ΘΕΜΑΤΑΦεστιβάλ

1o ELFF: Από τις ζούγκλες στους πολέμους

Από τις πιο πολυαναμενόμενες μέρες η Κυριακή στο 10 En Lefko Film Festival. Από τη Χαμένη Πόλη του Ζ με τους Τσάρλι Χάναμ και  Ρόμπερτ Πάτινσον, στη Γυναίκα του Ζωολογικού Κήπου με την Τζέσικα Τσάστεϊν κι από εκεί στο Δείπνο του Ρίτσαρντ Γκιρ και του Στιβ Κούγκαν και από εκεί στο gay-Boogie Night που ακούει στο όνομα King Cobra: Ο Βασιλιάς του Πορνό, με Τζέιμς Φράνκο και Κρίστιαν Σλέιτερ. Παράλληλα προβλήθηκαν, το ελπιδοφόρο δείγμα το σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά Η Κέιτ Λέει Αντίο, το νεανικό splatter Παιχνίδι του Θανάτου και το μουσικό ντοκιμαντέρ Ηλεκτρονικό Σέλας, για την νέα νορβηγική ηλεκτρονική σκηνή, παρουσία ενός εκ των εκπροσώπων της, του Μπγιορν Τόρσκε, ο οποίος και έπαιξε μουσική με είσοδο ελεύθερη για το κοινό στο πάρτι που ακολούθησε.

Η Γυναίκα του Ζωολογικού Κήπου

8-jessica-chastain-the-zookeepers-wife

Ακριβή παραγωγή, κάτι που φαίνεται και οπτικά, τόσο σε σκηνικά, φωτογραφία και επιμέρους τεχνικά μέρη. Έχει και τα γλυκύτατα ζώα του ζωολογικού κήπου, που ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος συγκινούν ως θύματα – μάρτυρες της ανθρώπινης βαρβαρότητας. Βέβαια, ο τίτλος αναφέρεται στη γυναίκα αυτού που έχει το ζωολογικό κήπο, αλλά από αυτά που βλέπουμε ο άντρας της κάνει όλη τη δουλειά… να τα λέμε κι αυτά! Η ταινία όμως έχει την ατυχία να έχει μια κακή Τζέσικα Τσάστεϊν, σε μια από τις χειρότερες ερμηνείες της, που η προσπάθεια -τόσο αυτής όσο και των υπολοίπων να μιλούν αγγλικά με πολωνική (υποτίθεται) προφορά- δε βοηθά. Δυστυχώς, δεν είναι καλός και ο Ντάνιελ Μπριλ, για άλλη μια φορά ως ναζί αξιωματικός, που τα τελευταία χρόνια μοιάζει να έχει ξεφουσκώσει ολίγον ερμηνευτικά. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί το σενάριο, που κινείται σε εντελώς χολιγουντιανές νόρμες κάνοντας την ιστορία να μοιάζει με όλες τις άλλες αντίστοιχης θεματολογίας. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι είναι μια συγκινητική ταινία που προσπαθεί να μας δείξει πόσο τέρατα μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι κι ας περιγράφει την ιστορία της χωρίς ιδιαίτερο ρεαλισμό και υπό το κλίμα μιας γενικότερης ωραιοποίησης κάποιων καταστάσεων. Στο τέλος απλά περιμένεις το happy end και … σοκάρεσαι λίγο μόνο που δεν εμφανίζεται και ο ελέφαντας, να αποδειχτεί ότι δεν είχε πεθάνει και κρυβόταν όλο αυτό το διάστημα…

Η Χαμένη Πόλη του Ζ

The Lost City of Z 2

Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Γκρέι (Immigrant) σκηνοθετεί τις περιπέτειες του Πέρσι Φόσετ -βρετανού εξερευνητή- στον Αμαζόνιο. Ο Φόσετ ταξίδεψε στον Αμαζόνιο το 1906 για να χαρτογραφήσει την περιοχή, αλλά ανακαλύπτει ενδείξεις για την ύπαρξη ενός άγνωστου, αλλά πιο προοδευτικού πολιτισμού από ότι πίστευε και πείθεται για την ύπαρξη μιας αρχαίας πόλης -άποψη που ενισχύεται και από την ανακάλυψη του Μάτσου Πίτσου στο Περού- στα βάθη του Αμαζονίου. Την ονομάζει «Χαμένη Πόλη του Ζ», δέχεται τον χλευασμό της επιστημονικής κοινότητας, αλλά αποφασίζει να οργανώσει και άλλες αποστολές στον Αμαζόνιο για να ανακαλύψει αυτή τη χαμένη πόλη. Η ματιά του Γκρέι είναι ανθρωπολογική. Σκιαγραφεί τον Πέρσι Φόσετ ως έναν άνθρωπο με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον και στους αυτόχθονες κατοίκους του. Δεν φοβάται να σταθεί απέναντι σε μία φυλή κανιβάλων τραγουδώντας και κατανοεί πώς για να κερδίσεις κάποιον πρέπει και να σεβαστείς τα έθιμά του. Ακόμα και σε στιγμές που θα αισθανόμασταν ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι αντίθετο σε αυτό που έχουμε συνηθίσει, ο Γκρέι φροντίζει να μας το παρουσιάσει με τον τρόπο της σκέψης των φυλών του Αμαζονίου. Σε αρκετές στιγμές η ταινία είναι υποτονική και τα όσα γίνονται μοιάζουν να επαναλαμβάνονται: Ο Φόσετ φεύγει από τη Βρετανία για να βρει τη δόξα, επιστρέφει, βλέπει ότι η σύζυγός του έχει κάνει και άλλα παιδιά, αποφασίζει να φύγει, επιστρέφει και ούτω καθεξής. Ο Τσάρλι Χάναμ προσεγγίζει με τρόπο ήσυχο τον ήρωά του, χωρίς να επιφυλάσσει για αυτόν υψηλές κορώνες ή το είδος της τρέλας που συνοδεύει την εμμονή των εξερευνητών για περιπέτειες. Γνωρίζει τι κάνει και γιατί το κάνει: γιατί επιθυμεί να αποδείξει ότι οι «βάρβαροι» όπως αποκαλούν τους αυτόχθονες οι Βρετανοί, μόνο αυτό δεν είναι. Η ταινία δεν επικεντρώνεται τόσο πολύ στην δημοσίευση των περιπετειών του Φόσετ στις εφημερίδες και στον αντίκτυπο που μπορεί να είχαν αυτές. Παραμένει, πάντως, μία από τις ενδιαφέρουσες στιγμές στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη.

Το Δείπνο

dinner-001

Τα αδέλφια Σταν και Πολ Λόμαν, μετά των συζύγων τους, αποφασίζουν να βρεθούν για δείπνο σε πολυτελέστατο και hip εστιατόριο (από αυτά που χρειάζεται να κλείσεις τραπέζι μήνες νωρίτερα). Τα αδέλφια δεν πολυσυμπαθιούνται αν και σταδιακά ο θεατής θα αρχίσει να διακρίνει ένα νοιάξιμο του ενός προς τον άλλον -κυρίως του Πολ Λόμαν, του γερουσιαστή που ερμηνεύει ο Ρίτσαρντ Γκιρ. Βασικό θέμα του δείπνου μία εγκληματική πράξη στην οποία προέβησαν τα βλαστάρια τους. Με ένα εξαιρετικό καστ που περιλαμβάνει τους Ρίτσαρντ Γκιρ, Λόρα Λίνεϊ, Στιβ Κούγκαν, Ρεμπέκα Χολ και Κλοέ Σεβινί, η ταινία του Όρεν Μόβερμαν -με μακρά θητεία στη συγγραφή σεναρίων- αποτελεί εκ πρώτης όψεως μία συναρπαστική εκδοχή ενός δείπνου -οικογενειακού ή φιλικού- που πηγαίνει πολύ στραβά. Ωστόσο, περισσότερο από συχνά, ο Μόβερμαν εγκαταλείπει το τραπέζι του δείπνου για να επικεντρωθεί στους χαρακτήρες και κυρίως στο ζευγάρι του Σταν και της Κλερ Λόμαν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εξάντληση του θεατή, καθώς αισθάνεται ότι όλη αυτή η εμμονή στη λεπτομέρεια δεν έχει κάτι ουσιαστικό να προσφέρει στην ιστορία. Τελικά, η αντιπαράθεση αργεί πολύ να ενταθεί και μέχρι εκείνη τη στιγμή ο θεατής δεν έχει πολλά πράγματα να απολαύσει πέρα από τις ερμηνείες της κεντρικής τετράδας -και κυρίως της Λόρα Λίνεϊ και του Στιβ Κούγκαν.

Το Παιχνίδι του Θανάτου

GOD GIRLS 1

Εδώ έχουμε μια απόπειρα συνδυασμού του Funny Games με το… Jumanji! Δε λέω η ιδέα έχει από μόνη την πλάκα της, φυσικά δεν υπάρχει και δε θα βρείτε ιδιαίτερο ρεαλισμό σε σενάριο και αντιδράσεις των χαρακτήρων. Πως γίνεται το (εν μέρει ηλεκτρονικό) επιτραπέζιο να ανατινάζει τα κεφάλια των παιχτών, αλλά και να γνωρίζει ποιους και πόσους αυτοί σκοτώνουν; Παρόλα αυτά το σκορ τηρείται ευλαβικά, οι δε χαρακτήρες είναι όλοι πεπεισμένοι ότι δε μπορούν να ξεγελάσουν το παιχνίδι αλλά και δεν επιχειρούν καν να πάνε σε ένα νοσοκομείο να δουν τι ακριβώς τους συμβαίνει. Από την άλλη, τελικά καταλήγει αναπόφευκτα σε ένα μακελιό, εναντίον οποιουδήποτε και ο ένας εναντίον του άλλου -αναμεταξύ τους, ενώ θα μπορούσαν άνετα και με αξιοπρέπεια απλά να πεθάνουν οι ίδιοι! Θα μπορούσα να είχα βάλει μεγαλύτερη βαθμολογία αν η προσέγγιση είχε έστω και λίγο χαβαλέ, κωμικά σημεία ή στοιχεία. Διότι το χιούμορ μπορεί να καλύψει σεναριακές αφέλειες ή να προσδώσει ένα πιο χαλαρό ύφος στο σπλάτερ εγχείρημα τρόμου, κάτι που όμως δε το διαθέτει η ταινία, που δε διαθέτει ούτε τρόμο, πέραν κάποιων εφέ εκρήξεων κεφαλιών και τόνους λουτρά με ψεύτικο αίμα. Έτσι, -χωρίς χιούμορ- πέφτει σε μια άλλη κατηγορία, (έστω και υποσυνείδητα) των νεαρών και εφηβικών προβληματικών shooters (μια θλιβερή πραγματικότητα που συχνά απασχολεί ιδιαίτερα τις ΗΠΑ), με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουμε ακόμα πιο δύσπιστα πχ τον συσχετισμό που επιχειρεί σε κάποιο σημείο με τα αρχικά του Game of Death να σχηματίζουν τη λέξη God (Θεός) / δηλαδή ενός God Game, που αποφασίζει ποιος ζει και ποιος πεθαίνει.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *