Home CinemaΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η σκάλα και το πηγάδι

Julie 2

Δεν  είναι η Σουηδία του 19ου αιώνα, είναι η Β.Ιρλανδία του ίδιου αιώνα.  Δεν είναι κόμης  ο αφέντης του  αρχοντικού , είναι βαρόνος. Δεν λέγεται Κριστίν η θεοφοβούμενη μαγείρισσα, αλλά Καθλίν, ο βαλές-πειρασμός  παραμένει Τζων.

Η ταινία  της ηθοποιού Liv Ullmann  MISS  JULIE  (διασκευή  του θρυλικού θεατρικού  του A.Strindberg Froken Julie) είναι μία  εξαιρετική παραγωγή η οποία  αποζημιώνει τον θεατή  που έχει ελάχιστη  (ή καθόλου) γνώση του πρωτότυπου έργου. Η ιστορία  όπως και στο θεατρικό  αναπτύσσεται  στο τεράστιο αρχοντικό του βαρόνου ,ο οποίος  παραμένει απών  καθ’ όλη τη διάρκεια  της ταινίας, αν  και γίνονται συνεχώς  αναφορές  στο πρόσωπό του , μοιάζει  με  maguffin  πριν τον  Χίτσκοκ, συγκεκριμένα  στην μεγάλη  και φωτεινή κουζίνα  του σπιτιού, υλική  ίσως υπενθύμιση της λαϊκής ρήσης:  σε νερό  μαγειρεύουμε όλοι (αφεντικά και δούλοι). Η Ullmann  έφτιαξε  ένα εξαίρετο  δράμα δωματίου για αφέντες και  υποτακτικούς, ανώτερους κοινωνικά και κατώτερους, άντρες και γυναίκες,  οι οποίοι είναι ισοβίως  περιορισμένοι στα κλουβιά  της τάξης τους/κοινωνικής προέλευσης/φόβων/απωθημένων τους. Η πρωταγωνιστική τριάδα των ηθοποιών με προεξάρχουσα την υπέροχη J.Chastain αιματοδοτεί  τρεις ανθρώπους  που προσδιορίζονται  αυστηρώς απ΄την κοινωνική τους τάξη. Ωραιότατα κοστούμια και σκηνικά, μουσική από “ιερά τέρατα” (Schumann, Bach, Chopin, Schubert και Tschaikovsky), πολύ ωραίους  διαλόγους και  φωτογραφία που παραπέμπει σε πίνακες του sir George Clausen ,συνθέτουν  ένα κομψοτέχνημα  κοινωνικής ανόδου και συντριβής, πλήρες  ψυχαναλυτικών αντηχήσεων και  αλληγοριών (οι διάλογοι  δεν  έχουν  ποτέ  μόνο το άμεσο, προφανές νόημα) για ένα δυνάμει  ζεύγος εραστών που μοιάζουν εγκλωβισμένοι στους ρόλους τους:  απ΄ τη μία  βρίσκεται  η πανέμορφη, κομψή, φίνα  Τζούλια (η Chastain   δίνει ρεσιτάλ  ερμηνείας, είναι απόλαυση να παρατηρείς  τις ψυχολογικές μεταπτώσεις  πάνω στο προ-ραφαηλητικό πρόσωπό της), η οποία υποφέρει  σιωπηλά  λόγω της μοναξιάς  που την καταβροχθίζει, μέσα σ΄ένα τεράστιο  σπίτι-σύμβολο της ευμάρειας, περιστοιχισμένη από  υπηρέτες, φύλακες, σταβλίτες, κηπουρούς που “παίρνουν  τα λεφτά  και το ψωμί  απ ΄τα χέρια σας και φτύνουν πίσω απ΄την πλάτη σας δεσποινίς Τζούλια!”, όπως  της  λέει  προσγειώνοντάς την  ο μετρημένα  εκδηλωτικός βαλές  του πατέρα της, ο Τζων (ο Collin Farell  εξαιρετικός επίσης, πλάθει  έναν υπηρέτη που έχει σημαδευτεί  δια βίου απ΄τον πόθο της κοινωνικής ανόδου, του πλούτου, της κοινωνικής καταξίωσης, όλα αυτά  που έχει η πεντάμορφη Τζούλια αλλά που δείχνουν να την πνίγουν , ώστε κι αυτή να ποθεί  μια διαφορετική ζωή. Εκεί  που η μία  επιθυμεί  διακαώς  να κατέβει, ο άλλος  επιθυμεί να ανέβει, συναντιούνται  στο μέσο, λάθρα  και κλεφτά μέσα στον ελεγχόμενο  χώρο του αρχοντικού, προστατευμένοι ( ; ) απ’ τα σύμβολα της τάξης τους, σαν δύο σκανταλιάρικα  παιδιά που αποφασίζουν  να  ξεφαντώσουν επ΄ευκαιρία της  απουσίας του “δράκου”-βαρόνου.

Η Τζούλια , η ωραία, πλούσια θυγατέρα  που αποπλανεί  τον υπάκουο υπηρέτη της- τι μέλλον  μπορεί να έχει  μια τέτοια σχέση ανάμεσα  σε μια αριστοκράτισσα   κι έναν κατώτερο κοινωνικά; Το έξοχο πόνημα της Ullmann φαίνεται να δομείται (το λέω  αυτό μη έχοντας δει/διαβάσει το πρωτότυπο θεατρικό) πάνω σε δύο άξονες:  κοινωνική τάξη, οι Πάνω και οι Κάτω, οι κατέχοντες και οι μη έχοντες στον ήλιο μοίρα  και ο καταπιεσμένος  έρωτας, ο έρωτας  που τρώει τα σωθικά, απωθείται κι επιστρέφει  για να πάρει εκδίκηση. Φιλτράρεται όμως , κι εδώ βρίσκεται η τραγωδία, μέσα απ΄το φόβο του  κοινωνικού ελέγχου που ασκεί, όχι μόνο  ο πλούσιος, ο ισχυρός οικονομικά, αλλά κι ο εργάτης, ο συνάδελφος του Τζων- η Καθλίν ας πούμε,  μόλις αντιληφθεί  επικίνδυνους συγχρωτισμούς  με τ’αφεντικά (εν προκειμένω  με την δεσποινίδα  Τζούλια). Το τραγικό στην ταινία  είναι πως οτιδήποτε  διαμείβεται  ανάμεσα στον Τζων και τη Τζούλια, ανάμεσα  στην κυρία του σπιτιού και τον υπηρέτη της, νοθεύεται  ακριβώς  απ’ την  διαλεκτική σχέση  Αφέντη-Δούλου: κάθε φράση τους, κάθε αίτημα, κάθε επιθυμία, κάθε εξομολόγηση, μοιάζει – τουλάχιστον απ΄την πλευρά του Τζων-  να γίνεται οπισθόβουλα, ν’ αποσκοπεί κάπου, πέρα απ ΄το ότι σκιάζεται μονίμως απ΄το φόβο του ν’αντιληφθεί  ο Βαρόνος τι μέγα σκάνδαλο  συνέβη εν τη απουσία του (η Τζούλια  μιλάει  για οικογενειακή ατίμωση), το οποίο ποιος προκάλεσε άραγε; η Τζούλια  με την κακομαθημένη  συμπεριφορά της, ή ο Τζων με την αποδοχή αυτής της συμπεριφοράς;

miss-juliemiss julie 5

julie 6

Είναι επίσης αξιοσημείωτη η περίτεχνη εναλλαγή  των ρόλων κυρίαρχου -κυριαρχούμενου ανάμεσα στον Τζων και τη Τζούλια, τον “παρακατιανό”  και την αριστοκράτισσα , παρατηρώντας  όχι μόνο  τους διαλόγους  αλλά και τις εκφράσεις  στα πρόσωπά τους , το στήσιμο των κορμιών τους. Οι  Chastain-Farrell  είναι  εξαίρετοι μεν, αλλά θα προτιμούσα άλλον ηθοποιό  στη θέση του Farrell. Όχι επειδή ο Farrell   δεν είναι  καλός στο ρόλο του , ίσα-ίσα. Αλλά δεν ένιωθα  να υπάρχει  η απαραίτητη  χημεία  κι ερωτισμός  ανάμεσα σ’ αυτόν και τη Jessica. Άλλος  πρωταγωνιστής (φερειπείν ο Sullivan Stapleton του Animal Kingdom  ή ο Sam Reid των ’71 και Belle  οι οποίοι  είναι  και πολύ σέξι  αγόρια  και παθιασμένοι στις ερμηνείες τους ) θα έκανε  ακαταμάχητο ζευγάρι με την Chastain  και πιο έντονη (και αβάσταχτη) την αντίθεση  μεταξύ του γοητευτικού , δυνάμει ζεύγους, κι αυτού  του θλιβερού , μονίμως συνοφρυωμένου “μπόγου” που είναι  η Καθλίν (η Samantha Morton, μ’ εκείνο  το αποκρουστικό  πρήξιμο που είχε και στο Cosmopolis, είναι  επαρκώς άσχημη, χοντρή υπηρέτρια, η ευσυνείδητη δουλευταρού, η μαγείρισσα  με τη ταξική συνείδηση  η οποία δε λησμονεί  ποτέ τη θέση της  και φροντίζει να υπενθυμίζει και στον Τζων τη δική του, στον ευεπίφορο στα κελεύσματα του παιδιόθεν έρωτά του, Τζων).

Η υπέρβαση των ταξικών  ορίων έχει δυσμενείς  συνέπειες- “η τάξη είναι τάξη” λέει  στον πελαγωμένο Τζων. Το πάρα πολύ  ενδιαφέρον όμως  μ’ αυτή τη διασκευή  που έκανε  η Ullmann  δεν είναι μόνο η βαριά  σκιά της τάξης, αλλά  και του φύλου. Η ταινία  είναι σημαντικότατη  και από φεμινιστική σκοπιά- το συγκλονιστικό  φινάλε  δεν είναι μόνο μιά έξοχη αλληγορία  περί της κοινωνικής ανόδου και πτώσης, αλλά  και ο θρίαμβος του αρσενικού πάνω στο θηλυκό. Ο αμοιβαία εξομολογητικός  διάλογος  της Τζούλιας με τον Τζων μέσα στην κουζίνα, σε προηγούμενη σκηνή, είναι χαρακτηριστικός των προθέσεών τους:  η πλούσια , ολομόναχη θυγατέρα  ποθεί μια άλλη ζωή, τα λεφτά (του πατέρα της) δεν αποτελούν εγγύηση της ψυχικής της ανάτασης, ο βαλές που ονειρεύεται ν ‘ανέβει  την κοινωνική  σκάλα ,της  εξομολογείται  πως στ’ όνειρο που στοιχειώνει τον ύπνο του, βλέπει  πως προσπαθεί  ν’ ανέβει τον γλυστερό κορμό  ενός μεγάλου  δέντρου  αλλά συνέχεια  πέφτει. Πρέπει να πιάσει το πρώτο κλαδί (η Τζούλια είναι  αυτό το κλαδί, το σκαλοπάτι που πρέπει να πατήσει  ο Τζων για ν’ ανέλθει). Το εξωφρενικό  μ΄αυτή  την ιστορία  ξελογιάσματος είναι  πως  ενώ θα περιμέναμε ότι  αυτό που συνέβη μεταξύ των δύο  θα είχε δυσμενείς  συνέπειες για τον υπηρέτη, έχει τελικά  για το αφεντικό του- η Τζούλια είναι αυτή που αφανίζεται, κυριολεκτικά. Δεν έχει σημασία  ότι  ο κατώτερος Τζων άγγιξε “ανεπίτρεπτα”  τη Τζούλια την αριστοκράτισσα.  Γιατί η αριστοκράτισσα, πάνω και πίσω απ΄όλα  είναι γυναίκα (δηλαδή κοινωνικά μειονεκτούν πρόσωπο τον 19ο αιώνα που εκτυλίσσεται το δράμα- αλλά μήπως  και σήμερα  εν έτει  2015 με αναφορές σε σύγχρονους δούλους  κυρίως γυναίκες και παιδιά  λόγω του ευάλωτου status τους, είναι  εντελώς καλύτερα τα πράγματα;) χωρίς κανέναν έλεγχο επί του εαυτού της.

morton 2julie 7morton 3

Η νίκη του Τζων  επί της Τζούλιας , τελείται όχι επί τη βάσει  της τάξης του, αλλά επί τη βάσει του φύλου του. Ο άντρας, είτε βαρόνος  είτε βαλές , έχει  την κοινωνική  υπεροχή (και ανοχή). Το τραγικό φινάλε (η Chastain θα γινόταν  πολύ ωραία Οφηλία) το οποίο κλείνει στα νερά, όπως  και άνοιξε το δράμα, αποδεικνύει  ότι η κοινωνική  μειονεξία  του θηλυκού  δεν έχει να κάνει  μόνο με  το χρήμα και την έλλειψή του, αλλά είναι ακόμα πιo σκοτεινά και υπόγεια  τα εμπόδια  που του φράζουν  το δρόμο και καθιστούν  τη γυναίκα, την αιωνίως χαμένη.

Δύο έκαναν τη “ζαβολιά” , η γυναίκα  την πληρώνει. Οποιαδήποτε  ομοιότητα με  προγενέστερες ή μεταγενέστερες περιπτώσεις  δεν είναι συμπτωματική…

julie 8

julie 10julie 9julie 12

Κατερίνα Καρά

Την πρώτη ταινία την είδε πριν πολλά χρόνια σε συνοικιακό σινεμά. Τραυματική εμπειρία... Επική η ταινία. Από τότε δηλώνει ανερυθριάστως ότι οι ταινίες (όπως και τα βιβλία) την έχουν πάρει κανονικά στο λαιμό τους. Πιστεύει ότι το σινεμά, όπως και η Τέχνη γενικώς, ΔΕΝ θα πεθάνει ποτέ, επειδή η τρισάθλια πραγματικότητα ειρωνεύεται χοντρά τις προθέσεις και τα όνειρά μας... Άρα κάπως πρέπει να αποδίδεται δικαιοσύνη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *