Πέθανε ο Νίκος Κούνδουρος
Σε ηλικία 91 ετών πέθανε ο Νίκος Κούνδουρος, ένας από τους σημαντικότερους έλληνες σκηνοθέτες.
Διανοητής, ασυμβίβαστος, με εικαστικό ταλέντο και γνώσεις, με έντονη και εκρηκτική προσωπικότητα, εγκαινίασε ένα καινούργιο στυλ ποιότητας και πλαστικότητας στον ελληνικό κινηματογράφο.
Οι ταινίες του βρίσκονται σήμερα σε κινηματογραφικά μουσεία και ταινιοθήκες της Ευρώπης και της Αμερικής, ενώ ο ίδιος εκτιμήθηκε διεθνώς από ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Γεννήθηκε το 1926 στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης, σε μεγαλοαστική οικογένεια, και σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο, όντας ενεργό μέλος του ΕΑΜ από τα χρόνια της κατοχής, εξορίστηκε για 4 χρόνια στην Μακρόνησο.
Επιστρέφοντας από την εξορία, είχε ήδη αποφασίσει να ασχοληθεί με την κινηματογραφική σκηνοθεσία. Μελετώντας αδιάκοπα εκλεκτά έργα της 7ης τέχνης, ξεκινάει τη σκηνοθεσία το 1954, με την ταινία «Μαγική Πόλις» (σενάριο Μαργαρίτας Λυμπεράκη), στην οποία είναι εμφανείς οι εικαστικές γνώσεις του, αλλά και οι νεορεαλιστικές επιρροές του. Η ταινία, παίρνει εξαιρετικές κριτικές, αντιμετωπίζεται θετικά και από το ελληνικό κοινό, ξαφνιάζει το Φεστιβάλ της Βενετίας – αν και συμμετέχει ανεπίσημα λόγω της ελληνικής λογοκρισίας – και ο Κούνδουρος θεωρείται από πολλούς «αποκάλυψη».
Δεύτερη ταινία του είναι «Ο Δράκος» του 1956 σε σενάριο Ιάκ.Καμπανέλλη, η οποία διακρίθηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ το 1960 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ως καλύτερη ταινία της δεκαετίας 1950-60. Σήμερα η ταινία αυτή θεωρείται σαν μία από τις σπουδαιότερες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Το 1957 ο Κούνδουρος γύρισε την τρίτη ταινία του σε δικό του σενάριο, με τίτλο «Οι Παράνομοι», πρώτη ταινία για τον ελληνικό εμφύλιο, με εξαιρετική εικαστική εικόνα. Η ταινία συμμετέχει στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1959, όπου λαμβάνει εξαιρετικά θετικά σχόλια από κριτικούς και κοινό, ενώ την επόμενη χρονιά προβάλλεται από το BBC.
Σταθμό στο κινηματογραφικό γίγνεσθαι, αποτελεί και η τέταρτη ταινία του «Μικρές Αφροδίτες» του 1963, σε σενάριο Βασ. Βασιλικού, η οποία κατακτά το βραβείο σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου το 1963, βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, μουσικής και κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1963, καθώς και το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Το 1967 γύρισε την τολμηρή ταινία «Πρόσωπο της Μέδουσας», η οποία δεν ολοκληρώθηκε λόγω αναχώρησης του Κούνδουρου από την Ελλάδα την επομένη του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών. Αργότερα, η ταινία ολοκληρώθηκε στην Ιταλία και παρουσιάστηκε με τον τίτλο «Βόρτεξ».
Το 1975 γύρισε το μουσικό ντοκιμαντέρ «Τα Τραγούδια της Φωτιάς».
Ο Νίκος Κούνδουρος σκηνοθέτησε συνολικά 11 ταινίες – αρκετές με δικά του σενάρια – που κατέκτησαν πολλές διεθνείς βραβεύσεις. Τελευταία του ταινία ήταν η αγγλικής παραγωγής «Το Πλοίο», την οποία γύρισε το 2011 σε δικό του σενάριο. Έχει επίσης γυρίσει τα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ: «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Αντιγόνη» και «Ελληνιστί Κύπρος».
Είχε διατελέσει πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Σκηνοθετών, ενώ το 1998 εκδόθηκε βιβλίο του (Stop Carre), με μακέτες, σχέδια και φωτογραφίες από τα πρόσωπα, τα σκηνικά και τα κοστούμια των ταινιών του. Το 2009 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Ονειρεύτηκα πως πέθανα».
Τον Φεβρουάριο του 2014 τιμήθηκε με ειδική πλακέτα από την Εταιρεία Σκηνοθετών, την οποία του παρέδωσε ο υπουργός Πολιτισμού, Πάνος Παναγιωτόπουλος.
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης αποχαιρετά τον Νίκο Κούνδουρο, «τον φίλο Νίκο, τον σπουδαίο κινηματογραφιστή. Ένα μεγάλο κεφάλαιο στον ελληνικό κινηματογράφο κλείνει. Θα μας λείψει η αρχοντιά του, η τόλμη του, η πληθωρική του προσωπικότητα».
Το Φεστιβάλ αναφέρει σε ανακοίνωσή του: «Πίσω του αφήνει ένα έργο πλούσιο που αγαπήθηκε: Τον ανεπανάληπτο Δράκο του, τη Μαγική πόλη, το Ποτάμι, τις Μικρές Αφροδίτες. Και τόσες άλλες ταινίες, που ζυμώθηκαν με την ελληνική πραγματικότητα και την εξέφρασαν με ένταση και το πάθος που χαρακτήριζε τον Νίκο».
«Κλέβουμε τα δικά του λόγια που αφιέρωσε στον φίλο του Μάνο Χατζιδάκι για να τον αποχαιρετήσουμε. “Αχόρταγος ο ίδιος, ακτινοβολούσε εκείνη τη λαιμαργία για τη ζωή που ήτανε κολλητική και για τους άλλους, τους πιο συμμαζεμένους”».
«Στη Σωτηρία και τα παιδιά του, εκφράζουμε τα ειλικρινή συλλυπητήριά μας» καταλήγει η ανακοίνωση.
Συλλυπητήριο μήνυμα εξέδωσε και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου: «Οι σπουδαίοι καλλιτέχνες αναδεικνύονται από το ιδιαίτερο στίγμα, το ίχνος που αφήνει η τέχνη τους στο χρόνο. Το βλέμμα του Νίκου Κούνδουρου, βλέμμα που σε εποχές δύσκολες και σκοτεινές, διέρρηξε τη συμβατικότητα της εικόνας και “κοίταξε” την οδύνη των ανθρώπων μέσα στις προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας, τα υπόγεια του υποκόσμου, την υπαρξιακή αγωνία των μοναχικών ηρώων της καθημερινότητας, το παράδοξο κάλλος του ανθρώπινου σώματος, μένει ανεξίτηλο, όχι μόνο ως καλλιτεχνικό γεγονός αλλά και ως τρόπος να κοιτάζουμε σήμερα τον κόσμο και τον διπλανό μας. Ως μάθημα πολιτικής σκέψης και αισθητικής τόλμης, ως ένα παράδειγμα για το τι μπορεί να σημαίνει σήμερα ο όρος “ηθική της κινηματογραφικής εικόνας”. Του χρωστάμε πολλά.»
Ανακοίνωση εξέδωσε και η Ταινιοθήκη της Ελλάδος. «Από χθες ο Νίκος χορεύει ζεϊμπέκικο με τον άκοντα εκόντα Ντίνο Ηλιόπουλο. Περιμένει τη βάρκα που δεν έρχεται μαζί με τους παράνομους Τίτο Βανδή, Ανέστη Βλάχο, Πέτρο Φυσσούν, Νέλλη Αγγελίδη. Διασχίζει το ναρκοπέδιο μαζί με τον Γιώργο Εμιρζά. Αιχμαλωτίζεται, στέλνεται σε τάγματα αφελείας, βιάζεται, μαζί με την Αντιγόνη Αμανίτου, την Ελεωνόρα Σταθοπούλου, τον Δημήτρη Καταλειφό, τον Βασίλη Κολοβό. Βασανίζεται με τον Χρήστο Ρεκλείτη στο μπουντρούμι της Μπουμπουλίνας, τραγουδά τα τραγούδια της φωτιάς με τον Θεοδωράκη, την Φαραντούρη, τον Ξυλούρη, την Μελίνα. Περιδιαβάζει στον χώρο της Κρητικής Επανάστασης (1886-69) και ιστορεί την Δύση της Ανατολής και την Ανατολή της Δύσης. Περιπλανιέται μαζί με τον Λόρδο Βύρωνα, τον δικό μας Βύρωνα, τον απόβλητο για τους δικούς του, στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, τόσο κοντά στα φλεγόμενα Βαλκάνια του 20ού και του 21ου αιώνα… Η Ταινιοθήκη αποχαιρετά το Νίκο Κούνδουρο, τον σπουδαίο σκηνοθέτη, τον αγωνιστή, τον πληθωρικό άνθρωπο, τον επί χρόνια πρόεδρο του ΔΣ της και συμπαραστάτη του οράματος της για μια νέα στέγη -ένα (και δικό του) όνειρο που τελικά υλοποιήθηκε. Καλό σου ταξίδι Νίκο.»