Σημαδεμένοι Δρόμοι (Macondo)
Ένα αγόρι από την Τσετσενία ζει στην Αυστρία με τη μητέρα του και τις δύο μικρότερες αδελφές του. Καθώς περιμένουν να εξεταστεί η αίτηση για παροχή ασύλου, οι μέρες περνούν με τον μικρό Ραμαζάν να σκέφτεται τον πατέρα του, να παίζει με τους φίλους του και να μπλέκει σε περιπέτειες. Η έλευση ενός γείτονα, φίλου του πατέρα του, αλλάζει τις ισορροπίες.
Ο τίτλος της ταινίας είναι το όνομα της γειτονιάς που ζει ο Ραμαζάν. Πρόκειται για μία γειτονιά με προσφυγικά διαμερίσματα, όπου ζουν άνθρωποι από διάφορες γωνιές του πλανήτη. Άνθρωποι που προσπαθούν δύσκολα να τα βγάλουν βόλτα. Δεν αποκλείεται να αποτελεί και μία αναφορά στη φανταστική πόλη που την βρίσκουμε στο μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό Χρόνια Μοναξιά.
Στην περίπτωση της ταινίας του Σουνταμπέχ Μορτεζάι βλέπουμε τον 11χρονο πιτσιρικά (υπέροχος ο μικρός Ραμαζάν Μινχαΐλοφ) να προσπαθεί να κάνει τον ενήλικα της οικογένειας: μαζεύει τις αδελφές του από το νηπιαγωγείο, πηγαίνει σουπερμάρκετ, επικοινωνεί αντί για τη μητέρα του.
Μέσα στην απλότητά της, η ταινία του Μορτεζάι παρουσιάζει την απλή, δύσκολη, πικρή και γλυκιά καμιά φορά ζωή στον προσφυγικό καταυλισμό. Ο ερχομός ενός άνδρα που δηλώνει φίλος του νεκρού πατέρα του, η προσέγγιση των δύο αυτών χαρακτήρων (του Ραμαζάν που αναζητεί έναν πατέρα, αλλά ζηλεύει την προσέγγιση με τη μητέρα του –πολύ καλή και η Κέντα Γκαζίεβα- και η επιθυμία του Ίσα να βοηθήσει) βρίσκεται στην καρδιά της ταινίας. Μιας ταινίας που προσεγγίζει το θέμα της όχι με υπερβολικό ή αχρείαστα δραματικό τρόπο, αλλά με μια απλότητα –που προέρχεται ίσως από τη θητεία του σκηνοθέτη στο ντοκιμαντέρ.
Θρησκεία, πίστη, ενηλικίωση, προσφυγιά, οικογενειακές σχέσεις, όλα είναι θέματα με τα οποία καταπιάνεται η ταινία και όλα παρουσιάζονται χωρίς να βαραίνουν τον θεατή, σε έναν κινηματογράφο σοσιαλιστικού ρεαλισμού που θυμίζει κάτι από αδελφούς Νταρντέν.
Τελικά να τη δω;
Όμορφη προσπάθεια από έναν πρωτοεμφανιζόμενο –στη μυθοπλασία- σκηνοθέτη.