντησαν τον σκηνοθέτη όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη και μίλησαν μαζί του για τη διαδικασία του γυρίσματος αυτής της εξαιρετικής ταινίας, για το Σοβιετικό Ολοκαύτωμα και για το ποιο θα μπορούσε να είναι το επόμενο βήμα ενός νέου σκηνοθέτη, μετά από ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο.
Βρήκατε εσείς την ιστορία ή η ιστορία βρήκε εσάς;
Νομίζω ότι η ιστορία με βρήκε. Ο παππούς μου είχε πάει σε κέντρο κράτησης. Το 60% των όσων βλέπουμε στην ταινία είναι ιστορίες συγγενών μου. Έμαθα ότι υπήρχαν κάποιες επιστολές και πήγα και στα αρχεία για να βρω και άλλες, καθώς ότι είχα ήδη βρει δεν ήταν ολοκληρωμένο. Πήρα κάποιες από τις ιστορίες της οικογένειάς μου και το υπόλοιπο 40% του σεναρίου προέρχεται από υλικό που βρήκα σε αρχεία και από βιογραφίες. Πήρα τις επιστολές και έγραψα μια ιστορία…
Αποφασίσατε να κάνετε μια ταινία για αυτό που αποκαλείτε σοβιετικό ολοκαύτωμα στην Εσθονία…
Ναι. Οι πρώτοι εκτοπισμοί Εσθονών πολιτών από Σοβιετικούς έγιναν το 1941 και ένα δεύτερο, μεγαλύτερο κύμα υπήρξε το 1949. Αλλά ήθελα να επικεντρωθώ στο 1941, καθώς εκείνο ήταν το πρώτο. Ήταν το σημείο έναρξης. Στην Εσθονία, ορισμένοι συγγραφείς και ιστορικοί, χρησιμοποιούν τον όρο «σοβιετικό ολοκαύτωμα», προκειμένου να περιγράψουν αυτό που συνέβη. Σε επίσημο έγγραφο αναφέρεται ότι οι Σοβιετικοί είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν τους εκτοπισμούς δύο χρόνια νωρίτερα, το 1939 στη Μόσχα.
Μπορείτε να μας πείτε περισσότερα πράγματα για εκείνη την περίοδο;
Στη διάρκεια μιας μόλις νύχτας, τον Ιούνιο του 1941, την ώρα που οι άνθρωποι κοιμόντουσαν, ρώσοι στρατιώτες πήγαν στα σπίτια των πολιτών και τους είπαν ότι έχουν 20 λεπτά να μαζέψουν τα πράγματά τους και να τους ακολουθήσουν. Κανείς δεν τους είπε πού θα πήγαιναν και οι περισσότερες οικογένειες πίστεψαν ότι θα πήγαιναν στην πρωτεύουσα ή κάπου αλλού. Έτσι, δεν πήραν μαζί τους πολλά πράγματα. Το ίδιο συνέβη στη Λετονία και τη Λιθουανία. Πήραν όλους τους άνδρες άνω των 16 ετών, τους έβαλαν σε βαγόνια που μεταφέρουν εμπορεύματα και τους χώρισαν από τις γυναίκες. Αυτό που ήθελαν να πετύχουν ήταν να αποδυναμώσουν τις οικογένειες. Τους είπαν ότι θα συναντούσαν ξανά τις οικογένειές τους. Αλλά οι άνδρες εστάλησαν σε κέντρα κράτησης και οι γυναίκες και τα παιδιά στη Σιβηρία. Στην πραγματικότητα στη μέση του πουθενά. Οι Σοβιετικοί ήθελαν να αποδυναμώσουν τη χώρα. Πήραν δασκάλους, δικηγόρους, ιστορικούς. Αργότερα, έφεραν Σοβιετικούς σταην Εσθονία. Υπ’ αυτή την άποψη οι εκτοπισμοί έγιναν για πολιτικούς λόγους. Ήθελαν να κατακτήσουν αποδυναμώνοντας το έθνος. Και το ίδιο πράγμα συνέβη και το 1949.
Η ηρωίδα της ταινίας λέει ότι κανείς δεν πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα μπρούσε να συμβεί και ότι γι’ αυτό το λόγο κανείς δεν έφυγε νωρίτερα. Εσείς λέτε ότι η Μόσχα προετοίμαζε τους εκτοπισμούς δύο χρόνια πριν αυτοί συμβούν. Επομένως, πώς μπορεί κανείς να μην είχε υποψιαστεί τίποτα;
Πριν από το 1941, κανείς δεν φανταζόνταν ότι αυτό θα ήταν εφικτό. Η Εσθονία ήταν μια ανεξάρτητη χώρα και οι Εσθονοί πίστευαν ότι οι Βρετανοί θα τους βοηθούσαν. Επιπλέον, η επιχείρηση ήταν μυστική. Κανείς δεν ήξερε. Ακολούθησαν 50 χρόνια σοβιετικής κατοχής και αποκτήσαμε την ανεξαρτησία μας στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Δεν μας επέτρεπαν να μιλάμε για αυτά τα πράγματα και μάς απειλούσαν να μας στείλουν φυλακή. Οι άνθρωποι που το έσκασαν, αυτοί είπαν στις δυτικές χώρες τι συνέβαινε. Ακόμα και στην ίδια οικογένεια, κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει για αυτά τα πράγματα. Ξέρουμε όμως ότι προετοίμαζαν τους εκτοπισμούς, εξαιτίας των όσων υπάρχουν στα σοβιετικά αρχεία. Το πρώτο έγγραφο είναι από τον Στάλιν και χρονολογείται από το 1939.
Η Έρνα είναι φανταστικός χαρακτήρας;
Ναι. Άλλαξα, επίσης, τα ονόματα των χαρακτήρων, γιατί δεν ήθελα να αναφερθώ σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, ήθελα απλά να μεταφέρω μία αίσθηση της Εσθονίας για εκείνη την εποχή. Η Ερνα είναι ένας χαρακτήρας-σύμβολο για τους Εσθονούς. Είναι ευγενική, αφελής και ελπίζει ότι τα πάντα θα πάνε καλά. Αυτό ήταν η Εσθονία τη δεκαετία του 1940. Ήθελα να πάρω τα χαρακτηριστικά ενός λαού και να τα βάλω σε έναν χαρακτήρα, έτσι ώστε να μην εκφράζει απλά ένα άτομο, αλλά ένα ολόκληρο έθνος.
Η γλώσσα των επιστολών που ακούμε στην ταινία είναι ποιητική. Την κρατήσατε όπως ήταν στις επιστολές που βρήκατε;
Προσπάθησα να αλλάξω όσο το δυνατόν λιγότερα. Το 70% της γλώσσας πρϋπήρχε. Αλλαξα κάποια σημεία, για να διαμορφώσω το σενάριο. Αλλά τα γεγονότα και οι λεπτομέρειες παρέμειναν ως είχαν. Στη Σιβηρία δεν είχες τίποτα. Οπότε, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εκφραστούν μέσα από το γράψιμο και σκέφτονταν πολύ τι να γράψουν. Συχνά εξέφραζαν τις απόψεις τους μέσω της ποίησης.
Ο χαρακτήρας καλείται να κάνει δύσκολες επιλογές. Και υπάρχει και μία αναφορά στις γυναίκες που καλούνται να πουλήσουν το κορμί τους, προκειμένου να επιβιώσουν.
Διάβασα βιογραφίες και υπήρχαν σκηνές βιασμών. Οι γυναίκες που βιάζονταν από τους Σοβιετικούς, δεν μιλούσαν γι’ αυτό. Γι’ αυτό το λόγο η σκηνή συμβαίνει μέσα σε πλήρη σιωπή. Αργότερα εξομολογείται στον σύζυγό της, αλλά χωρίς να λέει ακριβώς τι συνέβη. Αυτή τη γλώσσα χρησιμοποιούσαν κάποιοι σε εκείνη την περίοδο. Προσπαθούσαν να πουν κάποια πράγματα, χωρίς όμως να τα λένε. Προσπαθούσαν να βρουν σύμβολα για να εκφραστούν. Υπήρχε και μία επιτροπή που διάβαζε τις επιστολές και διέγραφε ότι ήταν κατά των Σοβιετικών. Έπρεπε να βρει κανείς άλλους τρόπους για να πει το ίδιο πράγμα.
Πολλοί σκηνοθέτες έχουν προσπαθήσει να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη το τραύμα και αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο. Εσείς επιλέγετε έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, με τους ηθοποιούς να μην κουνιούνται σχεδόν καθόλου. Πώς αποφασίσατε να το κάνετε;
Ήταν μια απόφαση που έλαβα από την πρώτη ημέρα. Στην πρώτη επιστολή που διάβασα υπήρχε μία φράση: «Αισθάνομαι ότι το σώμα μου είναι στη Σιβηρία και το μυαλό μου στο σπίτι. Αισθάνομαι ότι ο χρόνος σταμάτησε». Σκέφτηκα ότι ήταν μια φανταστική φράση και αυτή ήταν η αίσθηση που ήθελα να δημιουργήσω στο κοινό. Αυτή την παράξενη αίσθηση. Οι ηθοποιοί δεν κινούνται, αλλά στην ταινία υπάρχει κίνηση. Επίσης, ο θεατής δεν επιλέγει που θα κοιτάξει. Εγώ κάνω τις επιλογές. Εάν η κάμερα πάει αριστερά, τότε το βλέμμα του θεατή θα πρέπει να την ακολουθήσει. Αυτό συνέβη στη Σιβηρία. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να επιλέξουν, άλλος επέλεγε για αυτούς. Για μένα το σινεμά είναι ένα συναίσθημα. Και αυτό ήθελα να κάνω: να αναβιώσω το αίσθημα που ένιωθαν αυτοί οι άνθρωποι εκεί. Αποφάσισα να το κάνω, παρ’ όλο που ήξερα πόσο δύσκολο θα ήταν. Ήθελα να πάρω το ρίσκο.
Συναντήσατε επιζώντες του «σοβιετικού ολοκαυτώματος»; Είδαν την ταινία σας;
Συνάντησα περίπου δέκα άτομα που ζούσαν ακόμα. Την εποχή που συνέβησαν όλα ήταν μικρά παιδιά. Τους πήρα συνεντεύξεις και κατέγραψα αυτά που είχαν να πουν. Χρειαζόμουν τις πληροφορίες γιατί δεν υπήρχαν φωτογραφίες από την εποχή. Οι Ναζί έβγαζαν φωτογραφίες από τα πάντα, τόσο περήφανοι ένιωθαν γι’ αυτά που έκαναν. Οι Σοβιετικοί είχαν ξεκινήσει μια μυστική επιχείρηση. Το μοναδικό υλικό που είχα ήταν οι αναμνήσεις αυτών των ανθρώπων. Αργότερα τους προσκάλεσα να δουν την ταινία. Ορισμένοι ήταν πολύ μεγάλοι και δεν κατάφεραν να έρθουν. Ένας από αυτούς ήρθε μετά την προβολή, με δάκρυα στα μάτια και μου είπε: «Ήταν ακριβώς έτσι». Ήταν το μεγαλύτερο κοπλιμέντο που θα μπορούσα να λάβω. Το ότι φάνηκε αυθεντικό σε ανθρώπους που το έζησαν. Γιατί για εμένα η ταινία είναι ένα είδος μνημείου, το οποίο αφιερώνω σε όλους αυτούς τους ανθρώπους.
Γιατί επιλέξατε να γυρίσετε την ταινία σε ασπρόμαυρο;
Αυτή ήταν άλλη μία επιλογή που κάναμε από την πρώτη ημέρα. Ο λόγος είναι ότι οι αναμνήσεις μας από το 1940 είναι ασπρόμαυρες. Δεν ξέρω πώς θα ήταν τα 40s με χρώμα, αυτά που ξέρω τα ξέρω μέσα από ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Επιπλέον, δεν αισθανόμουν ότι το χρώμα θα έφερνε κάτι παραπάνω στην ταινία. Το φως, οι μορφές, οι σκιές, αυτά ήταν τα σημαντικά για μένα.
Πόσο δύσκολο ήταν να σκηνοθετήσετε τους ηθοποιούς; Έπρεπε να μείνουν ακίνητοι για αρκετή ώρα…
Το μεγαλύτερο σε διάρκεια γύρισμα διήρκεσε 16 ώρες. Κάναμε και διαλείμματα, φυσικά, καθόντουσαν και οι ηθοποιοί αλλά δεν επιτρεπόταν να φύγουν από τις θέσεις τους. Σε ορισμένες σκηνές είχαμε 150 ηθοποιούς και εάν έφευγαν θα έπρεπε να κάνουμε ξανά την πρόβα. Κάναμε μόνο ένα γύρισμα. Ξέραμε τι θέλαμε να κάνουμε, σχεδιάζαμε κάθε σκηνή για 5 ή 6 μήνες, ξέραμε πού θα σταθεί ο καθένας. Το πρωί βάζαμε τους ανθρώπους στις θέσεις τους και ξεκινούσαμε τη «βόλτα» με την κάμερα. Μετά αρχίζαμε να γυρίζουμε αργά. Υπήρχε, επίσης, ένας χορογράφος και ένας δεύτερος σκηνοθέτης. Στη μεγάλη σκηνή, εκείνη με τους 150 ηθοποιούς υπήρχαν άλλοι πέντε σκηνοθέτες και ο χορογράφος. Εγώ σκηνοθετούσα τους ηθοποιούς που βρίσκονταν στο προσκήνιο και οι άλλοι αυτούς που βρίσκονταν στο πίσω μέρος του πλάνου. Ο χορογράφος βοηθούσε τους ηθοποιούς να μην κουραστούν. Υπήρχε μάλιστα και ένας οδηγός επιβίωσης για το 16 ωρών γύρισμα (γέλια). Στη σκηνή, ήθελαν να έρθουν και να λάβουν μέρος κάποιοι από τους ανθρώπους που είχαν εκτοπιστεί. Πρέπει να σας πω ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ήταν και οι πιο γενναίοι. Γιατί εάν έχεις πάει στη Σιβηρία και έχεις επιβιώσει, τότε να σταθείς όρθιος 16 ώρες δεν είναι τίποτα.
Ήταν δύσκολο να βρείτε χρηματοδότηση για την ταινία;
Πολύ. Η εταιρεία επένδυσε κέρδη δέκα χρόνων στην ταινία και χρωστάει ακόμα. Όταν ξεκίνησα ήμουν 23 ετών. Φανταστείτε κάποιον να πηγαίνει στον παραγωγό και να λέει: Κοιτάξτε, έχω έναν 23χρονο σκηνοθέτει που κάνει την πρώτη ταινία και θέλει να μην κινείται τίποτα, να παίζουν 700 ηθοποιοί. Όλοι θα έλεγαν ότι η ιδέα ήταν ωραία, αλλά θα την απέρριπταν. Για έναν παραγωγό ήταν εφιάλτης. Τα γυρίσματα διήρκεσαν 3,5 χρόνια. Γυρίζαμε μία σκηνή, προετοιμάζαμε την επόμενη για 2 έως 6 μήνες και στη συνέχεια γυρίζαμε για μία ημέρα και ξανακάναμε όλη τη διαδικασία από την αρχή.
Υπήρξαν ταινίες ή σκηνοθέτες που να σας ενέπνευσαν για να κάνετε την ταινία;
Δεν υπήρχαν ταινίες αναφοράς. Ίσως υπάρχουν κάποια στοιχεία από τον Χάνεκε ή από τον Μπέλα Ταρ. Ο Χάνεκε ασχολείται με τον φόβο στις ταινίες του και οι Πλευρικοί Άνεμοι έχουν να κάνουν με τον φόβο. Είναι ένας από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες ακριβώς για το πώς καταφέρνει να παρουσιάζει τον φόβο. Από τον Μπέλα Ταρ υπάρχει αυτή η χρήση του μονοπλάνου. Η βασική μας πηγή έμπνευσης, όμως, ήταν οι φωτογραφίες, οι πίνακες, τα αγάλματα. Προκειμένου να ετοιμάσουμε τις σκηνές, φτιάξαμε έναν «πίνακα διάθεσης» με τις φωτογραφίες και τους πίνακες που μας ενέπνεαν, που έβγαζαν το συναίσθημα που θέλαμε να μεταδώσουμε.
Τι θα θέλατε να κάνετε μετά από αυτή την ταινία;
Αυτή τη στιγμή γράφω ένα σενάριο για ένα ψυχολογικό δράμα. Αυτή τη φορά, όμως, όλοι θα κινούνται (γέλια). Θα ήθελα να δουλέψω με κινούμενους ηθοποιούς. Στους Πλευρικούς Ανέμους είχαμε μία παράξενη σκηνοθετική μέθοδο. Τώρα θα ήθελα να κάνω μια πιο παραδοσιακή ταινία.
* Το «In the Crosswind» προβάλλεται στις 20 και 21 Αυγούστου στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο.