Η λάμψη κρύβει την αγάπη μας
Η εναρκτήρια σεκάνς στην ταινία-φαινόμενο του Damien Chazelle με τίτλο LA LA LAND εκτός από λαμπρός φόρος τιμής στο μιούζικαλ, αποτελεί και ένα ηλιόλουστο (κυριολεκτικά) παράδειγμα μίας εναλλακτικής καθημερινότητας: το μποτιλιάρισμα με τις ατελείωτες ουρές αυτοκινήτων− που περιέργως μεταφέρουν αποκλειστικά νεαρόκοσμο− μετατρέπεται σ’ ένα ξέφρενο και πολύχρωμο street-party, όταν όλο αυτό το φρέσκο κρέας όπως λένε οι βαριεστημένοι και κυνικοί κυνηγοί ταλέντων, βγαίνει από τ’ αλουμινένια κουτάκια του και χορεύει καταμεσίς της γέφυρας που ενώνει, συμβολικά θα λέγαμε, την αφάνεια με την αναγνωρισιμότητα.
Τί έχει επιτέλους αυτή η ταινία και μαγεύει έτσι τους θεατές; Εκτός του ότι είναι σκανδαλωδώς αισιόδοξη και με μία απροσδιόριστη γοητεία, διαθέτει ένα ακαταμάχητο πρωταγωνιστικό δίδυμο, τους E.Stone – R.Gosling οι οποίοι είχαν ξανασυνεργαστεί στο GANGSTER SQUAD (2013) θυμίζω. Τόσο όμορφοι αμφότεροι, τόσο ταλαντούχοι και με τρομερή «χημεία» να τους δένει, αποτελούν τον άξονα αυτής της ταινίας, όχι μόνο θεματολογικά αλλά και οπτικά. τα ωραιότατα κοστούμια της Mary Zophres ντύνουν το μπρίο, τη ζωντάνια και την πανέμορφη φρεσκάδα του δίδυμου κάνοντας ακόμα κι εμένα που δεν αντέχω εν πολλοίς, το μιούζικαλ, να κολλήσω και να συγκινηθώ.
Ο Σεμπάστιαν και η Μία. ο νεαρός πιανίστας που ονειρεύεται ν’ ανοίξει το δικό του κλαμπ που θα παίζουν αποκλειστικά τζαζ, αλλά επί του παρόντος παίζει σε κλαμπ με αχώνευτους και κονσερβοποιημένης αντίληψης ιδιοκτήτες (βλ. Μπίλι/J.K.Simmons: «παίξε τα κομμάτια της λίστας και τίποτ’ άλλο»), αναγκασμένος ν’ ακούει ειρωνικές ερωτήσεις στις αντιρρήσεις του: «από ποιόν πλανήτη είσ’ εσύ;” ). Η Μία, νεαρή ηθοποιός που ονειρεύεται να γίνει διάσημη, αλλά επί του παρόντος τρώει τη μία απόρριψη μετά την άλλη στις auditions και δουλεύει στο καφέ των εγκαταστάσεων μεγάλου κινηματογραφικού στούντιο.
Εκ πρώτης όψεως, προβληματίζει η τόση επιτυχία (μαζί με 14 υποψηφιότητες στα φετινά όσκαρ) αυτής της ταινίας, σενάριο που έχουμε ξαναδεί, πρωταγωνιστές που «κοπιάρουν» ανεπαίσθητα παλαιότερους σταρ του μιούζικαλ, ωραιότατη μουσική επένδυση να δίνει τον τόνο στη χαρμολύπη που την διαποτίζει. Τί διάολο έχει λοιπόν αυτή η ταινία;
Θα σας πω τι έχει. έχει αυτό που ο ίδιος ο Σεμπάστιαν λέει στην Μία ότι έχει το παίξιμό της, που την κάνει σημαντική και ψυχοσωτήρια: «θυμίζεις στους ανθρώπους αυτό που ξέχασαν, τα όνειρά τους». Αυτό που καθιστά την ταινία του Chazelle αξιοσημείωτη είναι η αβάσταχτη συγκίνηση για τα ματαιωμένα όνειρα, για χίμαιρες που λούφαξαν, έγιναν κάτι άλλο και (δεν) ξεχάστηκαν, συγκίνηση που κορυφώνεται με το όχι και τόσο ιδανικό φινάλε. Διότι ακόμα και το πιό σκανδαλιστικά αισιόδοξο μιούζικαλ του συνεχούς λα λα και της αφελώς «όλα θα μας πάνε πρίμα, θα δείς» νοοτροπίας, προκειμένου να γίνει πιστευτό, χρειάζεται να έχει μία ελάχιστη γείωση με την πραγματικότητα: στην ταινία του Chazelle δε μένουμε με το μαράζι και την αγωνία αν τελικά οι πρόσκαιροι εραστές πέτυχαν σ’ αυτό που ποθούσαν για χρόνια. Η απάντηση είναι καταφατική και αρκούντως λαμπερή. Συνοδεύεται όμως από βαρύ τίμημα όπως κάθε παταγώδης επιτυχία. δύο εγωϊσμοί, συγκρουόμενοι ίσως, συναντήθηκαν για λίγο και σημαδεύτηκαν διά βίου από την αγάπη. Διότι χωρίς αγάπη, όσα “City Of Stars” κι αν τραγουδήσουν οι δύο φιλόδοξοι, παραμένουν κούφια κύμβαλα αλαλάζοντα.
Ναί πέτυχαν, αλλά χώρια, και ίσως αυτή η απώλεια πέτρωσε τον όμορφο Σεμπάστιαν μπροστά στο πιάνο μέσα στη μαγαζάρα του πλέον, και την ωραία και στυλάτη Μία απέναντί του.
Θέλει ψυχή να μην ξεχάσεις αυτούς που αγαπάς καθώς σκαρφαλώνεις στη σκάλα της επιτυχίας, το θυμάστε, έτσι;