ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Μαγνητικά πεδία

Της M.G.Vagenas

Μαγνητικά πεδία η πρώτη μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη και δημιουργού κόμικς Γιώργου Γούση.

Μια γυναίκα και ένας άντρας συναντιούνται τυχαία στην Κεφαλονιά στη μέση του χειμώνα.

Αυτή είναι η αρχική ιδέα της ταινίας που παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στο τμήμα Film Forward του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (TIFF), ενθουσίασε και συγκίνησε τις διάφορες κριτικές επιτροπές της διοργάνωσης κερδίζοντας, εκτός από το βραβείο καλύτερης ελληνικής ταινίας, και πολλές άλλες διακρίσεις.

Η Έλενα και ο Αντώνης, είναι δύο μοναχικές, χαμένες υπάρξεις που, ωθούμενες από μια αόρατη δύναμη ανθρώπινου μαγνητισμού, έλκονται μέσα από κενό της μοναξιάς τους.

Η Έλενα Τοπαλίδου, που αναδεικνύεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια σαν μια εμβληματική παρουσία στον ελληνικό κινηματογράφο, είναι χορεύτρια κλασσικού μπαλέτου. Πάντα κόντρα στο ρεύμα, άφησε πίσω της τον καθιερωμένο κόσμο του κλασικού χορού για να εξερευνήσει άλλες, καινοτόμες δυνατότητες σωματικής έκφρασης με μια δική της ομάδα χορευτών.

Στην ταινία η Έλενα, πάντα ντυμένη στα μαύρα, είναι μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, έχει το λεπτό, εύκαμπτο σώμα μιας χορεύτριας και ένα αυστηρό πρόσωπο στο οποίο δεσπόζουν δυο τεράστια μαύρα, μελαγχολικά μάτια.  Τα λεπτά μαλλιά της είναι μόνιμα δεμένα σε έναν κότσο, όπως αυτά μιας μπαλαρίνας.

Από την άλλη, ο Αντώνης, τον οποίο υποδύεται ο Αντώνης Τσιτσόπουλος, είναι ένας ψηλός  γεροδεμένος άντρας με μακριά γένια, φοράει συνεχώς ένα φανταχτερό κίτρινο μπουφάν και έναν κόκκινο σκούφο. Το πρόσωπό του έχει μια ευγενική έκφραση και το καθαρό βλέμμα ενός παιδιού.

Αυτοί οι δύο χαρακτήρες προσεγγίζουν προσεκτικά ο ένας τον άλλον, βασικά, όμως, είναι πάντα εκείνη που παίρνει την πρωτοβουλία, που δημιουργεί και προκαλεί -κυρίως στην αρχή της ιστορίας- τις ευκαιρίες για να ξανασυναντήσει αυτόν τον μεγαλόσωμο, ντροπαλό άνδρα, που βρήκε τυχαία στο πλοίο για την Κεφαλονιά.

Η χημεία του ζευγαριού είναι αναμφισβήτητη. Η αυτοσυγκράτηση, η μετριοπάθεια και συνάμα η επιμονή που χαρακτηρίζει αυτούς τους δυο χαρακτήρες θυμίζει εκείνα τα μυθικά ζευγάρια που δημιούργησε ο Aki Kaurismaki στις ταινίες του. Οι λακωνικοί διάλογοι και η απουσία άσκοπης φλυαρίας, μας κάνουν να νιώθουμε πως κάθε λέξη που λέγεται είναι πολύτιμη, επιλεγμένη με προσοχή από τους δυο ήρωες αυτής της ιστορίας αλλά και δύσκολη να ειπωθεί, σαν να μην καταφέρνουν η Έλενα και Αντώνης να εκφραστούν παρά την προφανή επιθυμία τους να επικοινωνήσουν ο ένας με τον άλλο.

Η ιδιαίτερη άρθρωση με την οποία μιλάνε και οι δυο τους σπάει τους κώδικες του ρεαλισμού. Οι αφύσικες, μακριές παύσεις που κάνουν, ο συχνά σπασμωδικός και απότομος τρόπος με τον οποίον  γελάνε έχει κάτι το θεατρικό χωρίς ώμος αυτό να είναι ποτέ υπερβολικό. Υπάρχει πάντα ένα μέτρο σε κάθε έκφραση, σε κάθε κίνηση τους.  

Πράγματι, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της αφήγησης είναι αυτό της ισορροπίας- οι δύο πρωταγωνιστές είναι σαν να περπατάνε συνεχώς σε ένα τεντωμένο σχοινί πάνω από το κενό, κάτι που γίνεται αισθητό, με απόλυτη συνέπεια, σε όλη την ταινία.  Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται, βαδίζουνε στα μονοπάτια της σχέσης τους και ανοίγονται σιγά σιγά ο ένας στον άλλο είναι ευαίσθητος με συχνές πινελιές πόνου και χιούμορ.

Και οι δύο παραπαίουν – ειδικά εκείνη – έχοντας φτάσει σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής τους όπου, ξαφνικά, τίποτα πια δεν πάει καλά, χωρίς να ξέρουνε πραγματικά το γιατί.

 Ένα πρωί, η Έλενα νιώθει πως δεν αναγνωρίζει πια το πρόσωπό της στον καθρέφτη και ενώ υποτίθεται ότι θα ταξίδευε με το αυτοκίνητο της από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, για να συμμετάσχει εκεί σε ένα workshop χορού, αλλάζει απροσδόκητα κατεύθυνση ξεκινώντας έτσι μια περιπέτεια ή μάλλον, πιο σωστό θα ήταν να πει κανείς, μια περιπλάνηση.

Ίσως αναζητάει τον εαυτό της, τις βαθύτερες επιθυμίες της ή ένα νέο νόημα στη ζωή της. Ωστόσο, φαινομενικά, έχει όλα όσα χρειάζεται για να είναι ευτυχισμένη: έναν γιο που λατρεύει και έναν σύζυγο με τον οποίο είναι ερωτευμένη, αλλά δεν θέλει πλέον να χορεύει. Ίσως θέλει να αρχίσει να τραγουδάει, αλλά ούτε η ίδια δεν ξέρει καλά, καλά.

Αναμφίβολα, μια από τις πιο δυνατές στιγμές της ταινίας, είναι μια σκηνή όπου η Έλενα τραγουδάει σπαρακτικά στον συνταξιδιώτη της ένα θλιβερό τραγούδι, με τη σπασμένη και τρεμάμενη φωνή της. Στη συνέχεια, η γυναίκα αναφέρει τυχαία ότι η φωνή της έχει ανακάμψει σημαντικά μετά την εγχείρησή της. Δεν θα μάθουμε ποτέ κάτι περισσότερο γι’ αυτό.

Μετά από μια φευγαλέα συνομιλία με τον Αντώνη στο πλοίο για την Κεφαλονιά, η Έλενα διαισθάνεται ότι ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να είναι ο τέλειος σύντροφος στην περιπλάνηση της και του προτείνει να τον πάει η ίδια με το αυτοκίνητο της, οπού εκείνος χρειάζεται μια και το δικό του βρίσκεται στο συνεργείο.

Δύο “αντικείμενα”, είναι στενά συνδεδεμένα με τον καθένα από τους πρωταγωνιστές και αποτελούν απαραίτητα στοιχεία για την συνέχεια αυτού το τόσο ιδιότυπου road movie: το αυτοκίνητο της Έλενας, ένα παλιό γκολφ που η ίδια φωνάζει “Georges”, και ένα μυστηριώδες μεταλλικό κουτί που σέρνει συνεχώς μαζί του ο Αντώνης. Το κουτί κρύβει, τρόπον τινά, έναν ακόμη «χαρακτήρα» της ιστορίας στο εσωτερικό του, δηλαδή τα οστά μιας μακρινής θείας του Αντώνη που εκείνος υποσχέθηκε να θάψει στη γενέτειρά της, την Κεφαλονιά.

Η πλοκή παίρνει μια νέα τροπή όταν ο υπάλληλος του τοπικού νεκροταφείου αρνείται να  θάψει τα οστά της θείας. Οι δύο ήρωες αποφασίζουν τότε να αναζητήσουν μια όμορφη τοποθεσία στο νησί για να της προσφέρουν την ταφή που της αρμόζει. Όμως η αναζήτηση αυτή αποδεικνύεται πιο περίπλοκη απ’ ό,τι και οι δυο τους είχανε φανταστεί. Το νησί είναι γεμάτο από εκπληκτικά όμορφα μέρη αλλά, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, κανένα από αυτά δεν τους φαίνεται κατάλληλο για να υποδεχτεί τα οστά της θείας.

Είναι όμως πραγματικά αυτός ο λόγος ή μήπως είναι περισσότερο η ασυνείδητη επιθυμία και των δυο να παρατείνουν το κοινό τους ταξίδι για να μείνουν για λίγο ακόμα μαζί;

Το σενάριο δεν πέφτει στην εύκολη και κοινότυπη λύση μιας ερωτικής ιστορίας μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Ο δεσμός που τους ενώνει είναι πολύ βαθύτερος, η αναζήτησή τους πολύ πιο ουσιαστική και πνευματική.

Η οικειότητα του ζευγαριού πλάθεται μέσα από τη σχέση του με το υπέροχο τοπίο του νησιού. Ο Γιώργος Γούσης εναλλάσσει επιδέξια κοντινά πλάνα του ζευγαριού με τα πολύ μακρινά, όπου το αυτοκίνητό τους είναι ένα μικροσκοπικό σημείο που κινείται μέσα στο μαγευτικό τοπίο, αλλά ο ήχος της συνομιλίας τους εξακολουθεί να είναι κοντά μας. Άλλες λήψεις, αντίθετα, είναι κουνημένες, κοκκώδεις, γυρισμένες με τηλεφακό. Η μουσική, που χρησιμοποιείται με φειδώ, υπογραμμίζει όμορφα την ιδιαίτερη μελαγχολία της ιστορίας.

Πέρα από κάθε κλισέ, η Κεφαλονιά είναι συχνά βροχερή, συννεφιασμένη και ομιχλώδης. Μέσα σε αυτή τη σιωπηλή, χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα το νησί είναι σαν κουκούλι για τους πρωταγωνιστές, τους υποδέχεται απαλά με όλη την εκπληκτική ομορφιά και ηρεμία του, βοηθώντας τους τελικά να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή τους.

Γυρισμένη σε μόλις μία εβδομάδα, με χαμηλό προϋπολογισμό, το Magnetic Fields αποτελεί μια χειροπιαστή απόδειξη πως μια αξιόλογη ταινία μπορεί να γυριστεί με πολύ περιορισμένα μέσα, όταν πίσω από την κάμερα βρίσκεται ένας σκηνοθέτης με μια πρωτότυπη, δυνατή κινηματογραφική ματιά και μια δυνατή ιστορία να πει.

cinepivates

Συντακτική ομάδα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *