Σινεμά

Μόνος Επιζών: Η πληγωμένη αμερικάνικη «τιμή»

Βαρεθήκατε να βλέπετε επιτυχημένες αμερικάνικες πολεμικές επιχειρήσεις; Βαρεθήκατε ο στρατός των ΗΠΑ να τα κάνει όλα τέλεια; Θέλετε να δείτε Αμερικάνους να τρέχουν κυνηγημένοι; Να πέφτουν από βράχια και να ξαναπέφτουν ατελείωτα; Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για να δει κανείς τον Μόνο Επιζών (Lone Survivor).

Η ταινία δανείζεται τον τίτλο της από το βιβλίο που έγραψε ο νοσοκόμος Μάρκους Λουτρέλ (που ενσαρκώνει ο Μαρκ Γουόλμπεργκ), μοναδικός επιζών της επιχείρησης “Red Wings“, που συνοδεύτηκε με την πτώση μεταγωγικού και κόστισε την ζωή σε αρκετούς στρατιώτες ειδικών δυνάμεων αποτελώντας ως σήμερα την πιο «μαύρη σελίδα» στην ιστορία των SEALS. Η επιχείρηση που χαρακτηρίζεται από αρκετά τακτικά λάθη σήμερα γίνεται μάθημα στις στρατιωτικές σχολές ως παράδειγμα προς αποφυγή.

Βασισμένο στην αληθινή ιστορία που συγκλόνισε τις ΗΠΑ, η ταινία περιγράφει την ιστορία τεσσάρων ανδρών των ειδικών δυνάμεων S.E.A.L.S. (πολεμικού ναυτικού, κάτι αντίστοιχο με τους δικούς μας ‘βατραχάνθρωπους‘) που είχαν αποστολή να χτυπήσουν στόχο (όταν λέμε στόχο να θυμίσω αναφερόμαστε σε άνθρωπο, έναν τότε ηγέτη της Αλ Κάιντα) στο Αφγανιστάν και να φύγουν απαρατήρητοι. Δυστυχώς για αυτούς, πέφτουν πάνω τους βοσκοί που αποκαλύπτουν τη θέση τους με αποτέλεσμα να τους πάρουν στο κυνήγι εκατοντάδες εχθροί.

Όπως αποκαλύπτει και ο τίτλος, αλλά και η πραγματική ιστορία (στην οποία βασίζεται), όλοι ξέρουμε από την αρχή ότι μοναδικός επιζών στο τέλος θα μείνει ένας. Παρόλα αυτά, η ταινία έχει σημεία που υπάρχει αγωνία και στοιχεία περιπέτειας, εντυπωσιακές πτώσεις και μακιγιάζ από χτυπήματα που θα ζήλευαν και τα ζόμπι του Walking Dead. Φυσικά, διαθέτει πολύ καλή ηχοληψία στις μάχες. Ας μην ξεχνάμε ότι οι μοναδικές υποψηφιότητες του στα φετινά όσκαρ ήταν για ηχητικό μιξάζ και όσκαρ ηχητικής επεξεργασίας.

Αφού περάσουν οι τίτλοι έναρξης που μας δείχνουν πως μετατρέπουν οι S.E.A.L.S. τους απλούς φαντάρους σε Hulk ξεκινά η ταινία από το στρατόπεδο της βάσης που μένουν οι πρωταγωνιστές μας. Εκεί η υπερβολικά cool παρουσίαση ίσως σας μπερδεύσει και αντί για στρατό ίσως νομίσετε ότι οι νεαροί μαλλιάδες – μουσάτοι είναι κάποιο ροκ συγκρότημα ή μένουν σε φοιτητική εστία. Όλα οδηγούν στην αδιαφορία για μια αποστολή ρουτίνας: πάμε, σκοτώνουμε, φεύγουμε.

Να ζει ο αιχμάλωτος ή να μη ζει; Σημαντικό σημείο το δίλημμα με τους βοσκούς. Μπορεί οι στρατιώτες να υποεκτίμησαν την κατάσταση, ελευθερώνοντας τους κρατούμενους, αλλά η ταινία περνά νοήματα και για την αλλαγή νοοτροπίας όσο αφορά την αξία της ανθρώπινης ζωής σήμερα. Τελικά η θανάτωση οποιουδήποτε αθώου βρεθεί στο δρόμο τους προβάλλεται ως δικαιολογημένη στο θεατή. Μας κάνει να λέμε «Αν τους είχαν σκοτώσει θα τα είχαν αποφύγει όλα αυτά». Και πραγματικά η κατάχρηση βίας και οι άνευ λόγου εκτελέσεις άοπλων από στρατό και αστυνομικές δυνάμεις είναι φαινόμενο που βλέπουμε συνεχώς να χειροτερεύει.

– Did they realy shoot me in the fucking head?

…λέει ο Ben Foster με τραύματα που θα τον είχαν σκοτώσει τουλάχιστον δέκα φορές!

Ένα κουραστικό λάθος που κάνουν οι αμερικάνικες πολεμικές ταινίες που βασίζονται σε αληθινά γεγονότα είναι η αγιοποίηση και ηρωοποίηση των πρωταγωνιστών -ιδίως αυτών που θα πεθάνουν- ενώ οι εκατοντάδες υπόλοιποι Αφγανοί που έπεσαν υπερασπίζοντας στο κάτω κάτω την πατρίδα τους από τον εισβολέα είναι απλοί υπάνθρωποι, αδιάφοροι κομπάρσοι! Tα αμερικάνικα “κομμάντα”, πάντως πέφτουν δυο φορές από το… «Γκραν Κάνιον» και συνεχίζουν απτόητοι να στέκονται και να μάχονται! Αυτό το έκανε με μεγαλύτερη επιτυχία το Black Hawk Down του Ρίντλεϊ Σκοτ (2001) που είχε αληθοφάνεια, περισσότερη πλάκα, πιο γνωστό καστ και καλύτερη φωτογραφία. Ο Έρικ Μπάνα, όμως, εμφανίζεται και στα δυο.

Τελικά να τη δω: Αν είστε στρατέγκο ή φανατικοί φιλοαμερικάνοι η ταινία θα σας συναρπάσει, ίσως συγκινηθείτε κι όλας. Αν πάλι θέλετε να διασκεδάσετε χλευάζοντας τον αμερικάνικο στρατό σε μια επιχείρηση που το ένα λάθος υποδέχεται το επόμενο θα βρείτε αρκετές αφορμές για άφθονο γέλιο. Όλοι οι υπόλοιποι μπορείτε να επιλέξετε κάποια άλλη περιπέτεια ή να περιμένετε το dvd.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *