Νοτιάς
Ο Σταύρος είναι ένα παιδί με φαντασία που προβληματίζει τους γονείς του. Ανασκευάζει όλους τους μύθους και τα ιστορικά γεγονότα που οι δάσκαλοι προσπαθούν να του μεταδώσουν. Οι δικές του εκδοχές μοιάζουν σαν ιεροσυλία και ένδειξη μη σεβασμού σ’ ότι θεωρείται ιερό στην ελληνική ιστορία. Ο Σταύρος μεγαλώνει, του κουσούρι του δεν γιατρεύεται, αλλά μέσα από ερωτικές απογοητεύσεις και την αγάπη του για την φωτογραφία και τον κινηματογράφο θα διοχετευτεί σε μια δημιουργικότητα που θα καλλιεργηθεί στην Αθήνα των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80.
Ο Τάσος Μπουλμέτης, μετά την Πολίτικη Κουζίνα, επιστρέφει στο νοσταλγικό σινεμά που μας καλόμαθε έχοντας σύμμαχο του και πάλι την μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα.
Στην έναρξη της ταινίας θα νιώσεις ότι είναι πιο Πολίτικη Κουζίνα απ’ όσο περίμενες, αλλά μη βιαστείς να βγάλεις συμπεράσματα. Ο Νοτιάς παίρνει τον δικό του δρόμο, διατηρεί την νοσταλγία και την τρυφερότητα της Κουζίνας αλλά σε νέους άξονες. Μακριά από μαγειρικές, εδώ έχουμε να κάνουμε με κινηματογράφο και με μια ταινία περισσότερο αυτοβιογραφική καθώς είναι επηρεασμένη από τις εμπειρίες του Μπουλμέτη και από το πάθος του για την κινηματογραφική δημιουργία.
Μπολιασμένη με πολιτική και συναισθηματικές περιπέτειες, η ταινία θέλει να σε κάνει μια βόλτα στην τότε Αθήνα. Και η αλήθεια είναι ότι κάποιες στιγμές αυτό πετυχαίνει αρκετά, η αναβίωση των δρόμων με τα μοντέλα λεωφορείων και αυτοκινήτων της εποχής είναι συγκινητική – αν και το εναέριο πλάνο της Ομόνοιας δείχνει πιο ψηφιακό απ’ όσο αντέχεις. Η περιπλάνηση όμως που σου προσφέρει ο Νοτιάς δεν είναι μόνο στα σοκάκια της Αθήνας, αλλά και στις αντιλήψεις και πολιτισμικές επιρροές της εποχής. Κουτουκάκια όπου το κρασί ρέει άφθονο και ζυμώνονται οι τύποι με τα ζιβάγκο που θα αποτελέσουν το τότε κόμμα της ελπίδας, κινηματογράφοι που προβάλλουν σε πρώτη προβολή ταινίες που εμείς τώρα θεωρούμε κινηματογραφική ιστορία και συνελεύσεις φοιτητών όπου βράζει η ανάγκη να αφορίσουν την πόλη τους μέσα από κινηματογραφικούς συμβολισμούς.
Οι έμμεσοι πρωταγωνιστές της ταινίας είναι δύο σύμβολα του ελληνισμού. Ο Ωνάσης από την μία πλευρά ως ο Έλληνας που χαίρει τον θαυμασμό και την λατρεία για τον αυτοδημιούργητο πλουτισμό του και ο Δούρειος Ίππος από την άλλη, ως το σύμβολο της ραδιουργίας των Ελλήνων και της ικανότητας τους να επιτυγχάνουν στα δύσκολα.
Η κινηματογράφηση του Μπουλμέτη είναι συνεπής στο πνεύμα της εποχής αλλά και των συναισθημάτων που αποπνέουν οι περιπέτειες του Σταύρου. Η οπτικοποίηση των αλλοιώσεων που κατασκευάζει η φαντασία του ήρωα του, προσθέτει μια παραμυθένια νότα στην αφήγηση. Σεναριακά μοιάζει σε στιγμές φλύαρο και κάποιες σκηνές χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης. Στα αρνητικά προσθέστε και μια σωρεία διαφημίσεων, αναγκαίο κακό για την υλοποίηση παραγωγών τέτοιου επιπέδου.
Στον ρόλο του Σταύρου ο Γιάννης Νιάρρος, μεταφέρει στο πανί έναν νέο ρομαντικό, ευαίσθητο και ευρηματικό, κόντρα σε όποια υποταγή του υπαγορεύεται από τις γερασμένες αντιλήψεις. Στον περίγυρο οι Θέμης Πάνου, Μαρία Καλλιμάνη, Ταξιάρχης Χάνος, Αργύρης Ξάφης, Ερρίκος Λίτσης, Όμηρος Πουλάκης, Μελισσάνθη Μάχουτ, Xαρά Μάτα Γιαννάτου, Δημήτρης Ήμελλος αλλά και η Zωζώ Σαπουντζάκη.
Τελικά να το δω; Αν αγάπησες την Πολίτικη Κουζίνα, δεν θα βγεις χαμένος από την αίθουσα. Για ακόμα μια φορά θα ταξιδέψεις σε μια άλλη εποχή με οδηγό τα πλάνα του Μπουλμέτη και την ορχηστρική μουσική της Ρεμπούτσικα, με μεγάλες πιθανότητες να ταυτιστείς και να νοσταλγήσεις μια εποχή που έζησες ή άκουσες πολλές αφηγήσεις γι’ αυτήν.
Fun Trivia: Οι συμβουλές που δίνει ο φωτογράφος (Θέμης Πάνου) για την χρήση των φακών ανάλογα με την ηλικία στον Σταύρο – ευρυγώνιο οι μικροί, τηλεφακό οι μεγάλοι- είναι λόγια που ο ίδιος ο Μπουλμέτης λέει στους φοιτητές του.