Νορβηγία
1984. Ο Ζανό φτάνει πρώτη φορά στην πόλη. Φωτοφοβικός, βρικόλακας, δεινός χορευτής, καίγεται, σκορπίζεται, χαραμίζεται σε μια Αθήνα που δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη. Και το μόνο που θέλει είναι ένα «ζεστό κορίτσι». Στη Ντίσκο Ζαρντόζ, ένα καταγώγιο, άντρο παρανόμων, συναντά την πόρνη Αλίκη και τον Νορβηγό ντίλερ Πήτερ. Μαζί τους αναλαμβάνει μια ύποπτη δουλειά που τον οδηγεί στο βουνό της Πάρνηθας, στα έγκατα της γης, στο βασίλειο του Μαθουσάλα. Η Νορβηγία φοράει παπούτσια γυαλιστερά, χορεύει ανάμεσα σε πολύχρωμα καθάρματα και δαγκώνει μόνο όποτε αυτή θελήσει.
Ο Ταμτάκος βρικόλακας, χορεύει ποντιακά μέσα στη ντίσκο!
Όπως εξήγησε ο σκηνοθέτης, Γιάννης Βεσλεμές (δηλαδή ο μουσικός Felizol) η ταινία ξεκίνησε από μια χιουμοριστική προσπάθεια να εξηγηθούν οι στίχοι του ομότιτλου τραγουδιού.
To αποτέλεσμα είναι ένας ύμνος στο cult, στα ελληνικά 80′s και τον πειραματισμό με τα φώτα. Είναι ένας τομέας που το ελληνικό σινεμά δεν είχε ως τώρα τολμήσει να αγγίξει και αυτό από μόνο του είναι επίτευγμα. Αποτελεί δε ντοκουμέντο ότι μπορεί κανείς να βρει ατμοσφαιρικά μέρη για να κάνει γυρίσματα και στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό είναι το κομμάτι που εκτυλίσσεται στην Πάρνηθα, από το οποίο ξεχωρίζει η όμορφη σκηνή με το τρένο στο τούνελ, ενώ και τα γυρίσματα σε εσωτερικούς χώρους είναι προσεγμένα.
Το σενάριο αφήνει περιθώρια για εμπνεύσεις, γεγονός που άφησε χώρο στον Βεσλεμέ για πειραματισμούς και κοινωνικό σχόλιο (επιτυχημένο ή όχι είναι ένα άλλο θέμα). Ωστόσο, το σενάριο έχει προβλήματα και οι ατάκες βγάζουν γέλιο δύο στις δέκα φορές.
Στη Νορβηγία επανεμφανίζονται παλιοί γνώριμοι –όπως ο ηθοποιός Μάρκος Λεζές, cult φιγούρα των ’80s, ο οποίος ερμηνεύει ουσιαστικά τον εαυτό του-, ενώ ορισμένοι έλληνες σκηνοθέτες συμμετέχουν φιλικά στην ταινία. Η χρήση μανιέρας στις ερμηνείες επίσης δεν βοηθάει. Ο Βαγγέλης Μουρίκης είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός που χρησιμοποιούν πια σχεδόν όλοι οι Έλληνες σκηνοθέτες. Στην Νορβηγία κάνει αυτό που του ζητήθηκε, αλλά δεν πείθει.
Πάντως, ο σκηνοθέτης αυτό που ήθελε να κάνει το πέτυχε, το διασκέδασε και ανοίγει νέους ορίζοντες για επόμενες δουλειές.
Τελικά να τη δω;
Σίγουρα αξίζει να την δείτε για την ιδιαίτερη ατμόσφαιρά της, τη χρωματική παλέτα της και γιατί αποτελεί ένα ψυχεδελικό ντίσκο ταξίδι, χωρίς όμως να είναι ιδιαίτερα διασκεδαστική ή συγκροτημένη.