Λύσσα Κακιά
Μια νεαρή κοπέλα (Ζωή Ζέρβα) προσπαθεί να σπουδάσει υποκριτική στη σχολή μιας νευρασθενικής αλλά κατά βάθος καλόψυχης διευθύντριας (Βίκυ Κουλιανού), κόντρα στη θέληση του τατουατζή πατέρα της (Τάκη Χρυσικάκου). Για να τα βγάλει πέρα δουλεύει παράλληλα σε μπαρ με τον κολλητό της (Γιώργο Καραμίχο).
Ο Νίκος Ζερβός κάνει πάλι τα δικά του και μας θυμίζει ότι είναι ένα είδος από μόνος του. Ξεκινώντας με τον Γιάννη Ζουγανέλη, έναν παλιό γνώριμο. Ποιος άλλος καταλληλότερος να μας μιλήσει για τον σκηνοθέτη, σε μια εισαγωγή που με άλλα λόγια μπορούμε να την εκλάβουμε σαν να μας λέει «είμαι ο Νίκος Ζερβός και έχω κάνει αυτά και δεν έχω τίποτα να αποδείξω σε κανέναν», ενώ ταυτόχρονα ζεσταίνει την ατμόσφαιρα προθερμαίνοντας μας.
Φυσικά έχει τα προβλήματα όλων των ελληνικών παραγωγών, σε ήχο και εικόνα, αλλά αυτό ποτέ δε σταμάτησε τον Ζερβό στο παρελθόν και δε θα το κάνει ούτε τώρα. Δένει δημιουργικά τους περιορισμούς του και όχι μοιρολατρικά. Φτιάχνει το δικό του σύμπαν στο οποίο και κινείται. Βάζει σε αυτό το σύμπαν τους ηθοποιούς που καλούνται να υποδυθούν άβγαλτους, φαντασμένους ηθοποιούς, στα πρώτα βήματα της καριέρας τους στη σχολή. Με άλλα λόγια τους βάζει να προσπαθήσουν να μην παίξουν καλά. Με άλλα λόγια, εκμοντερνίζει το trash cinema σε ένα νέο-cult ύφος. Μπορεί κανείς να βρει ομοιότητες και με τις ταινίες του Εντ Γουντ. Έτσι, σχεδόν αυτοσχεδιαστικά, αν κάτι πάει στραβά αλλά βγει καλό μπορεί να έχει τη θέση του στην ταινία.
Το Λύσσα Κακιά διαφέρει πολύ από τις προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη, αλλά κρατά κάποιες βασικές δομές. Στο δικό του προσωπικό χιούμορ οι σουρεαλιστικές καταστάσεις βγάζουν γέλιο από απλά γεγονότα, όπως έναν μεθυσμένο θαμώνα του μπαρ που κλειδώνεται καταλάθος μέσα στο μαγαζί. Αντίστοιχα, μια βόλτα σε μαγαζί της παραλιακής παραπέμπει σε ένα άδειο μέρος που κάθεται ο ηθοποιός προσπαθώντας να δείξει αμέριμνος ενώ τα τεράστια κύματα που σκάνε δίπλα του κοντεύουν να τον σκεπάσουν. Φυσικά, σταθερό στοιχείο και η ματιά του σκηνοθέτη προς το ωραίο φύλο.
Είναι μια ταινία που μπορεί εύκολα να διασκεδάσει τις μεγαλύτερες ηλικίες, στις είναι γνώριμο το σουρεαλιστικό χιούμορ του σκηνοθέτη. Όμως, παράλληλα, κάνει και ένα πρωτοποριακό άνοιγμα προς τις νεότερες ηλικίες, με την εισαγωγή των υποτίτλων. Στη εποχή που το τουίτερ των 140 χαρακτήρων, το facebook και τα μηνύματα των κινητών είναι το κύριο μέσο σχολιασμού, ο σκηνοθέτης τολμά να υιοθετήσει την αυτοσαρκαστική μέθοδο και να σατιρίσει τις καταστάσεις, τους ηθοποιούς του ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό.
Τελικά να το δω; Σε μια εποχή που το γέλιο έχει λείψει τόσο από τα χείλη μας όσο και από το ελληνικό σινεμά είναι σημαντική κάθε προσπάθεια. Ενδείκνυται για θερινό σινεμά με παρέα.