Σινεμά

Αόρατη Γυναίκα αλλά ανιαρή πλοκή

Την Αόρατη γυναίκα είχαμε πρωτοπαρακολουθήσει στο 26ο φετινό ευρωπαϊκό Πανόραμα. Από τότε ακουγόταν έντονα ότι η ταινία θα ήταν υποψήφια για όσκαρ κουστουμιών -όπως και έγινε (χωρίς τελικά να το πάρει). Αλλά δυστυχώς μόνο αυτό! Η σκηνοθεσία του Ρέιφ Φάινς είναι ακαδημαϊκή (by the book), χωρίς όμως να αναδείξει κάποιο ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η υπόθεση, αντίστοιχα, μπορεί να σημαίνει πολλά για τους Βρετανούς, για εμάς ως τρίτους, όμως έχει σαφή έλλειψη κάποιας σεναριακής πρωτοτυπίας ή ερμηνευτικής ιδιαιτερότητας που να την κάνουν να ξεφύγει της μετριότητας.

‘Η Αόρατη Γυναίκα’ (Invisible Woman) αποτελεί την δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα του Ρέιφ Φάινς (μετά τον Κοριολάνο, 2011) και για αυτό ίσως αποτελέσει κάποτε σημείο αναφοράς.

Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ταινία εποχής για τον έρωτα -κατακριτέο εκείνα τα χρόνια- μεταξύ του γνωστού συγγραφέα Κάρολου Ντίκενς και μιας νεαρής ηθοποιού. Ωραία, ο Ντίκενς είχε γκόμενα, so what? -θα μου πείτε! Ούτε ο πρώτος ήταν ούτε ο τελευταίος. Ο μεσήλικας άνδρας βλέπει στο πρόσωπο της νεαρής μια φανατική αναγνώστρια ερωτευμένη περισσότερο με την πέννα του. Η κοπέλα παρά το μυαλό και την ευαισθησία της σαν ηθοποιός δεν έχει μέλλον (αντίθετα με τη μητέρα της και τις αδερφές της) επομένως δείχνει να μαγκώνεται πάνω στον αναγνωρισμένο άνδρα. Κρέμεται από τα μανίκια του δημοφιλή συγγραφέα σε μια σχέση εξάρτησης που είναι και οικονομική. Με άλλα λόγια ο αυθόρμητος έρωτας τους ακόμα και υπό το πρίσμα της εποχής τίθεται και λίγο υπό αμφισβήτηση. Ωραία δομημένη σαν χαρακτήρας αλλά και παρουσία είναι η Joanna Scanlan στο ρόλο της γυναίκας του Ντίκενς. Αυτή είναι πραγματικά “η αόρατη” γυναίκα και το πιο δραματικό πρόσωπο της ιστορίας και προσφέρει την καλύτερη ερμηνεία. Τα υπόλοιπα ονόματα, όπως η Kristin Scott Thomas, δεν προσθέτουν κάτι παραπάνω.

Ο Κάρολος Ντίκενς (1812-1870) υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους Άγγλους μυθιστοριογράφους, ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της Βικτωριανής Εποχής, με τεράστια δημοτικότητα καθ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Παιδί της μεσοαστικής τάξης με χρεοκοπημένο πατέρα κάνει σημαντική αναφορά στα έργα του στο θέμα της κοινωνικής μεταρρύθμισης, επαναστατικός για την εποχή του. Μια πρωτοποριακή τακτική που ακολούθησε ήταν ότι έγγραφε και εξέδιδε ταυτόχρονα τα μυθιστορήματα που επρόκειτο να δημοσιευθούν σε συνέχειες γεγονός που έδινε ρυθμό στις ιστορίες του, αλλά και κρατούσε το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτο. Η ανυπομονησία του κοινού ήταν τέτοια που δεν έλειψαν οι περιπτώσεις που η έκδοση κάποιας συνέχειας έβγαινε σε έκτακτο ανακοινωθέν. Πολλά έργα του έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη και έχουν γίνει θεατρικά. Γνωστά του έργα ο Όλιβερ Τουίστ, οι Μεγάλες Προσδοκίες, Ιστορία δυο Πόλεων, τα Δύσκολα χρόνια, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ,  Ο κοινός μας φίλοςΤο παλαιοπωλείο, Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, Ο στοιχειωμένος άνθρωπος και το παζάρεμα του φαντάσματος, Το μυστήριο του Έντουϊν Ντρουντ.

To έργο είχε όλα τα στοιχεία που συναντάμε σε βρετανικές εποχής, προσεγμένα κουστούμια, ανοιχτά πλάνα τοπίων, ωραία κάδρα που παραπέμπουν σε πίνακες, θεατρικό στήσιμο και φυσικά αρκετή απαγγελία αποσπασμάτων του συγγραφέα -όπου εκεί ο Φάινς ήταν αρκετά καλός. Δυστυχώς, η ερμηνεία του ήταν αναπάντεχα μέτρια. Ενσαρκώνει έναν μεσήλικα αναγνωρισμένο άντρα -που εδώ που τα λέμε είναι και στην πραγματική του ζωή και θα περίμενε κανείς να προσδώσει περισσότερα χαρακτηριστικά στο παίξιμο του. Δυο είναι οι πιθανότητες που μου έρχονται στο μυαλό: Ή υπερεκτίμησε τις ικανότητες του και έριξε περισσότερο βάρος στη σκηνοθεσία χωρίς να δουλέψει αρκετά το χαρακτήρα του ή φοβήθηκε να ακουμπήσει το “ιερό τέρας” που ονομάζεται Ντίκενς, που για τους Άγγλους (όπως ίσως και για τον ίδιο) είναι πολύ ψηλά στην εκτίμηση τους. Τελικά το μεγάλο βάρος έπεσε στην εμφάνιση στο μαλλάκι και το μουσάκι που τελικά όμως από μόνο του κάνει τον χαρακτήρα του να μοιάζει περισσότερο με καρικατούρα.

Μιας που κεντρικό πρόσωπο είναι η κοπέλα, η Φελίσιτι Τζόουνς ως “αόρατη” Nelly, επιβεβαίωσε τον σκηνοθέτη για την επιλογή του. Από την άλλη, η παρουσίαση και ο τρόπος προσέγγισης του θέματος -σύμφωνα με το βιβλίο της Κλαίρ Τόμαλιν, δεν εστιάζουν ούτε στο πάθος ούτε στα διλήμματα και τις δυσκολίες αυτής της γυναίκας που έζησε αυτόν τον έρωτα δίπλα στον σπουδαίο άντρα αναγκασμένη να μένει στο περιθώριο.  Είναι το βασικό σημείο που η ταινία χάνει την ευκαιρία να πάει ένα βήμα παρακάτω και αρκετούς πολύτιμους πόντους. Τα πολυπληθή flash-back, μπρος-πίσω στον χρόνο της αφήγησης, σε μερικά σημεία λειτουργούν, σε άλλα όμως κουράζουν το θεατή δίνοντας τη χαριστική βολή σε όποιους δεν περιμένουν ότι ουσιαστικά σε αυτή την ταινία από πλοκή δεν συμβαίνει τίποτα.

Μακάρι ο Ρέιφ Φάινς να είχε φτιάξει περισσότερα κάδρα – ζωντανούς πίνακες και να είχε προσδώσει περισσότερο βάθος στους κεντρικούς χαρακτήρες του. Τότε, ίσως να σας παρότρυνα να πάτε να το δείτε, ενώ τώρα είμαι αναγκασμένος να σας προτείνω να περιμένετε για το dvd.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *