ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινεμά

Η δική μας νύχτα

Δυο παλιοί γκάνγκστερ,ο Μάρκ και ο Χάνς βρίσκονται σε δύσκολη θέση όταν ο συνεργάτης τους Ζαν πέφτει στις γραμμές του μετρό,χωρίς να ξέρουν αν αυτοκτόνησε ή τον δολοφόνησαν. Οι τρεις τους σχεδίαζαν την κλοπή ενός ιού, με το όνομα STBO που πλήττει τους ανθρώπους που κάνουν έρωτα χωρίς συναίσθημα,με σκοπό να τον πουλήσουν σε μια μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία και να ξεχρεώσουν τα λεφτά που χρωστούν σε μια αρχόντισσα του υποκόσμου,την Αμερικάνα. Για να πετύχουν τον σκοπό τους ζητούν από τον Άλεξ,γιο του Ζαν,που έχει το ταλέντο του πατέρα του στην ταχυδακτυλουργία,γεγονός απαραίτητο για να κλέψουν το δείγμα του ιού. Ο Άλεξ,που θέλει να αλλάξει την ζωή του μετά τον θάνατο του πατέρα του,εγκαταλείπει την κοπέλα του Λιζ και δέχεται να συμμετάσχει στο κόλπο. Στην διαδρομή του προς το σπίτι των γκάνγκστερ γοητεύεται από μια γυναίκα που αποδεικνύεται ότι είναι η Άννα,η ερωμένη του Μάρκ. Ο Άλεξ ερωτεύεται την Άννα,μια αδύνατη αγάπη και η υπόθεση γίνεται πιο περίπλοκη.

Η δεύτερη ταινία του Καράξ έχει την ατυχία να προβάλλεται στην Ελλάδα με τον τελείως άστοχο τίτλο Η δική μας νύχτα που παραπέμπει περισσότερο σε γλυκερή και ανούσια αισθηματική κωμωδία παρά στην εκπληκτική κινηματογραφική εμπειρία η οποία είναι. Ο πραγματικός της τίτλος είναι Κακό αίμα  και παραπέμπει διττά στην γαλλική έκφραση που σημαίνει την ανησυχία και στο μολυσμένο αίμα που είναι και ένα από τα σημεία της πλοκής του έργου. Οι ήρωες της κινούνται σε μια πλοκή που συνδυάζει επιδημίες που οφείλονται σε ρετροϊούς, γκάνγκστερ, ληστείες και ερωτικές απογοητεύσεις. Η ταινία είναι ταυτόχρονα μια αστυνομική ταινία,μια παραβολή για το Aids και για καταδικασμένους έρωτες: η Λιζ αγαπάει τον Άλεξ που αγαπάει την Άννα που αγαπάει τον Μάρκ. Ο Κάραξ μας δίνει μια ταινία δοκίμιο πάνω στην αγάπη κάνοντας τον ήρωα της ταινίας του ένα κλασσικό ρομαντικό ήρωα κατευθείαν βγαλμένο από τα γραπτά του Ριμπό και του Γκαίτε. Ο Άλεξ είναι ταυτόχρονα έφηβος και άντρας,καβγατζής και ερωτευμένος,μιλάει κανονικά και σαν εγγαστρίμυθος. Ένας τέλειος ήρωας για ένα σκηνοθέτη που προτιμά την δύναμη της εικόνας και την υπέρβαση του στύλ από την αφηγηματική συνεκτικότητα. Ο Καράξ θέλει να εκφράσει την αγάπη του για την εικόνα με αυτό τον τρόπο και δεν είναι τυχαίο ότι το σπίτι των γκάνγκστερ είναι μια παλιά μπουτίκ κρεάτων με γυάλινες πόρτες που δεν κρύβουν τι συμβαίνει μέσα στο χώρο.Με την διάσπαση της πλοκής καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ονειρικό κόσμο γύρω από τον κεντρικό ήρωα που, σαν γκονταρικός ήρωας,επαναλαμβάνει ότι το στομάχι του είναι βαρύ σαν τσιμέντο και σαν να τον εμποδίζει να απογειωθεί. Τον φέρνει σε αντίθεση με την εικόνα των παλιών κακοποιών δίνοντας υπόσταση στην αντίθεση μεταξύ μοντέρνου και παλιού κινηματογράφου,μεταξύ του μοντέρνου έρωτα και του έρωτα με την κλασσική έννοια. Σαν γνήσιος κινηματογραφόφιλος ο Καράξ χρησιμοποιεί σαν σημεία στίξης ασπρόμαυρα πλάνα χωρίς ήχο που λειτουργούν σαν όνειρα του Άλεξ. Αν και η ιστορία της ταινίας φαίνεται εξαιρετικά απλή στο χαρτί καθώς είναι η ιστορία ενός νεαρού σε φυγή, που τρέχει πρoς το τέλος του και που ψάχνει την απόλυτη ελευθερία σε όλες τις πράξεις του,η μεταμφίεση της σε αστυνομική ιστορία δίνει την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να μελετήσει την εκλέπτυνση της κάθε στιγμής και να αποδομήσει τα στερεότυπα για να φτιάξει μια απόλυτη ρομαντική ιστορία.

Για να μπορέσει να αποδώσει την ατμόσφαιρα της ταινίας ο Καράξ γύρισε τα περισσότερα πλάνα της ταινίας του σε σκηνικά που έχουν φτιαχτεί ειδικά για την ταινία και του επιτρέπουν έτσι να παίξει με την εικόνα σαν ένας σουρεαλιστής ζωγράφος. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί πλάνα που μοιάζουν με πίνακες σύγχρονης ζωγραφικής συνδυάζοντας κλασσικές και μοντέρνες τάσεις,ακροβατεί με το συμβολισμό σε σημείο υπερβολικής δόσης,επεξεργάζεται κάθε πλάνο με την ακρίβεια ενός χρυσοχόου. Το επίτηδες γκρίζο σκηνικό χρησιμοποιείται για να αναδείξει περισσότερο τα βασικά χρώματα που έχουν εδώ το ρόλο του συμβόλου των συναισθημάτων: κόκκινο για το πάθος, μπλε για την λύπη. Κινηματογραφεί τα πρόσωπα από κοντά σε καταπληκτικές συνθέσεις για να απεικονίσει τα συναισθήματα και σε ορισμένες σκηνές η κάμερα κινηματογραφεί την δράση από ψηλά δίνοντας την ευκαιρία στον Καράξ να κάνει οπτικές συνθέσεις που παραπέμπουν σε πίνακες ζωγραφικές όπως στην σκηνή με την πτώση με αλεξίπτωτο και στην κατάληξη της ληστείας. Η πιο μαγική σκηνή της ταινίας όμως είναι ο χορός του Άλεξ στους δρόμους της πόλης με το σκηνοθέτη να καταγράφει σε ένα φανταστικό μονοπλάνο κινηματογραφημένο με πλαϊνό τράβελιγκ όλο τον πυρετό της νιότης που θέλει να αποβάλλει το βάρος που έχει στο στομάχι και να ξεκινήσει την αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας. Χρησιμοποιώντας το ντεκαλάζ της εικόνας και του ήχου,πειραματιζόμενος με την υφή της εικόνας,το φλού και το καδράρισμα ο σκηνοθέτης κατορθώνει να μας μεταδώσει το αίσθημα της φυγής και του συναισθήματος του έρωτα. Ο Κάραξ,μέσω των δυνατοτήτων που του προσφέρουν τα κινηματογραφικά εργαλεία,για να γιορτάσει τον κινηματογράφο και τον έρωτα γιατί για αυτόν τον σκηνοθέτη ο έρωτας είναι ο λόγος,είναι η δύναμη της ζωής και αυτό που κατορθώνει μέσα από την ταινία του είναι να μας πάρει μαζί του σε αυτήν την κινηματογραφική περιπλάνηση και στο τέλος να μας απελευθερώσει όπως την Άννα,κινηματογραφημένη σε κοντινό πλάνο και σε γρήγορη κίνηση να τρέχει σε ένα αεροδιάδρομο και να μοιάζει έτοιμη να πετάξει.

Στην διαχείριση των ηθοποιών του ο Καράξ δίνει επίσης μαθήματα σκηνοθετικής ευφυίας.Ο Μισέλ Πικολί είναι εκπληκτικός στο ρόλο του γκάνγκστερ που αρχίζει να γερνάει και να νιώθει τον φόβο της απόσυρσης και του θανάτου να τον πλησιάζουν. Ο Χάνς Μέγιερ δίνει στο ρόλο του μια δόση χιούμορ και ειρωνείας και ταυτόχρονα μιας πατρικής φιγούρας για όλους. Ο  Ούγκο Πράτ,ο πατέρας του ήρωα κόμικ Κόρτο Μαλτέζε,δίνει μια καταπληκτική ερμηνεία στο ρόλο του σκληρού κακοποιού που δείχνει να έχει βαρεθεί τους σκοτωμούς και την δράση. Η Ζiλi Ντελπί δίνει μια αγγελική μορφή στο ρόλο της νεαρής Λίζ και την κάνει μια πραγματική ρομαντική ηρωίδα. Την παράσταση όμως κλέβει το πρωταγωνιστικό ζευγάρι Ζιλιέτ Μπινός και Ντενί Λαβάν. H Μπινός,αιθέρια,δίνει,με την έκφραση του προσώπου της και την εκφορά του λόγου,στον θεατή μια παλέτα συναισθημάτων αλλά και την εσωτερική της σύγκρουση,της αγάπης για τον Μάρκ αλλά και της έλξης που της προκαλεί ο πυρετώδης Άλεξ. Ο Ντενί Λαβάν,πρώην καλλιτέχνης του θεάτρου δρόμου,είναι η κινητήρια δύναμη της ταινίας. Ερμηνεύει έξοχα αυτό τον πυρετό της νιότης,του έρωτα και με την βαθιά φωνή του και το  σώμα του κυριαρχεί στο πλάνο με την ελαστικότητα και την εκφραστικότητα του. Η πράξη του τρεξίματος δε φαινόταν ποτέ τόσο εκφραστική καθώς η κίνηση του Λαβάν την κάνει να μοιάζει σαν μια φυσική αναγκαιότητα,σαν τον μόνο τρόπο για να αντιμετωπισθεί κάποια εσωτερική αναταραχή,μια απελευθέρωση τόσο για τον ίδιο όσο και για τους θεατές.

Κωνσταντίνος Σκαρμούτσος

Παρά το γαλλικό μου ψευδώνυμο που είναι και το φιλμικό alter ego του Francois Truffaut, γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη στης οποίας τους κινηματογράφους είχα τις πρώτες επαφές με τον κινηματογράφο. Από τη μια «Ο πόλεμος των άστρων» και από την άλλη ο «Τοίχος» του Γιλμάζ Γκιουνέι συνέστησαν το δίπολο πού με κυνηγάει. Τα άστρα του Χόλιγουντ και τα διακριτικά φώτα του cinéma d’auteur με οδήγησαν στην Γαλλία όπου ανδρώθηκα στην κινηματογραφική σκέψη. Τι μ’αρέσει; Απλό: όλες οι καλές ταινίες από όλα τα είδη εκτός από τις ρομαντικές κομεντί. Ιδιαίτερη προτίμηση σε ευρωπαïκό, ανεξάρτητο αμερικάνικο και ασιατικό κινηματογράφο. Κλείνω εδώ γιατί ως γνήσιος λάτρης του γαλλικού νέου κύματος μου αρέσει να μιλάω με τις ώρες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *