LOCARNO 76: H ΣΟΦIΑ ΕΞΑΡΧΟΥ ΜΑΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ANIMAL
Ανταπόκριση: M.G.Vagenas
Το Animal, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Σοφίας Έξαρχου, μας μεταφέρει στα παρασκήνια της ψυχαγωγίας στην τουριστική βιομηχανία, εξερευνώντας την καθημερινή ζωή των animateur που τα δίνουν όλα, μέρα νύχτα, με ένα χαμόγελο στα χείλη, για να διασκεδάσουν, όσο καλύτερα μπορούν, το κοινό τους. Η Σοφία Εξάρχου μας βυθίζει σε έναν κόσμο που είναι τόσο φωτεινός και λαμπερός της επιφάνεια του, όσο θαμπός και επίπονος για όσους δουλεύουν σε αυτόν. Ο συνεχής μόχθος αυτών των ανθρώπων, οι εξαντλητικές ώρες εργασίας μακριά από σπίτι και οικογένεια, συνιστούν την σκληρή πλευρά αυτής της δραστηριότητας. Όταν τα show, κάποια στιγμή, τελειώνουν βλέπουμε τα εξουθενωμένα, ταλαιπωρημένα σώματα των animateur, τα κουρασμένα πρόσωπα τους, ακούμε τα ανάλατα αστεία που ανταλλάσσουν μεταξύ τους, η τα νοσταλγικά τραγούδια που, μερικές φορές, σιγοτραγουδάνε φέρνοντας στο νου τους μνήμες της μακρινής τους πατρίδας. Άλλες φορές πάλι τους παρατηρούμε να γιορτάζουν κάποια γενέθλια με δάκρυα στα μάτια. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν παγιδευμένοι στο εργασιακό τους περιβάλλον σαν τα ψάρια που επανειλημμένα βλέπουμε να τριγυρίζουν στα θολά νερά ενός παλιού ενυδρείου. Βρισκόμαστε στην Ελλάδα, σε ένα μέρος που η σκηνοθέτης αφήνει θελημένα στην ασάφεια αλλά, στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να είμαστε οπουδήποτε αλλού ανθίζει η τουριστική βιομηχανία. Όλος αυτός ο κόσμος και οι άνθρωποι του, απεικονίζονται στην ταινία με αφοπλιστική αυθεντικότητα και μια σχεδόν ντοκιμαντερίστικη πινελιά όμως, κάθε κίνηση που βλέπουμε, όσο αυθόρμητη και να φαίνεται, είναι τέλεια χορογραφημένη και πολύ προσεκτικά σχεδιασμένη από την σκηνοθέτη.
Πέρα απ’ όλους αυτούς τους προβληματισμούς, υπάρχει επίσης πολύ κέφι και ζωντάνια στην ταινία αυτή – χορός, όμορφες μουσικές, περίτεχνα show- καθώς και μια λυτρωτική αίσθηση αξιοπρέπειας στο μεγάλο μεράκι που όλοι οι animateur βάζουν στο να κάνουν καλά την δουλειά τους.
Το Animal έχει κάτι που θυμίζει το τσίρκο του Φελίνι: αυτά τα κάπως ναΐφ σκετς που μας παρουσιάζονται με άπλετο ενθουσιασμό, oι γλυκά αστείοι, συγκινητικοί χαρακτήρες που συνθέτουν όλοι μαζί μια αλλόκοτη οικογένεια, η πίστη στην ζωή …
Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, με το ολοζώντανο βλέμμα της και το εκφραστικό της πρόσωπο, βυθίζεται κυριολεκτικά στο πετσί της πρωταγωνίστριας, της Κάλιας, μιας animateur χαρούμενης και γεμάτης ενέργεια, όμως εύθραυστης και μελαγχολικής συγχρόνως, φωτίζοντας κάθε καρέ της ταινίας με την απαράμιλλη ερμηνεία της. Η ξέφρενη πορεία της μέσα στην ταινία μετατρέπεται σε ένα ταξίδι μύησης, σε μια ιστορία ενηλικίωσης ή, ίσως, απλά σε μια ματαίωση…
Και last but not least, το Animal μας χαρίζει την ποιο συγκλονιστική ερμηνεία του τραγουδιού Sir, I Can boogie, ever. Οποίος την δει, σίγουρα, δεν θα την ξεχάσει ποτέ!
Η συζήτηση με την Σοφία Εξαρχου έλαβε μέρος λίγο πριν από την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ του Λοκαρνο.
Το ANIMAL διαδραματίζεται στην Ελλάδα και επικεντρώνεται στον εργασιακό κόσμο των all-inclusive ξενοδοχείων. Γιατί επιλέξατε αυτό το συγκεκριμένο θέμα;
Μετά το Park (2016), ήξερα ότι στην επόμενη μου ταινία ήθελα να ασχοληθώ με τον χώρο της εργασίας και τις συνθήκες που επικρατούν στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο, εξερευνώντας φαινόμενα όπως οι ανεξέλεγκτες υπερωρίες. Ήθελα να μιλήσω για τους ανθρώπους που δουλεύουν σε αυτόν τον εργασιακό τομέα και για την επισφάλεια, τις δυσκολίες και την εξάντληση που βιώνουν καθημερινά. Για μένα, το Animal είναι μια αλληγορία για κάθε είδους εργασίας. Η τουριστική βιομηχανία μού φάνηκε η καλύτερη επιλογή, αυτή που θα αναδείκνυε όλον αυτό τον προβληματισμό με το πιο αποτελεσματικό τρόπο. Ο τουρισμός είναι για μας τους Έλληνες είναι ένας πολύ γνώριμος χώρος, η «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας. Από παιδί, το καλοκαίρι παραθέριζα με την οικογένεια μου σε ξενοδοχεία και ήμουν εξοικειωμένη με το τι σημαίνει η τουριστική περίοδο στα νησιά μας και με το πώς όλα αυτά τα μέρη αλλάζουν ριζικά αυτή την εποχή του χρόνου. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, ο μαζικός τουρισμός γνώρισε μια τεράστια έξαρση στην Ελλάδα και όχι μόνο. Οι διακοπές, η ψυχαγωγία και τα ταξίδια είναι διασκεδαστικά και ευχάριστα για όλους μας αλλά τι κρύβεται πίσω από αυτό το σκηνικό, πως το βιώνουν όσοι εργάζονται στο χώρο; Ήθελα να κοιτάξω πίσω από τα παρασκήνια αυτού του φαινομενικά λαμπερού εργασιακού περιβάλλοντος και να εξερευνήσω την αντίθεση μεταξύ της επιφάνειας και της πραγματικότητας.
Τι σημαίνει για εσάς ο τίτλος της ταινίας;
Το Anima χωρίς το L προέρχεται από τα λατινικά και σημαίνει η ψυχή. Στην πραγματικότητα, η δουλειά των animators είναι να φτιάχνουν τη διάθεση των άλλων ανθρώπων, να τους κάνουν να αισθάνονται χαρούμενοι και ζωντανοί. Μου άρεσε, επίσης, η ιδέα ότι το Anima μπορεί να έχει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα προσθέτοντας απλώς το γράμμα L στο τέλος του, αναδεικνύοντας όλη τη βία και την επιθετικότητα, καθώς και την ένταση και την ενέργεια αυτού του εργασιακού περιβάλλοντος, την εσωτερική πάλη όσων εργάζονται σε αυτό και τη σημασία του ίδιου τους του σώματος.
Γιατί επικεντρωθήκατε ειδικά στους υπεύθυνους δραστηριοτήτων, γνωστούς και ως “animateurs” στα all-inclusive ξενοδοχεία;
Ήθελα να διερευνήσω τον ρόλο και τη δύναμη της ψυχαγωγίας στην Ευρώπη και τον δυτικό κόσμο ως κρίσιμο συστατικό για την επιβίωση του καπιταλισμού. Ξεκίνησα την έρευνά μου με βάση αυτή την αρχική ιδέα της εργασίας και του τουρισμού. Συνειδητοποίησα πόσο καλά οργανωμένο είναι όλο αυτό το σύστημα χάρη στα all-inclusive ξενοδοχεία, όπου οι επισκέπτες φορούν βραχιόλια για να πληρώσουν ότι καταναλώνουν και μπορούν να απολαμβάνουν ψυχαγωγία μέρα-νύχτα: ψυχαγωγία ειδικά για ενήλικες, για παιδιά, δίπλα στην πισίνα, στο μπαρ και στην παραλία. Η δουλεία των animateurs μου κίνησε το ενδιαφέρον ακριβώς σαν ένα εργαλείο του μηχανισμού ψυχαγωγίας που έχει καθιερωθεί σε αυτές τις καπιταλιστικές δομές. Επιπλέον, δεδομένου του ότι η δουλειά τους περιστρέφεται γύρω από την ψυχαγωγία έχει και κάποιες ομοιότητες με τη δική μου: στήσιμο μιας σκηνής, φόρεμα κοστουμιών, υποκριτική ενός χαρακτήρα, αστεία και χορός. Σκέφτηκα ότι αυτό θα μπορούσε εμπνεύσει τους ηθοποιούς μου.
Γιατί οι πρωταγωνίστριες της ταινίας σας είναι γυναίκες;
Από την στιγμή που αποφάσισα να επικεντρωθώ στους “animateurs” στα all inclusive-ξενοδοχεία, κατάλαβα ότι ήθελα να εμβαθύνω σε αυτό το θέμα μέσω γυναικείων χαρακτήρων, γιατί για μένα ο τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες βιώνουν αυτή την εργασία είναι πολύ ενδιαφέρων. Πώς σχετίζονται οι γυναίκες με αυτή την δουλειά -που είναι σχεδιασμένη για να προσφέρει χαρά και ευχαρίστηση- πόση ψυχή και ενθουσιασμό βάζουν σε αυτό, ποια είναι τα στερεότυπα με τα οποία έρχονται αντιμέτωπες, οι ρόλοι που πρέπει να παίξουν, τα αστεία που πρέπει να ανεχθούν κάθε βράδυ; M’ ενδιέφεραν όλα αυτά και σε σχέση με την εκμετάλλευση του ίδιου τους του σώματος, αφού αυτές οι γυναίκες εργάζονται σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο. Αυτή ήταν η αφετηρία μου για τη δημιουργία των χαρακτήρων της ταινίας.
Η Κάλια, η Εύα και η Μαίρη, οι ηρωίδες του Animal, είναι τρεις συναρπαστικοί γυναικείοι χαρακτήρες. Πώς θα τις περιγράφατε;
Ήθελα να δομήσω την ταινία γύρω από τρεις γυναικείους χαρακτήρες τριών διαφορετικών ηλικιών. Η μικρή, η Μαίρη, η κόρη ενός άνδρα “animateur” είναι έξι ετών. Η Kάλια είναι γύρω στα τριανταπέντε, και είναι animateur εδώ και πολλά χρόνια. Δεν υπάρχουν όρια μεταξύ της δουλειάς της και της ζωής της. Από την άλλη για την Εύα, που πλησιάζει τα 18, είναι η πρώτη της δουλειά ως animateur. Πρόκειται για ένα είδος ιστορίας ενηλικίωσης. Όμως αυτές οι δύο γυναίκες, η Κάλια και η Εύα, διανύουν σχεδόν αντίθετες διαδρομές. Το κοινό καλείται να ακολουθήσει κυρίως την πορεία της Κάλια, παίζοντας ταυτόχρονα με την ιδέα ότι οι δυο νεότερες προσφέρουν ένα είδος flash-back της ιστορίας της. Αυτές οι τρεις γυναίκες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ο ίδιος χαρακτήρας σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του.
Τι θα λέγατε για την προσωπικότητα της Κάλια;
Η Κάλια απολαμβάνει τη δουλειά της και αισθάνεται έντονα συνδεδεμένη με τη ζωή της στο ξενοδοχείο. Αυτό το μέρος, η δουλειά της και οι άνθρωποι γύρω της σημαίνουν τα πάντα γι’ αυτήν. Στην αρχή, βλέπουμε ένα ενεργητικό, αισιόδοξο άτομο που πιστεύει ότι το “ποτήρι” του είναι σχεδόν γεμάτο. Ήθελα να αφηγηθώ μια ιστορία για την τελευταία σταγόνα αυτού του ποτηριού. Δεν ήταν εύκολο να σκιαγραφήσω αυτή την εξέλιξη. Βλέπουμε μια ανθρώπινη πορεία κατά την διάρκεια της οποίας συμβαίνουν πολλά πράγματα και η πρωταγωνίστρια καταλήγει εντελώς αλλού από εκεί που ξεκίνησε. Αλλά για μένα, ο χαρακτήρας της Καλίας βρισκότανε ήδη “εκεί” από την αρχή, έστω και αν η ίδια δεν το είχε ακόμα συνειδητοποιήσει.
Οι τρεις γυναίκες πρωταγωνίστριες είναι μέρος μιας μεγαλύτερης ομάδας animateurs. Η ιδέα της ομάδας ήταν σημαντική και στο Park. Πώς προσεγγίσατε αυτή την πτυχή στο Animal;
Η ομάδα είναι ζωτικής σημασίας και στο Animal. Προφανώς, το επίκεντρο είναι η Κάλια και η Εύα, αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι άνθρωποι γύρω τους, κάποιοι νεότεροι, κάποιοι μεγαλύτεροι, κάποιοι βαριούνται τη δουλειά τους και κάποιοι άλλοι απορροφώνται εντελώς από αυτήν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι σε αυτό το περιβάλλον- εκτός από το να εργάζονται μαζί, ζουν στο ίδιο σπίτι και είναι κάπως απομονωμένοι από τον έξω κόσμο. Η κοινή τους επιθυμία να δημιουργήσουν ένα είδος οικογένειας καθορίζει τις σχέσεις τους. Οι μεγαλύτεροι προστατεύουν τους νεότερους- στην πραγματικότητα, χρειάζονται ο ένας τον άλλον- και η προσωπική κατάσταση του καθενός είναι κρίσιμη για ολόκληρη την ομάδα. Η Μαρία, το κοριτσάκι της παρέας, ήταν ζωτικής σημασίας για να μεταφέρει αυτό ακριβώς το συναίσθημα μιας ομάδας ανθρώπων -κάποιοι από αυτούς είναι μετανάστες, άλλοι Έλληνες- που έχουν αποχωριστεί τις οικογένειές τους και ζουν όλοι μαζί για διάφορους λόγους. Μου άρεσε αυτή η ιδέα ότι σχηματίζουν μια παράξενη και αντισυμβατική οικογένεια.
Με εξέπληξε η καλοπροαίρετη συμπεριφορά των animateurs μεταξύ τους. Κάτω από τόσο αγχωτικές συνθήκες εργασίας, θα μπορούσαμε να περιμένουμε ανταγωνισμό, συγκρούσεις, ακόμη και βία. Αντιθέτως, επιλέξατε να απεικονίσετε μια στοργική συμπεριφορά. Γιατί;
Φυσικά, υπάρχουν προβλήματα και μέσα στην ομάδα, αλλά, ναι, υπάρχει αγάπη και φροντίδα του ενός για τον άλλον. Μπορούμε να το νιώσουμε αυτό. Ο πραγματικός ανταγωνιστής σε αυτό το περιβάλλον είναι το ίδιο το κοινωνικοοικονομικό σύστημα που είναι σαν μια τεράστια απρόσωπη οντότητα. Δεν με ενδιέφερε να δείξω έναν συγκεκριμένο αντίπαλο, που θα μπορούσε να είναι ας πούμε ο διευθυντής του ξενοδοχείου ή κάποιος άλλος. Το πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο. Μέσα από τις ιστορίες των χαρακτήρων μου, ήθελα ο θεατής να βιώσει πώς είναι να ζεις και να εργάζεσαι σε αυτό το συγκεκριμένο περιβάλλον και πώς αυτός ο καθημερινός αγώνας και η εξάντληση επηρεάζουν τους ανθρώπους με την πάροδο των χρόνων. Όταν είσαι παγιδευμένος σε αυτό το επάγγελμα, δεν ξέρεις πού θα καταλήξεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ιστορία είναι σαν ένα είδος τρενάκι του λούνα παρκ. Παρακολουθούμε τους animateurs μέρα με τη μέρα και τελικά καταλήγουμε να ταυτιζόμαστε μαζί τους και σε υπαρξιακό επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι βρίσκονται συνεχώς μέσα σε ένα πλίθος ανθρώπων, όλοι τους παλεύουν με τη μοναξιά, μια μοναξιά που κουβαλάνε μαζί τους από καιρό. Δεν γνωρίζουμε το παρελθόν του καθενός, αλλά μπορούμε εύκολα να το φανταστούμε. Ακόμα και το κοριτσάκι νιώθει μοναξιά. Για μένα, ήταν πολύ σημαντικό να βάλω τον θεατή στην θέση τους.
Το ANIMAL έχει και μια χαρούμενη πλευρά. Υπάρχει πολύ χιούμορ και αληθινός ενθουσιασμός. Οι παραστάσεις είναι αστείες, διασκεδαστικές και κάθε τραγούδι μας μεταφέρει ζωντανά την αίσθηση των διακοπών. Πώς δουλέψατε στο soundtrack της ταινίας;
Με εξαίρεση μερικά πολύ γνωστά τραγούδια για τα οποία έπρεπε να αποκτήσουμε τα μουσικά δικαιώματα, η πλειονότητα των τραγουδιών είναι πρωτότυπες συνθέσεις του Αυστριακού μουσικού Wolfgang Frisch, που κατάλαβε ακριβώς τι ήθελα. Αρχικά του έστειλα τα βίντεο από τις πρώτες πρόβες με τα τραγούδια αναφοράς. Με τα βίντεο αυτά στο μυαλό του, συνέθεσε περισσότερα από 35 διαφορετικά τραγούδια. Το πιο δύσκολο γι’ αυτόν ήταν ότι έπρεπε να τελειώσει το 80% από αυτά μήνες πριν από τα γυρίσματα, επειδή τα χρειαζόμασταν για τις τελικές πρόβες της χορογραφίας. Όταν αρχίσαμε τα γυρίσματα, το 90% της μουσικής ήταν ήδη ολοκληρωμένο, κάτι που ήταν πολύ χρήσιμο για εμάς.
Η ταινία έχει πολλά στοιχεία ντοκιμαντέρ. Τι είδος έρευνας κάνατε πριν από τα γυρίσματα;
Ήθελα να δημιουργήσω ένα είδος σύγχρονου τσίρκου, ενσωματώνοντας τη φαντασία μου και τις δικές μου ιδέες, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούσα την πραγματικότητα ως βάση. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου μαγνητοσκόπησα πολλά προγράμματα και παραστάσεις σε διάφορα ξενοδοχεία. Ενημερωνόμουν, επίσης, για αυτού του είδους τις εκδηλώσεις και σε κρουαζιερόπλοια ή ξενοδοχεία άλλων μεσογειακών χώρων μέσο YouTube. Προσπάθησα να εξερευνήσω τα πάντα σχετικά με το θέμα, αντλώντας όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσα. Το κάνω πάντα αυτό, επειδή εμπιστεύομαι την πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα μου αρέσει να πηγαίνω τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα. Ορισμένα ξενοδοχεία στην Ελλάδα απασχολούν μόνο Γάλλους animateurs που ταξιδεύουν απευθείας εκεί από την Γαλλία, ενώ τα ξενοδοχεία που εργάζονται με Ρώσους τουρίστες προσλαμβάνουν κυρίως Ρώσους και Έλληνες animateurs. Στο Animal έδειξα κυρίως τουρίστες που ταξίδευαν από την Ανατολική Ευρώπη, επειδή δεν ήθελα να επικεντρωθώ σε high class, all-inclusive club hotels, αλλά σε καταλύματα Β’ ή Γ’ κατηγορίας. Παρακολούθησα πολλά σόου σε αυτά τα ξενοδοχεία για να πάρω μια γενική ιδέα για το τι είδος κοστούμια χρησιμοποιούν και για τον τρόπο που εκτελούν τα σκετς, κάνοντας απλά και κατανοητά αστεία για τους τουρίστες. Στη συνέχεια, όμως, πρόσθεσα πολλές δικές μου ιδέες, όπως τα αρχαιοελληνικά κοστούμια ή τα πιο περίτεχνα σκετς με νάνους, που είναι πολύ απαιτητικά και μάλλον δεν πραγματοποιούνται ποτέ σε αυτού του είδους τα ξενοδοχεία.
Κρατήσατε την τοποθεσία σκόπιμα ασαφή. Θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε στην Ελλάδα. Γιατί;
Ναι, είναι αλήθεια. Η Κρήτη δεν αναφέρεται ποτέ, εκτός κάπου στο τέλος της ταινίας. Η Κάλια είναι αυτή που λέει: “Θα έρθουμε σίγουρα σε αυτό το νησί του χρόνου!” Η ταινία γυρίστηκε εν μέρει στην Κρήτη και εν μέρει γύρω από την Αθήνα. Κάναμε εκτεταμένο location scouting για να καθορίσουμε πού θα γυρίζαμε. Καταλήξαμε στην Κρήτη, κοντά στη Χερσόνησο και τα Μάλια – που είναι η κύρια τοποθεσία- επειδή βρήκα πολύ ενδιαφέροντα ξενοδοχεία για το κύριο set και τις κατοικίες των animateurs εκεί. Όλα αυτά τα σπίτια δίπλα στη θάλασσα μοιάζουν να βρίσκονται πολύ μακριά από τον ‘παράδεισο’ της τουριστικής φιέστας. Από την άλλη πλευρά, απέφυγα σκόπιμα να αναφερθώ στην Κρήτη γιατί αυτή η ιστορία θα μπορούσε να διαδραματίζεται οπουδήποτε στον κόσμο και, κατά μία έννοια, οπουδήποτε στο χρόνο δηλαδή στο σήμερα, αλλά και πριν από πέντε χρόνια ή σε δέκα χρόνια. Μου αρέσει να δημιουργώ ένα γενικότερο, ευρύ συναίσθημα.
Σε ποια εποχή εξελίσσεται η δράση;
Χρονολογικά, η ιστορία υποτίθεται ότι αρχίζει τον Μάιο, στην αρχή της προετοιμασίας για τη νέα σεζόν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε μόνο πέντε κύριους animateurs στην αρχή. Τρεις από αυτούς εργάζονται όλο το χρόνο, συμπεριλαμβανομένου του χειμώνα όταν οι περισσότεροι τουρίστες είναι ηλικιωμένοι, γι’ αυτό και η ταινία αρχίζει με κάποια σκετς πιο χαμηλών τόνων στο εσωτερικό του ξενοδοχείου. Στη συνέχεια παρακολουθούμε την έναρξη της τουριστικής περιόδου, όταν πολλοί νέοι υπάλληλοι έρχονται να προστεθούν στο βασικό προσωπικό του ξενοδοχείου: “animateurs”, μάγειρες, καθαριστές κ.ο.κ. Το καλοκαίρι, όλη η ψυχαγωγία αλλάζει, γίνεται πολύ πιο έντονη και ζωηρή, με περισσότερους χορούς και μεγαλύτερες παραστάσεις.
Η ευέλικτη κάμερα της Monica Lenczewska αγκαλιάζει τα σώματα και τις κινήσεις τους με δυναμισμό και ζωντάνια, ενώ αποτυπώνει με ευαισθησία τις εναλλαγές του φωτός. Μπορείτε να μου μιλήσετε για τη συνεργασία σας;
Η Monica Lenczewska ήταν η διευθύντρια φωτογραφίας του Park, οπότε γνωριζόμαστε ήδη. Δουλέψαμε μαζί σε αυτή την νέα μου ταινία από την αρχή. Το χάσμα μεταξύ αυτού του λαμπερού κόσμου των ξενοδοχείων και των απλοϊκών κατοικιών των animators, ήταν μια εντελώς νέα πτυχή. Για αυτό η κάμερα έπρεπε να δημιουργήσει μια αίσθηση ντοκιμαντέρ, ρεαλιστική και έντονη. Φυσικά, το σώμα βρίσκεται στο επίκεντρο, μια και η δουλειά των animators είναι κυρίως σωματική. Οι κινήσεις της κάμερας αναδεικνύουν πόσο κουραστική και εξαντλητική μπορεί να είναι όλη αυτή η σωματική εργασία, ενώ o φωτισμός αποδίδει τη μοναξιά των animators και την ενεργητικότητα που επιδείκνυαν στις παραστάσεις τους. Η κάμερα είναι πάντα χειροκίνητη. Αυτό το είδος χορογραφίας ήταν περίπλοκο και εξαιρετικά δύσκολο να σχεδιαστεί. Έστηνα ήδη τις κινήσεις των ηθοποιών ενώ κάναμε πρόβες, έχοντας πάντα στο μυαλό μου την κάμερα. H Μόνικα έμεινε στην Ελλάδα δυο μήνες στην περίοδο της προετοιμασίας, παρακολούθησε τις περισσότερες από τις τελικές πρόβες και παρατήρησε πόσο δυναμικές και ενεργητικές θα ήταν οι κινήσεις των χαρακτήρων μέσα στο κάδρο, τόσο στις χορογραφίες όσο και στις υπόλοιπες σκηνές. Στη συνέχεια, για να καθορίσουμε περαιτέρω τις κινήσεις της κάμερας, καθίσαμε και μελετήσαμε μαζί τα βίντεο των προβών.
Πώς επιλέξατε τους ηθοποιούς και τους χορευτές σας; Πώς συνεργαστήκατε μαζί τους;
Η διαδικασία του κάστινγκ είναι πάντα το πιο κρίσιμο βήμα για μένα και συνήθως μου παίρνει πολλούς μήνες για να το φέρω εις πέρας. Εκτός από τους ηθοποιούς, χρειαζόμουν και χορευτές για το Animal. Οι χορευτές θα έφερναν ενέργεια στις πρόβες και θα βοηθούσαν τους ηθοποιούς να χορέψουν καλύτερα. Οι πολύμηνες πρόβες στην πραγματικότητα ωφέλησαν και τις δυο πλευρές, φέρνοντας τους χορευτές πιο κοντά στην υποκριτική και μαθαίνοντας στους ηθοποιούς πώς να δουλεύουν με το σώμα τους. Έψαξα παντού για να φτιάξω αυτή την ομάδα και συνάντησα πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Ήθελα να βρω έναν πολύ καλό χορευτή, ένα σέξι άτομο ή κάποιον αστείο. Καθένας από αυτούς θα έπρεπε να προσθέσει κάτι μοναδικό στο σύνολο. Δυσκολεύτηκα πολύ να βρω ποιος θα υποδυθεί την Kalia. Τελικά η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, αποδείχτηκε ιδανική για αυτό το ρόλο. Έχει εργαστεί κυρίως ως ηθοποιός τα τελευταία 15 χρόνια, αλλά έχει και στιβαρό χορευτικό υπόβαθρο. Στο τέλος η ομάδα των animateur αποτελούνταν από έναν μουσικό-ηθοποιό που τραγουδάει επίσης στην ταινία, έξι χορευτές-performers και τρεις ηθοποιούς. Στη συνέχεια προχωρήσαμε στην επόμενη φάση, τις πρόβες. Έναν πρώτο γύρο προβών για να γνωριστούν μεταξύ τους, να αυτοσχεδιάσουν ως ομάδα και να μάθουν περισσότερα για την δουλειά των animateurs. Ήθελα επίσης το κοριτσάκι που παίζει τη μικρή Μαίρη να νιώσει απόλυτα άνετα με όλους τους ενήλικους ηθοποιούς. Είχα επίγνωση ότι το συναίσθημα μιας “οικογένειας” δεν μπορεί απλώς να δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων- αντίθετα, απαιτεί εκτεταμένες πρόβες.
Πώς συνεχίστηκε αυτή η προετοιμασία;
Μετά από αυτό το πρώτο στάδιο περάσαμε στην εξάσκηση της χορογραφίας με τον Χρήστο Παπαδόπουλο. Εκτός από την κατανόηση των χορογραφιών που θα εκτελούσαν, ήθελα οι ηθοποιοί μου να αποδώσουν πλήρως το στοιχείο του σώματος. Επίσης, παρόλο που και οι ηθοποιοί και οι χορευτές είναι συνηθισμένοι να παίζουν μπροστά σε κοινό, οι animateurs έχουν μια εντελώς διαφορετική σχέση με το κοινό τους. Περάσαμε περίπου τέσσερις μήνες με αυτή τη διαδικασία προτού επιστρέψουμε στις πρόβες υποκριτικής και ενσωματώσουμε το στοιχείο του σώματος, τη χορογραφία και την ιδέα μιας ομάδας που εργάζεται και ζει μαζί. Τέλος, στο τρίτο στάδιο, προβάραμε κάθε σκηνή. Συνολικά, χρειαστήκαμε επτά με οκτώ μήνες προβών, αλλά άξιζε τον κόπο, γιατί όταν φτάσαμε στο πλατό, όλοι ήταν απόλυτα άνετοι μεταξύ τους και ικανοί να αποδώσουν πλήρως σε ένα πολύ εντατικό πρόγραμμα γυρισμάτων. Για να ολοκληρώσω το σενάριο, χρησιμοποίησα και τον αυτοσχεδιασμό- κατέγραψα όλες τις πρόβες, επέλεξα τους διαλόγους και δημιούργησα ένα είδος υποκριτικής και χορογραφίας κίνησης. Όλα έπρεπε να φαίνονται φυσικά αλλά, ταυτόχρονα, να είναι απολύτως ακριβή. Όταν πήγαμε στα γυρίσματα, ξέραμε ακριβώς τι θα έλεγαν οι ηθοποιοί, πού θα κινούνταν, πώς θα αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους και νιώθαμε όλοι πολύ άνετα.
Παρόλο που υπάρχουν πολλές ζωηρές, έντονες σκηνές, η γενική αίσθηση του ρυθμού της ταινίας αποπνέει ηρεμία και αυτό έχει να κάνει με το μοντάζ…
Σε αυτό το ξέφρενο περιβάλλον, με όλους αυτούς τους χαρακτήρες, ο μοντέρ μου Dragos Apetri και εγώ θέλαμε να είμαστε πολύ ακριβείς και να εστιάζουμε κάθε φορά στον χαρακτήρα ή τη στιγμή που ήταν ουσιαστική, βρίσκοντας τον σωστό τρόπο να συνδέσουμε τη μία σκηνή με την επόμενη, και διατηρώντας παράλληλα μια αφηγηματική σαφήνεια. Ήταν ακόμη πιο δύσκολο σε ορισμένες πολύπλοκες σκηνές να δημιουργήσουμε αυτή την ήρεμη αίσθηση για τον θεατή, να χτίσουμε μια συνεπή ιστορία μέσα σε όλη αυτή την τρέλα. Ο Dragos Apetri είναι Ρουμάνος. Ήταν η πρώτη φορά που συνεργαζόμουν με έναν ξένο στο μοντάζ, αλλά αποδείχθηκε πολύ ωφέλιμο για το Animal. Είχαμε πολύ χρήσιμες συζητήσεις για το πώς αντιλαμβανόταν πράγματα και καταστάσεις που δεν γνώριζε. Το μοντάζ ήταν μια μεγάλη πρόκληση αλλά, από την αρχή, και οι δύο μας ξέραμε ακριβώς τι επιδιώκαμε, απλά έπρεπε να πραγματοποιήσουμε το όραμά μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ποιοι σκηνοθέτες σας ενέπνευσαν ιδιαίτερα;
Ο Κασσαβέτης, λόγω του ρεαλισμού του και της ικανότητάς του να εξερευνά τον αγώνα της ανθρώπινης ψυχής. Αν και οι χαρακτήρες του είναι πολύ διαφορετικοί από τους δικούς μου, η χάρη στον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να μεταφέρει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης με συγκινεί βαθιά. Το Beau Travail της Claire Denis ήταν, επίσης, μια έμπνευση για την ταινία.
Η Μαρία Δρανδάκη από την Ελλάδα και η Lukas Valentina Rinner από την Αυστρία είναι οι δύο κύριοι παραγωγοί της ταινίας. Αυτή η συμπαραγωγή μεταξύ Ελλάδας και Αυστρίας είναι μια πρωτιά.
Ολόκληρο το σύστημα παραγωγής ήταν μια συμπαραγωγή πέντε χωρών, που μας εξασφάλισε τον προϋπολογισμό που χρειαζόμασταν για να στήσουμε αυτή την πολύπλοκη ταινία με πολλούς ηθοποιούς, πολλές διαφορετικές τοποθεσίες και πολλούς κομπάρσους. Χρειάστηκαν χρόνια για να στηθεί όλη αυτή η παραγωγή.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας;
Για να συνεχίσει ένας σκηνοθέτης να κάνει αυτή τη δουλειά, το πιο σημαντικό πράγμα είναι να μην ασχολείται με τις δυσκολίες! Είναι σημαντικό να διατηρεί κανείς πάντα μια θετική προσέγγιση, διαφορετικά αν εστιάζει μόνο στις δυσκολίες, καταστρέφει τη δημιουργικότητα και την αγάπη του για το σινεμά. Πρέπει απλώς να τις ξεχνάς τις δυσκολίες, δεν ξέρω ακριβώς πώς συμβαίνει αυτό, αλλά πρέπει να ξεγελάς λίγο τον εαυτό σου!
Όταν ξεκίνησα το μοντάζ -ίσως με βοήθησε σε αυτό και η εμπειρία που αποκόμισα κάνοντας την πρώτη μου ταινία- είπα στον εαυτό μου ότι πρέπει να ξεχάσω όλα τα προβλήματα και όλη την κούραση και να προσπαθήσω να δω το υλικό σαν να ήταν καινούργιο για μένα, ξεχνώντας τι συνέβη στα γυρίσματα ή πριν, και προσπαθώντας να αντιμετωπίσω κάθε σκηνή με αγάπη και φροντίδα. Ευτυχώς τα κατάφερα!