Σινεμά

Δύο απόψεις για το Luton

Στιγμές της καθημερινότητας τριών ανθρώπων (ενός ψιλικατζή, μιας δικηγόρου και ενός μαθητή λυκείου) που οι συνεχείς απογοητεύσεις τους οδηγούν σε έξαρση βίας. Δεν ξέρω τι να πω για την ταινία του Μιχάλη Κωνσταντάτου. Ο σκηνοθέτης ακολουθεί την σχολή Λάνθιμου, χωρίς ωστόσο να διαθέτει την αφηγηματική δεινότητά του πρώτου.

Στο Luton δεν συμβαίνει τίποτα. Δεν υπάρχει σενάριο, υπάρχουν μόνο οι απογοητεύσεις και οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Γεγονός που δεν το κάνει καθόλου ενδιαφέρον για το θεατή. Αυτό θα μπορούσε κάποιος να το δεχτεί εάν στο τέλος υπήρχε κάποια εξήγηση για το πώς βρέθηκαν να συνδεθούν αυτοί οι τρεις άνθρωποι. Αυτό, δυστυχώς, δεν γίνεται, με αποτέλεσμα το τέλος να φαίνεται ασύνδετο με την υπόλοιπη ταινία.

Δεν μπορώ να δώσω εύσημα στον Μ.Κωνσταντάτο. Η ταινία του διαθέτει ωραία φωτογραφία (μου άρεσαν ιδιαίτερα τα «λαμπερά» πλάνα του), αλλά λίγο από ουσία.

Και στο Fight Club είδαμε το πώς η καταναλωτική κοινωνία και η σύγχρονη ζωή οδηγούν στη βία, αλλά το είδαμε με σενάριο, υπόθεση και χαρακτήρες. Λυπάμαι, αλλά το Luton μού φάνηκε περισσότερο σαν μία άσκηση στυλ.

Τάιλερ

Ο Αγγελόπουλος συναντά το Funny Games! Ενδιαφέρουσα η σημερινή ελληνική πρόταση. Αυτή η ταινία έχει μερικά από τα καλύτερα μονοπλάνα που έχω δει και μπράβο στα παιδιά! Η κάμερα κινείται μαζί με το μάτι του θεατή, θολώνει αυτά που θέλει να θολώσει και κρατάει καθαρά αυτά που πρέπει, ενώ δε χάνει ούτε στιγμή το focus της στους πρωταγωνιστές. Φωτογραφία υψηλού επιπέδου για τα ελληνικά δεδομένα. Φωτεινά, με μια μικρή ένταση στο λευκό. Τα πάντα είναι προσεγμένα στη λεπτομέρεια.

Όταν ετοιμάζεις ένα πλάνο και σου βγει ωραίο, είσαι πραγματικά περήφανος για αυτό, είναι πιθανό να υποκύψεις στο λάθος να το κρατήσεις πιο πολύ από όσο πρέπει. Είναι ο αντίστοιχος όρος που στη μουσική τα 70′s ονομάζονταν ‘guitar masturbation’, όταν ο κιθαρίστας άρχιζε να παίζει σόλο και ξεχνούσε να σταματήσει.

Το πρόβλημα της χρονικότητας ενισχύεται από το ασαφές όχι τόσο προσεγμένο σενάριο. Παρακολουθούμε μια δικηγόρο να πάει για ψώνια, να περιμένει σε μια ουρά, να πάει στην τουαλέτα. Παρακολουθούμε έναν ψιλικατζή να βαριέται στο μαγαζί του, να κάθεται στην τραπεζαρία του, να είναι ξαπλωμένος στην παραλία. Παρακολουθούμε ένα κολλεγιόπαιδο (άλλος ένας κλώνος του Έντουαρντ του ‘Twilight’) να περιμένει στο παγκάκι, να χαζεύει στο μάθημα, να κοιτάει έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Κάθε ένα από τα μικρά αυτά κλιπάκια κρατάει από ένα δεκάλεπτο. Είναι πραγματικά δύσκολο για όλους να βγει αυτό σωστά μονοκοπανιά και μπράβο σε όλους, όμως γιατί ο σκηνοθέτης πιστεύει ότι θα μας ενδιαφέρει;

Το νόημα που ήθελες να πεις μας το εξάντλησες. Δεν έκανες την ταινία για να την βάλεις στο συρτάρι… Άνθρωποι θα το δούνε ρε μεγάλε! Εσύ αντέχεις να την ξαναδείς; Οk.

Ο καλλιτεχνικός κόσμος μερικές φορές δεν καταλαβαίνει ότι το να πάει κάποιος να κλειστεί κοντά δυο ώρες σε μια αίθουσα και να του δείξουν δυο ώρες από τη ζωή του δε θα τον ενδιαφέρει και τόσο. Δυστυχώς είναι τρεις ασύνδετες ιστορίες που όταν συνδέονται ξαφνικά αφήνει ένα απλοϊκό νόημα εκεί που θα μπορούσε να προτείνει το σενάριο και να ανοίξει φτερά.

Δηλαδή, η ανούσια καθημερινότητα κινδυνεύει να μετατραπεί σε καταπιεσμένη οργή. Είναι επηρεασμένο από την άνοδο του φασισμού; Είναι επηρεασμένο από την επανάσταση που γίνεται μέσα σε κάθε Έλληνα αυτή την περίοδο; Είναι το σεξ κι η βία η καθαρτήρια λύση; Είναι κάτι πιο διαχρονικό; Το σενάριο δεν απαντά και αφήνει ξεκρέμαστη την πολύ δουλειά των κάμεραμεν και του μοντάζ.

 Gimli

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *