Σε ακολουθεί (It Follows)
Σε ακολουθεί / It Follows / (Σου ‘ρχεται)
(Σκηνοθεσία: Ντέβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ / 107′ / ΗΠΑ)
Την ταινία είδαμε πρώτη φορά στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας, που τότε προβλήθηκε με τον πιο χαβαλετζήδικο τίτλο «Σου’ρχεται».
Μια ξέγνοιαστη βραδιά σεξ θα αποβεί μοιραία για νεαρή έφηβη, καθώς θα κολλήσει μια θανατηφόρα κατάρα. Αυτή, μαζί με την παρέα των φίλων της, θα προσπαθήσουν να την αντιμετωπίσουν ή έστω να την αποτινάξουν από πάνω τους.
Κάθε γενιά έχει τους δικούς της urban legends. Παλιότερα οι έφηβοι έλεγαν μεταξύ τους ιστορίες για μπανιέρες με πάγο και νεφρά που λείπουν, επιγραφές «καλωσόρισες στον κόσμο του aids» στον καθρέφτη, φυσικά δεν απαγγέλλουν ποτέ τη Βίβλο σε καθρέφτη με κεριά και δεν βλέπουν ποτέ νύχτα την βιντεοκασέτα του the Ring (ιδίως του αυθεντικού Γιαπωνέζικου). Διασκέδαζαν τότε με ταινίες όπως το Scream ή το Blair Witch Project. Ο μύθος που πλάθει έξυπνα το It Follows είναι ότι πρέπει για μετάδοση από στόμα σε στόμα και είναι βγαλμένος από τα one night stand -επίσης ότι πρέπει για κουτσομπολιά.
Οι τρομακτικές ιστορίες ήταν πάντοτε το αγαπημένο θέμα των εφήβων. Άλλο αγαπημένο θέμα το σεξ. Στις μέρες μας το One Night Stand, πολύ πιο εύκολο και απενοχοποιημένο από ότι παλιότερα, απελευθερώνει τους νέους να κάνουν εύκολα έρωτα με άλλους χωρίς αναστολές και δεσμεύσεις, κάτι που η ταινία σχολιάζει έμμεσα. Αντί για να αντιπροβάλλει για παράδειγμα τον κίνδυνο της μετάδοσης μια ανίατης νόσου με το σεξ, η ταινία θέτει τον κίνδυνο μετάδοσης μιας εξίσου θανατηφόρας κατάρας, από την οποία δε μπορεί κανείς να γλυτώσει ποτέ. Με άλλα λόγια το τέρας της κατάρας έχει και μια σημασιολογία των Ερηνυών, περιλαμβάνει και τις τύψεις και τις συνέπειες των πράξεων των εφήβων που πολλές φορές αλλάζουν συντρόφους απερίσκεπτα και χωρίς προφυλάξεις.
Σύμφωνα με την ταινία υπάρχει μια κατάρα που όποιος την έχει τον κυνηγά το «κακό» να τον σκοτώσει και μεταδίδεται με το σεξ (κι όχι με το άγγιγμα όπως στο Fallen). Το κακό προσωποποιείται σε μορφή κάποιου -γνωστού τον ή άγνωστου- που προχωρά αργά προς το θύμα και αν τον φτάσει βρίσκει άσχημο θάνατο. Η προσωρινή λύση να ξεφύγει κάποιος είναι να τρέξει, μιας που το κακό θυμίζοντας ζόμπι προχωρά πιο αργά κι από την άδικη κατάρα και φαίνεται να είναι άφθαρτο σαν τον Terminator. Η άλλη λύση είναι να κάνει σεξ με κάποιον άλλο και να του το μεταδώσει σπάζοντας την αλυσίδα μεταβιβάζοντας τα βάσανα και την αϋπνία σε κάποιον άλλο κακομοίρη. Προσοχή όμως διότι αν ο επόμενος δε τα καταφέρει το κακό επιστρέφει στον προηγούμενο.
Η έξυπνη ιδέα του σεναρίου δίνει έναυσμα και για μπόλικη συνέχεια και αν πάει καλά δεν αποκλείεται να δούμε να γίνεται σειρά ή να αποκτήσει συνέχειες μέχρι και νούμερα 7 ή 8, όπως έγιναν σε κλασικές ταινίες τρόμου, όπως του Jason (Παρασκευή και 13) ή στον Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες. Στοιχεία από το τελευταίο έχει σίγουρα δανειστεί το It Follows, ξεχνώντας να πάρει λίγο και από την εφευρετικότητα και το χιούμορ του. Η ιδέα μπόρεσε να υλοποιηθεί με σχετικά χαμηλό προϋπολογισμό (budget), που στέρησε λίγο από ατμόσφαιρα. Βλέπεται πάντως σχετικά ευχάριστα από τους λάτρεις του είδους.
Το σεξ ως επίκεντρο ταινιών τρόμου, δεν είναι φυσικά κάτι νέο, με άπειρες ταινίες από τα 70’s και μετά, όπως των Species, φυσικά το Rabid του Κρόνενμπεργκ, με την πρώην πορνοστάρ Μέριλιν Τσέιμπερς και το πρόσφατο Κάτω από το Δέρμα (Under the Skin) με την Σκάρλετ Γιόχανσον.
Τελικά να τη δω: Κλασικό teenage b-movie χαμηλού budget, διασκεδαστικό σε σημεία, αλλά όχι κάτι φρέσκο που θα ενθουσιάσει τους φίλους του είδους. Βλέπεται με παρέα ένα χαλαρό βράδυ σε κινηματογράφο είτε αργότερα σε dvd.
Fun trivia: H υπόθεση της ταινίας βασίζεται σε έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη, ενός έντονου κινδύνου από κάποιον που του επιτήθεται περπατώντας συνέχεια αργά προς το μέρος του, που βασάνιζε αρκετά βράδια τον σκηνοθέτη. Στο μάθημα αγγλικών ακούγεται η καθηγήτρια να απαγγέλει το ποίημα του Τόμας Στερνς Έλιοτ (TS Eliot): «The Love Song of J.Alfred Prufrock» (Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ, του 1910), που κατά το σκηνοθέτη έχει αρκετές ομοιότητες με την υπόθεση της ταινίας.
[toggle title=”Διαβάστε το ποίημα”]
Το Ερωτικό Τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ
Πάμε λοιπόν εσύ κι εγώ,
καθώς απλώνεται το δειλινό στην ουρανό
Σαν ναρκωμένος με αιθέρα ασθενής στο χειρουργείο.
Πάμε, μέσ’ από κάποια μισοέρημα στενά,
Αποτραβιούνται τα μουρμουρητά τα σιγανά
Των χωρίς ησυχία
Νυχτών σε μιας βραδιάς φτηνά ξενοδοχεία
Και ρεστοράν με πριονίδια και κελύφη από στρείδια :
Στενά, που σαν συζήτηση ανιαρή τραβάνε
Με στόχο δόλιο να σε πάνε
Σε μια ανυπόφορη αμφιβολία …
Ω, μη ρωτάς “Τι είναι αυτή η σκέψη;”
Ας κάνουμε, έλα, την επίσκεψη.
Μες στο δωμάτιο οι κυρίες έρχονται και πάνε
Και για τον Μικελάντζελο μιλάνε.
Η κίτρινη ομίχλη που τη ράχη της τρίβει στα τζάμια,
Η κίτρινη ομίχλη που τρίβει το μουσούδι της στα τζάμια,
Γλείφτηκε στις γωνιές του απογεύματος,
Και χασομέρησε στις λίμνες κάτω απ’ τις υδρορροές
Άφησε πάνω της να πέσει η αιθάλη απ’ τις καπνοδόχους,
Γλίστρησε απ’ την ταράτσα μ’ έναν πήδο ξαφνικά,
Και, βλέποντας πως ήταν ένα ήπιο βράδυ του Οκτώβρη,
Γύρω απ’ το σπίτι κουλουριάστηκε κι αποκοιμήθηκε βαθιά.
Κι αλήθεια, θα υπάρξει χρόνος
Για την κίτρινη καπνιά που γλιστρά κατά μήκος του δρόμου
Τρίβοντας τη ράχη της πάνω στα τζάμια
Θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος
Να προετοιμάσεις ένα πρόσωπο να συναντήσει τα πρόσωπα που συναντάς
Θα υπάρξει χρόνος να καταστρέψεις και να δημιουργήσεις,
Και χρόνος για όλα τα έργα και τις ημέρες των χεριών
Που υψώνονται και σου σεβίρουν μια ερώτηση στο πιάτο
Χρόνος για σένα και χρόνος για μένα,
Και χρόνος για αμέτρητα διλήμματα,
Και για εκατοντάδες θεωρήσεις κι αναθεωρήσεις,
Πριν απ’ το τσάι και τα βουτήματα.
Μες στο δωμάτιο οι κυρίες έρχονται και πάνε
Και για τον Μικελάντζελο μιλάνε.
Κι αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Να αναρωτηθώ “Τολμώ; Τολμώ;”
Χρόνος για να γυρίσω, τα σκαλιά να κατεβώ,
Μ’ ένα σημείο φαλακρό στη μέση του κρανίου μου –
(Θα πουν: “Α, πώς αδυνατίζουν τα μαλλιά του!”)
Το πρωινό παλτό μου, το κολάρο μου σφιγμένο κάτω απ’ το πιγούνι,
Ο λαιμοδέτης μου πλούσιος και σεμνός, στερεωμένος όμως
από μια απλή καρφίτσα –
(Θα πουν: “Μα πόσο είναι αδύνατα τα χέρια και τα πόδια του!”)
Τολμώ
Να ενοχλώ το σύμπαν;
Σε μια στιγμή υπάρχει χρόνος
Για αποφάσεις κι αναθεωρήσεις που μια στιγμή θα ανατρέψει.
Διότι γνωρίζοντάς τα ήδη όλα αυτά, γνωρίζοντάς τα όλα αυτά –
Γνωρίζοντας τ’ απογεύματα, τ’ απομεσήμερα, τα πρωινά,
Έχω μετρήσει τη ζωή μου με κουταλάκια του καφέ
Γνωρίζω τις φωνές που χάνονται σε θανάσιμης πτώσης εφέ
Πίσω απ’ τη μουσική, από ένα μακρινό δωμάτιο.
Λοιπόν, πώς θα τολμούσα;
Κι έχω ήδη γνωρίσει τα μάτια, γνωρίζοντάς τα όλ’ αυτά –
Τα μάτια που σε καθηλώνουν σε μια φράση τυπική,
Κι εφόσον είμαι τυπικός και ισορροπώ πάνω σε μια καρφίτσα,
Κι εφόσον είμαι καρφιτσωμένος και συστρέφομαι στον τοίχο,
Λοιπόν, πώς θ’ άρχιζα
Να φτύνω τα υπολείμματα των ημερών μου και των τρόπων;
Και θα τολμούσα πώς;
Κι έχω ήδη γνωρίσει τα χέρια, γνωρίζοντάς τα όλ’ αυτά –
Χέρια με μπρασελέ και άσπρα και γυμνά
(Μα κι απλωμένα στο φως της λάμπας, με χνούδι ανοιχτόχρωμο!)
Να’ ναι το άρωμα από φουστάνι
Που έτσι να παρεκτρέπομαι μα κάνει;
Χέρια αφημένα στο τραπέζι, ή τυλιγμένα σ’ ένα σάλι.
Πώς θα τολμούσα, λοιπόν;
Και πώς θα άρχιζα;
Θα πω, έχω περάσει, σούρουπο από δρομάκια
Και είδα τον καπνό που ανεβαίνει απ’ τις πίπες
Μοναχικών ανθρώπων, με πουκάμισα, γερμένων στα παράθυρα;
Θα πρέπει να’ μουν δυο τραχιές δαγκάνες οστρακόδερμου
Που διατρέχουν τον πυθμένα σιωπηλών ωκεανών.
Και το απομεσήμερο, τ’ απόγευμα κοιμάται τόσο ειρηνικά!
Κατευνασμένο από δάχτυλα μακριά,
Σε νάρκη… κουρασμένο… ή προσποιούμενο αδιαθεσία,
Απλωμένο στο δάπεδο, εδώ, ανάμεσα σε σένα και σε μένα.
Θα’ πρεπε μετά το τσάι και τα κέικ και τ’ αναψυκτικά
Να’ χω το σθένος να εξωθήσω τη στιγμή στην κρίση της;
Όμως, κι αν θρήνησα και νήστεψα, και θρήνησα και προσευχήθηκα,
Κι αν είδα το κεφάλι μου (που φαλακραίνει)
φερμένο πάνω σ’ ένα δίσκο,
Δεν είμαι προφήτης – κι εδώ δεν έχει και μεγάλη σημασία.
Έχω δει τη στιγμή που τρεμοσβήνει η μεγαλοσύνη μου,
Κι έχω δει τον αιώνιο Θυρωρό να μου κρατάει το παλτό, χασκογελώντας,
Και, για να μην πολυλογώ, φοβήθηκα.
Και θ’ άξιζε, μετά απ’ όλα αυτά,
Μετά απ’ τα φλυτζάνια, τη μαρμελάδα, το τσάι,
Μέσα στις πορσελάνες, μέσα στις κουβέντες μας,
Θα άξιζε, ενώ
Πρέπει να καταπιώ μ’ ένα χαμόγελο το θέμα,
Το σύμπαν να συνθλίψω σ’ ένα μπολ,
Να το αλείψω σε μια αμφιβολία ανυπόφορη, θα άξιζε
Να πω: “Είμαι ο Λάζαρος, έρχομαι από τους νεκρούς,
Έρχομαι να σας πω τα πάντα, θα σας πω τα πάντα”-
Αν έλεγες, ταχτοποιώντας το κεφάλι της στο μαξιλάρι:
“Αυτό δεν είναι αυτό που εννοούσα,
Δεν είναι αυτό καθόλου”
Και θ’ άξιζε εντέλει,
Θ’ άξιζε,
Μετά τα ηλιοβασιλέματα και τις αυλόπορτες και τους ψιχαλισμένους δρόμους,
Μετά τις νουβέλες και τα φλυτζάνια, μετά τις φούστες που σέρνονται στο πάτωμα-
Κι αυτό, και τόσα άλλα;-
Είναι αδύνατον να πω τι εννοώ ακριβώς!
Όμως, σαν κάποιος προβολέας μαγικός που διαπερνώντας τα νεύρα σκιαγραφεί σε μια οθόνη:
Θα άξιζε
Ταχτοποιώντας ένα μαξιλάρι ή ρίχνοντας μια σάρπα,
Και στρέφοντας προς το παράθυρο αν έλεγες:
“Αυτό δεν είναι αυτό,καθόλου,
Δεν είν’ αυτό που εννοούσα!”
Όχι! Δεν είμαι ο Πρίγκηψ Άμλετ, ούτε και είχα πρόθεση να είμαι
Είμαι ένας αξιωματούχος παραστάτης, ένας που θα κάνει
Να σημειωθεί μια πρόοδος, ν’ αρχίσει μια σκηνή ή δυο,
Τον πρίγκηπα να συμβουλέψει, αναμφίβολα εργαλείο βολικό,
Ευλαβικό, ευτυχές που χρησιμοποιείται,
Πολιτικός, προσεχτικός και λεπτολόγος
Όλο ψηλές προτάσεις, όμως λίγο αμβλύνους
Καμιά φορά, πραγματικά, σχεδόν γελοίος –
Καμιά φορά, σχεδόν, ο Γελωτοποιός.
Γερνάω… Γερνάω…
Θα γυρίσω των παντελονιών μου τα μπατζάκια.
Θα χτενίσω προς τα πίσω τα μαλλιά μου; Τολμώ να φάω ένα ροδάκινο;
Θα φορέσω άσπρο κοστούμι φανελένιο και θα περπατώ στην παραλία.
Έχω ακούσει τις σειρήνες, μία προς μία, να τραγουδούν.
Δε νομίζω πως θα τραγουδήσουνε για μένα.
Να καλπάζουνε στην ακροθαλασσιά, πάνω στα κύματα τις έχω δει
Να χτενίζουνε την άσπρη χαίτη των κυμάτων που ανεμίζει
Όταν ο αέρας τα νερά, λευκά και μελανά, αναρριπίζει.
Στης θάλασσας τα δώματα, με τα θαλασσοκόριτσα
Τα τυλιγμένα φαιοπόρφυρες φυκιάδες, ξεχαστήκαμε
Κι ώσπου να μας ξυπνήσουνε ανθρώπινες φωνές, πνιγήκαμε.
“T.S.Eliot –Ποιήματα”, Εκδόσεις Printa, μετάφραση Παυλίνας Παμπούδη
Thomas Eliot
[/toggle]