Ο Θανάσης Νεοφώτιστος μάς μιλά για τη νέα του ταινία AirHostess-737
Συνέντευξη στην M.G.Vagenas
Προσδεθείτε και ετοιμαστείτε να απογειωθείτε με μια από τις πιο εκπληκτικές ταινίες μικρού μήκους της χρονιάς!
Το AirHostess-737 του Θανάση Νεοφώτιστου καταφέρνει μέσα σε μόλις 16 λεπτά να μας ιντριγκάρει, να μας διασκεδάσει, να μας κάνει να νιώσουμε αμήχανα, αλλά και να μας συγκινήσει βαθιά. Όλα αυτά τα συναισθήματα μας τα μεταφέρει η πρωταγωνίστρια του, η εκθαμβωτική Λένα Παπαληγούρα, στον ρόλο της αεροσυνοδού Βανίνα, το πρόσωπο της οποίας, λαμπερό, αστείο και βασανισμένο ταυτόχρονα, θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μας για πολύ καιρό.
Αυτό το κινηματογραφικό πυροτέχνημα δεν ήρθε από το πουθενά, είναι το τελευταίο κεφάλαιο μιας πορείας, που χτίστηκε βήμα προς βήμα με αληθινή έμπνευση και δυνατές ιδέες από τον σκηνοθέτη–σεναριογράφο-αρχιτέκτονα Θανάση Νεοφώτιστο, ο οποίος μας εκμυστηρεύεται ότι το να κάνει ταινίες είναι πραγματικός λόγος ύπαρξης.
Από το Patision Avenue (2018), στο Route-3 (2019) και τώρα στο AirHostess-737, ο Θανάσης Νεοφώτιστος έχει δομήσει μια ιδιαίτερη και πρωτότυπη φιλμογραφία τοποθετώντας στο επίκεντρό της κάθε του ταινίας έναν χαρακτήρα, έναν ήρωα ή μάλλον έναν αντιήρωα, αντιμέτωπο με ένα δίλημμα. Οι πρωταγωνιστές του παλεύουν στη ζωή τους όπως παλεύουν και στους χώρους όπου βρίσκονται εγκλωβισμένοι και συναντούν πλήθος εμποδίων. Κάτω από αυτή την οπτική γωνία, η θεματική του χώρου γενικότερα και η αλληλεπίδραση μεταξύ όσων βλέπουμε στο πλάνο και όσων είναι εκτός, είναι ουσιαστική. Οι ταινίες του Θανάση Νεοφώτιστου είναι όλες ένα tour de force, είναι πράξεις τεχνικής δεινότητας και αποτελούν, κάθε φορά, ένα νέο στοίχημα για τον σκηνοθέτη. Ποιο μεγαλύτερο κινηματογραφικό στοίχημα μπορεί να φανταστεί κανείς από το να αποφασίσει να γυρίσει μια ταινία-μονοπλάνο σε έναν από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας, όπως είναι η Πατησίων, χωρίς να ρυθμίσει την κυκλοφορία;
Η AirHostess-737, είναι εξίσου τολμηρή και απαιτητική. Ο χώρος στον οποίο διαδραματίζεται είναι η καμπίνα ενός αεροσκάφους, κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου και με άπειρο μεράκι σε στούντιο. Σε αυτόν τον χώρο, η κάμερα καδράρει μετωπικά το χαμογελαστό, αλλά και τεταμένο πρόσωπο της Βανίνας, δημιουργώντας την εντύπωση ενός άμεσου τετ-α-τετ ανάμεσα σε εκείνη και σε εμάς, τους θεατές, που χάρη στη σκηνοθεσία βρισκόμαστε νοητά καθισμένοι στις θέσεις αυτής της γεμάτης απρόσμενα γεγονότα και μαγεία πτήσης. Με ιδιαίτερη ευφυΐα και μια μεγάλη δόση αυτοσαρκασμού, η ταινία πραγματεύεται την ταραγμένη σχέση της πρωταγωνίστριας με τη μητέρα της. Με ένα ευαίσθητο και φανταστικό ύφος, η ιστορία αυτή μας βυθίζει στις αναταράξεις της ψυχής της πρωταγωνίστριας.
Αυτό το περιπετειώδες ταξίδι η Βανίνα, σαν πραγματική επαγγελματίας που είναι, καταφέρνει να το φέρει εις πέρας με απολυτή επιτυχία, οδηγώντας και εμάς, τους θεατές, με ασφάλεια στον προορισμό μας. Στο τέλος της ταινίας νιώθουμε πως ζήσαμε μια σπάνια και πολύτιμη στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου: τη συμφιλίωση του με τον πόνο, τα φαντάσματα και τα τραύματα που φέρνει μέσα του.
Η συζήτηση που ακολουθεί πραγματοποιήθηκε λίγες ημέρες πριν από το 75o Φεστιβάλ του LOCARNO, όπου η AirHostess-737 προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στο τμήμα PARDI DI DOMANI INTERNATIONAL COMPETITION με την παρουσία όλων των συντελεστών της και αγκαλιάστηκε θερμά από το κοινό του φεστιβάλ.
Στην συνέχεια η ταινία ταξίδεψε στο 47o Φεστιβάλ του TORONTO (TIFF) όπου προβλήθηκε αυτές τις μέρες στο SΗΟRT CUTS PROGRAMME. Μάλιστα, η ταινία κέρδισε την Τιμητική Διάκριση του IMDbPro Short Cuts Award για Καλύτερη Μικρού Μήκους Ταινία.
Επίσης πρόσφατα στο Φεστιβάλ του SΑRAJEVO ο Θανάσης Νεοφώτιστος κέρδισε το πρώτο βραβείο, το Eurimages Co-Production Development Award, για το project της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του με τίτλο THE BOY WITH THE LIGHT-BLUE EYES που θα παράγει η Ιωάννα Μπολομύτη από την εταιρεία Argonauts Productions S.A.
Ποιος είναι ο Θανάσης Νεοφώτιστος και γιατί κάνει σινεμά;
Ο Θανάσης είναι σκηνοθέτης και κάνει σινεμά γιατί δεν μπορεί να φανταστεί να κάνει κάτι άλλο!
Πώς πέρασες από την αρχιτεκτονική στο σινεμά;
Ο πατέρας μου ήταν αρκετά σινεφίλ οπότε με είχε μυήσει στο σινεμά από νωρίς, αλλά νομίζω ότι -επειδή υπήρξα ένας πολύ κλειστός έφηβος γιατί είμαι γκέι άντρας σε μια πολύ συντηρητική κοινωνία από την οποία είχα φάει και μπούλινγκ στο σχολείο- το να δημιουργώ κόσμους και να μπαίνω μέσα τους, ήταν πολύ πιο ασφαλές και πολύ πιο άνετο για μένα από το να ζω την καθημερινότητά μου. Kάπως έτσι ανέπτυξα μια μεγάλη δεξιότητα στο να μπορώ να μπαίνω σε άλλους χαρακτήρες, σε άλλους κόσμους και να βιώνω πράγματα που ήθελα περισσότερο να βιώσω από αυτά που βιώνω στη ζωή μου. Αυτός νομίζω πως είναι βασικά ο λόγος για τον οποίο άρχισα να κάνω σινεμά και αυτό συνεχίζω να κάνω δηλαδή: φτιάχνω νέους κόσμους, μπαίνω μέσα τους και τους βιώνω. Αλλά για μένα, πάνω από όλα, είναι η επικοινωνία με το κοινό. Αυτός είναι ο στόχος του να κάνω σινεμά: να επικοινωνώ με το κοινό!
Η ταινία σου, Air-Hostess-737 αρχίζει με μια φράση στα αγγλικά: “This film was conceived in a dream”. Μπορείς να την εξηγήσεις;
Αυτή η φράση βρίσκεται στην αρχή της ταινίας γιατί είναι αλήθεια: είδα ολόκληρη την ταινία στον ύπνο μου! Ξύπνησα ένα πρωί με κλάματα γιατί είχα δει ένα όνειρο όπου ήμουνα αεροσυνοδός και η μάνα μου ήταν στο αμπάρι ενός αεροπλάνου. Επειδή το αεροπλάνο θα έπεφτε, ο πιλότος μου είπε: “Θα ρίξουμε όλο το αμπάρι κάτω, γιατί χάνουμε έδαφος.” Και ενώ στην πραγματικότητα ήμουνα πολύ θυμωμένος με την μάνα μου εκείνο το διάστημα και ήμουνα σε μια φάση στην οποία κάπως επαναπροσδιόριζα τη σχέση μου μαζί της, τελικά όταν ο πιλότος στο όνειρο μου είπε ότι θα χάσω τη μάνα μου για πάντα, δεν θα την χαιρετήσω καν, θα είναι νεκρή, εγώ έτρεξα να πάω να σώσω τη νεκρή μάνα μου που ήταν στο αμπάρι. Εκεί κάπου ξύπνησα με κλάματα και έγραψα αμέσως όλο το όνειρο, γιατί εκείνη την εποχή έγραφα τα όνειρα μου και ακόμα τα γράφω. Ήθελα πάρα πολύ να επικοινωνήσω όλο αυτό το συναίσθημα σε κάποια ταινία και επειδή για μένα και το υποσυνείδητο και η τέχνη λειτουργούν σαν ψυχοθεραπεία- κάνω και ψυχοθεραπεία βέβαια αρκετά χρόνια- για μένα αυτό το όνειρο κάπως μετακίνησε, άλλαξε λίγο την σχέση μου με τη μητέρα μου, προς το καλύτερο.
Και στην προηγούμενη μικρού μήκους ταινία σου την Patision Avenue (2018) το θέμα της μητέρας είναι κεντρικό.
Στην Patision Avenue η μάνα ήταν η πρωταγωνίστρια και εγώ ταυτιζόμουνα στην ταινία με το παιδί που την καλούσε να γυρίσει σπίτι, σε αυτή την ταινία νομίζω ότι εγώ είμαι η αεροσυνοδός και η μάνα έχει γίνει πλέον ο στόχος που θέλω να κυνηγήσω, εκεί έχει γίνει η αλλαγή, αλλά σίγουρα και οι δύο ταινίες μου αφορούν την μάνα. Στην Patision συγκεκριμένα είχα αφιερώσει την ταινία στη μάνα μου επειδή κάπως δυσκολευόμουν να επικοινωνήσω μαζί της tête-à-tête, επικοινωνούσα μέσα από τις ταινίες μου, δηλαδή πρώτα έβλεπε τις ταινίες η μητέρα μου και μετά μίλαγα μαζί της για τα θέματα που είχα.
Το σενάριο συνυπογράφει ο Γρηγόρης Σκαράκης, πώς δουλέψατε μαζί μετά από αυτή την αρχική έμπνευση που είχες από το όνειρο σου; Η ιστορία που βλέπουμε είναι πολύπλοκη και έχει πάρα πολλά άλλα στοιχεία που προστεθήκαν μετά, όπως τα σιδεράκια, για να αναφέρω μόνο ένα από αυτά.
Ο Γρηγόρης Σκαράκης είναι ο σύντροφος μου και είναι και σεναριογράφος. Τον έχω μυήσει εγώ στον χώρο του σινεμά γιατί ο ίδιος είναι ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής, οπότε και με αυτή την ιδιότητα του προσφέρει πάρα πολύ στη συγγραφή του σεναρίου και των χαρακτήρων, κυρίως. Τα τελευταία χρόνια γράφουμε μαζί, έχει βοηθήσει πολύ και στις προηγούμενες μου ταινίες, γενικά είναι ο άνθρωπος που όταν έγραφα πάντα με βοηθούσε. Τώρα τελευταία υπογράφει πλέον το σενάριο και βέβαια την μεγάλου μήκους που ετοιμάζω την γράφουμε μαζί. Όσον αφορά την ΑirHostess-737 του σχολίασα το όνειρο μου, συζητήσαμε μαζί τι σήμαινε και όταν μας δόθηκε μια ευκαιρία για funding από το Κέντρο Κινηματογράφου, που είχε προκηρύξει ένα διαγωνισμό για την ενίσχυση των σκηνοθετών την εποχή του Covid, τότε άνοιξα το συρτάρι, είχα στο μυαλό μου αυτή την ταινία, και είπα: «Αυτή πρέπει να είναι η επόμενη ταινία μου!» και έτσι ξεκινήσαμε να την γράφουμε μαζί. Κάπως γράφω εγώ, μετά γράφει λίγο εκείνος και μετά το συζητάμε.
Κάτι μου έλειπε βασικά, αυτό το ανακαλύψαμε αργότερα, είναι κάτι που είδα πάλι σε ένα όνειρο: τα σιδεράκια. Τα σιδεράκια δεν υπήρχαν και αναρωτιόμαστε πως θα μπορούσε αυτή την ηρωίδα κάπως να την ενοχλεί η μάνα της από την αρχή χωρίς να μιλάει για αυτήν ώστε να μην αποκαλύψουμε και το γεγονός του αμπαριού πολύ νωρίς. Τελικά αυτό που ήρθε στο νου σαν λύση ήταν τα σιδεράκια. Αν και δεν έχω φορέσει ποτέ σιδεράκια εγώ ο ίδιος, τα σιδεράκια σημαίνουν ενδεχομένως για μένα ένα φροντισμένο παιδί. Τα σιδεράκια είναι κάτι που βάζεις όταν είσαι μικρός, σου τα βάζουν συνήθως οι γονείς σου. Ας το πω ανάποδα: ένα παιδί με χαλασμένα δόντια δείχνει για μένα την εικόνα ενός αφρόντιστου του παιδιού. Οπότε η Βανίνα που έβαλε σιδεράκια σε μια μεγάλη ηλικία κατηγορεί έμμεσα την μάνα της που δεν φρόντισε τα δόντια της όταν ήταν μικρή. Αυτός ήταν ο συμβολισμός.
Αβίαστα και όμορφα το έργο σου καταφέρνει να σκιαγραφήσει μια ολόκληρη οικογενειακή ιστορία μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Η θαυμάσια Λένα Παπαληγούρα ενσαρκώνει πολύ πειστικά και πετυχημένα την Βανίνα. Μπορείς να μου μιλήσεις για το κάστινγκ και για το πώς αποφάσισες να συνεργαστείς μαζί της;
Το casting το κάναμε μέσα στο Covid οπότε δεν μπορούσαμε να γνωρίσουμε από κοντά τους ανθρώπους. Κάναμε ένα on-line casting. Ζητήσαμε να δούμε λίγες, πέντε-έξι ηθοποιούς, που απλά εμφανισιακά μας άρεσαν, των οποίων ξέραμε και το έργο τους.
Η Λένα ήταν μία από αυτές και για μένα ήταν πάντα η πρώτη επιλογή, απλά ήθελα να δω ποσό αυτή η ίδια ενδιαφερότανε και πόσο ήθελε να συμμετάσχει. Ευτυχώς ξετρελάθηκε με το σενάριο από την αρχή! Δέσαμε απίστευτα, είναι φοβερή ηθοποιός και φοβερός άνθρωπος. Αυτή τη στιγμή δεν θα μπορούσα να δω καμιά άλλη σαν Βανίνα. Δουλέψαμε πάρα πολύ σκληρά, δυο-τρεις μήνες, γιατί πάλι το γύρισμα το κάναμε κάπως σαν μονοπλάνο. Είχαμε πολύ λίγες μέρες στην διάθεση μας και προσπαθήσαμε να είμαστε έτοιμοι υποκριτικά πριν από το γύρισμα. Και οι δυο μας ταιριάξαμε πολύ στο ότι είμαστε δουλευταράδες πριν από το γύρισμα. Νιώθω ότι ήταν η καλύτερη Βανίνα που θα μπορούσα να έχω και το ίδιο λέει και η ίδια. Όταν είδε την ταινία για πρώτη φορά να μου είπε: «Δεν αναγνωρίζω ότι είμαι εγώ αυτή!»
Ποιο είναι το background της Λένας Παπαληγούρας;
Η Λένα είναι κυρίως θεατρική ηθοποιός, έχει κάνει και τηλεόραση και κινηματογράφο, πολύ επιλεγμένα. Είναι εξαιρετική, έχει παίξει στην Επίδαυρο είναι πολύ γνωστή ηθοποιός. Ελπίζω να έχουμε κάνει μαζί στο Airhostess- 737 ένα από τα καλύτερα ντουέτα!
Eίναι όντως η μόνη που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί σε αυτόν τον ρόλο! Το πρόσωπο της στην ταινία είναι μια εικόνα που αποτυπώνεται έντονα στη μνήμη του θεατή.
Όταν βλέπω την Λένα από κοντά δεν μου θυμίζει την Βανίνα, τόσο καλή ηθοποιός είναι! Όμως δεν σου κρύβω πως μου λείπει η Βανίνα, μου λείπει αυτή η κοπέλα εκεί στο αεροπλάνο κάποιες φορές και, από ότι ξέρω, λείπει και στη Λένα!
Η μυστηριώδης φωνή της μάνας είναι πραγματικά η φωνή της Χάρις Αλεξίου;
Nαι, είναι η πραγματική Χάρις Αλεξίου!
Η Χάρις Αλεξίου δεν χρειάζεται καμία παρουσίαση, όλοι την γνωρίζουν και την θαυμάζουν, όμως, αν δεν κάνω λάθος, έχει πλέον αποχωρίσει από τα δρώμενα της μουσικής σκηνής. Πώς έγινε λοιπόν αυτή η συνεργασία;
Ψάχναμε με τον Γρηγόρη τον Σκαράκη να βρούμε τη φωνή της μάνας γιατί ξέραμε από την αρχή ότι θα ήτανε off screen, δεν θα την δείχναμε δηλαδή, και θέλαμε μια πολύ μητρική φωνή. Όταν ψάχνουμε ανθρώπους ή οτιδήποτε θέλουμε να βάλουμε στο έργο μας, πάντα βρίσκουμε κάποιες αναφορές, μια από αυτές ήταν η Χάρις Αλεξίου, θέλαμε μια μπάσα μητρική φωνή σαν την δική της. Κάποια στιγμή όμως σκεφτήκαμε: γιατί να μην έχουμε την ίδια και να ψάχνουμε για κάποια άλλη; H Λένα είχε κάνει μια παράσταση στην οποία υποδυόταν την Ιφιγένεια με την Χάρις Αλεξίου, που έπαιζε την Θεά Αθήνα. Με άλλα λόγια γνωριζόντουσαν. Και έτσι κάποια στιγμή ρωτήσαμε την Λένα αν κατά την γνώμη της θα ενδιέφερε την Χάρις Αλέξιου να συνεργαστεί μαζί μας. Αποφασίσαμε να της στείλουμε το σενάριο που τελικά της άρεσε πάρα πολύ και ήρθε και το έκανε! (γελάει).
Ίσως εκτός Ελλάδος μπορεί να μην είναι αναγνωρίσιμη η φωνή της Χάρις Αλέξιου, αναμφισβήτητα όμως είναι μια πολύ σημαντική και όμορφη παρουσία στην ταινία.
Και όμως και εκτός Ελλάδος την ξέρουν την Χάρις Αλεξίου. Όχι όλοι φυσικά, αλλά σίγουρα είναι μια πολύ σημαντική καλλιτέχνης που την ξέρουν και στο εξωτερικό.
Στο δεύτερο μέρος της ταινίας υπάρχει μια εντυπωσιακή σεκάνς που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ονειρική, στην οποία η Βανίνα ανοίγει ένα πέρασμα στο έδαφος της καμπίνας του αεροπλάνου που της δίνει πρόσβαση στο αμπάρι. Το αμπάρι του αεροπλάνου είναι ένας χώρος, άδειος, μοιάζει σαν μια τεράστια κοιλιά και εκεί κάπως ξαναβρίσκονται αυτές οι δυο γυναίκες: η Βανίνα και η μητέρα της. Στην εικόνα διαφαίνονται δυο χέρια να χαϊδεύουν το πρόσωπο της Βανίνας, αλλά για μένα, συμβολικά, είναι σαν να ξαναγυρίζει η Βανίνα στην κοιλιά της μάνας της. Βέβαια αυτή είναι μια κάπως ψυχαναλυτική ερμηνεία. Ποια είναι για σένα η έννοια αυτής της σεκάνς;
Για μένα είναι ακριβώς αυτό που λες, όμως ο καθένας μπορεί να την διαβάσει όπως θέλει αλλά χαίρομαι που την διάβασες έτσι, γιατί για μένα αυτή ήτανε στην ουσία. Σε αύτη την σκηνή η Βανίνα γυρίζει πίσω- συμβολικά- στην μήτρα της μητέρας της και το νανούρισμα που ακούγεται είναι κάπως η συμφιλίωση κόρης και μάνας.
Το AirHostess-737 είναι για μένα μια ταινία συμφιλίωσης. Η ηρωίδα νιώθει ότι δεν την αγάπησε ποτέ η μάνα της και κάπου συμφιλιώνεται μέσα της γυρίζοντας συμβολικά πίσω στη μήτρα, ακούγοντας αυτή την ατάκα για τα σιδεράκια από την μητέρα της και φυσικά ακούγοντας και ένα ανάγνωσμα. Το νανούρισμα για μένα δείχνει την μητρότητα, δείχνει την αγάπη της μάνας προς το παιδί, είναι νοιάξιμο. Αυτό ήθελε η Βανίνα και το βίωσε ενδεχομένως μόνη της, όμως ουσιαστικά αυτό μαθαίνουμε, όντας ενήλικοι: μπορεί να έχουμε χάσει τους γονείς μας, μπορεί να μην θέλουν να μας μιλήσουν, μπορεί για κάποιους λόγους να μη γίνεται, αλλά πρέπει να βρούμε αυτή την αγάπη και την αγκαλιά μέσα μας. Η Βανίνα συμφιλιώνεται μέσα της με την μητέρα της, αυτό δείχνει αυτή η ιστορία, και βγαίνει διαφορετική στο τέλος.
Όλο αυτό είναι δοσμένο πάρα πολύ όμορφα, γιατί από την αρχή της ταινίας υπάρχει το στοιχείο της αναπνοής και του νάιλον που ξεφεύγει από διάφορες χαραμάδες της καμπίνας του αεροπλάνου και που η Βανίνα προσπαθεί, απεγνωσμένα, να κρύψει…
Ναι, και υπάρχει και ο ήχος του υπερηχογραφήματος, της καρδιάς!
Πώς σκέφτηκες να χρησιμοποιήσεις, καθαρά σκηνογραφικά, το νάιλον;
Το νάιλον πήγε συνειρμικά: η ταινία ξεκινάει με το νάιλον, έτσι τυλίγουν και τα πτώματα όταν τα μεταφέρουν μέσα στο αεροπλάνο. Οπότε ενδεχομένως αυτό το υλικό ήταν και το τελευταίο πράγμα που είδε και η Βανίνα από την μαμά της και αυτό θυμάται σαν εικόνα. Μέσα από το νάιλον- που μόνο η Βανίνα βλέπει – είναι σαν να εισβάλλει η μαμά της πάνω στο αεροπλάνο, γι’ αυτό και το νάιλον αρχίζει και μεγαλώνει όλο και περισσότερο, με άλλα λόγια στο χώρο εισβάλλει η μνήμη της μάνας της.
Ένα από τα ποιο ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας σου είναι o τρόπος με τον οποίο χρησιμοποίησες την διάσταση των όσων βρίσκονται εκτός κάδρου. Αυτό το στοιχείο υπάρχει και στις προηγούμενες δουλειές σου. Μπορείς να μου μιλήσεις για την σχέση που κτίζεις στα έργα σου με τον χώρο;
Χαίρομαι πολύ που το αναγνωρίζεις. Έχω σπουδάσει αρχιτεκτονική στο παρελθόν, έχω κάνει και μάστερ, στη σκηνοθεσία πήγα αργότερα, οπότε νομίζω πως τα θέματα χώρου, φωτός και τα λοιπά έμαθα από εκεί να τα αγαπάω πολύ. Όταν φτιάχνω μια ταινία, ο χώρος αυτός που φτιάχνω γίνεται χώρος μου, δηλαδή μου λείπει μετά. Το αεροπλάνο το φτιάξαμε από την αρχή, είναι όλο home made, και μετά μου έλειπε. Πήγαινα στην Πατησίων γιατί ήθελα να τη βιώσω, επειδή δεν μένω στο κέντρο της Αθήνας, αλλά στην Κάντζα. Ο χώρος είναι πολύ σημαντικός για εμένα. Συγχρόνως, επειδή μου αρέσουν πάρα πολύ οι hero-centered stories, όλες οι ιστορίες μου αφορούν έναν μόνο ήρωα, αλλά αφορούν έναν ήρωα μέσα σε έναν χώρο. Ο συνδυασμός αυτών των δυο στοιχείων φέρνει το αποτέλεσμα που διέκρινες στις ταινίες μου. Επίσης και ο ήχος, που είναι εκτός χώρου και εκτός κάδρου, είναι πάρα πολύ σημαντικό στοιχείο για μένα, γιατί στην ουσία μέσα από τον ήχο καταλαβαίνεις πολλές φορές και τον χώρο και τους άλλους ήρωες που υπάρχουν αλλά που δεν βλέπεις. Θεωρώ ότι ο ήχος μπορεί να είναι και πιο σημαντικός από την εικόνα κάποιες φορές στον κινηματογράφο.
Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο κινείς την κάμερα: στην Patision avenue υπήρχε ένα συνεχές travelling προς τα εμπρός, στην AirHostess-737 υπάρχει κυρίως για ένα travelling προς τα πίσω. Το travelling δημιουργεί πάντοτε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε ένα νοητό τούνελ. Και στο Route 3, όλη η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα λεωφορείο. Ο χώρος, σε αυτά τα τρία έργα, είναι πάντα περιορισμένος, με τον έναν η με τον άλλο τρόπο.
Αυτό νομίζω πως εξυπηρετεί και τις ιστορίες που λέω. Βάζω τους ήρωές μου αντιμέτωπους με μια ωρολογιακή βόμβα, στην ουσία, τους λέω: “Έχεις μια επιλογή μόνο και σε δέκα λεπτά πρέπει να επιλέξεις!” Στην Πατησίων η κοπέλα – μητέρα έπρεπε να αποφασίσει πού θα πάει, μπροστά η πίσω, στο παιδί της ή στην οντισιόν. Στο Route-3 έπρεπε το αγόρι, μέσα στο χώρο αυτό που βρισκότανε, να καταφέρει να πάει κοντά στην κοπέλα πριν αυτή φύγει από το τραμ, και στην AirHostess-373 η ηρωίδα θα πρέπει να συμφιλιωθεί και να φτάσει μέχρι τη μάνα της πριν – ενδεχομένως- πέσει το αεροπλάνο. Οπότε κάπου εκεί ενώνονται αυτές τις ιστορίες.
Η φωτογραφία της AirΗοstess-737 είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Αναφέρομαι σε αυτό το κάπως ψυχρό φως και το καθαρό κοντράστ που διαλέξατε. Επίσης πετυχημένη είναι και η δουλειά που κάνατε στα χρώματα, το ντεκόρ και τα κουστούμια, εννοώ τον τρόπο με τον οποίο είναι ντυμένη η Βανίνα και το μακιγιάζ με το κόκκινο κραγιόν που παίζει και αυτό ένα μεγάλο ρόλο σε όλη την ταινία. Μπορείς να μου μιλήσεις γι’ αυτές τις επιλογές;
Γενικά πιστεύω πάρα πολύ ότι το σινεμά είναι μια ομαδική δουλειά, ένα ομαδικό έργο τέχνης. Κάθε συνεργάτης που θα έρθει μέσα στην ταινία θα αλλάξει κατά λίγο η πολύ το αποτέλεσμα της ταινίας. Χαίρομαι που έχω τους συνεργάτες αυτούς τους οποίους και συνεργάζομαι από καιρό. Ο διευθυντής φωτογραφίας, Γιάννης Φώτου. είχε δουλέψει στην ίδια ιδιότητα και στην Λ. Πατησίων, το ίδιο και η σκηνογράφος Εύα Γαϊτανίδου, και ο μοντέρ Πάνος Αγγελόπουλος ή η ηθοποιός Κωνσταντίνα Κουτσονάσιου, κ.α.
Δουλεύεις πάντα δηλαδή με μια ομάδα ανθρώπων εμπιστοσύνης που τους καταλαβαίνεις και σε καταλαβαίνουν.
Ναι ακριβώς, και κάπως έτσι, όλοι μαζί, δημιουργούμε κάτι, βάζουμε κάτω τα πράγματα και τα συζητάμε πάρα πολύ, κάνουμε brain storming, μιλάμε για την ηρωίδα και για το πώς θα εξυπηρετούσαν την ιστορία όλα αυτά τα χρώματα, το φως, τα υλικά. Όλα αυτά τα αναλύουμε με βάση την ηρωίδα και την ιστορία που θέλουμε να πούμε. Πιστέψαμε πως σ ‘αυτή την ιστορία θα ταίριαζε αυτό το, στην αρχή, αρκετά ψυχρό φως που δεν ταιριάζει στο αεροπλάνο, απλά ταιριάζει στην ψυχολογία της ηρωίδας σε εκείνη τη φάση, αργότερα όταν η Vanina κατεβαίνει στο αμπάρι του αεροσκάφους, κάποια στιγμή το φως γίνεται πιο σκοτεινό και κάποια στιγμή πιο θερμό με τους κόκκινους τόνους και το νάιλον που βρίσκονται γύρω από την μητέρα.
Όλο αυτό το μέρος του AirΗostess-737 που διαδραματίζεται στο αμπάρι του αεροσκάφους, είναι ένα κομμάτι expérimental κινηματογράφου με flash lights και θολές εικόνες, μέσα σε μια αφηγηματική ταινία με μια πιο κλασική αισθητική προσέγγιση.
Εκτός από το να εκφραστώ σαν καλλιτέχνης, ο στόχος μου είναι και το να πειραματιστώ πάνω στην τέχνη που υπηρετώ, είναι πολύ σημαντικό για μένα. Ενδεχομένως και γι ‘αυτό υπάρχουν εξελίξεις από ταινία σε ταινία. Και η Πατησίων, που είναι εκ πρώτης όψεως αφηγηματική, έχει και αυτή ένα πειραματικό στοιχείο αν σκεφτούμε πως όλη η ταινία είναι ένα μονοπλάνο στο οποίο δεν βλέπουμε ποτέ το πρόσωπό της πρωταγωνίστριας. Προσπαθώ συνέχεια να δω πού βρίσκομαι στην καλλιτεχνική μου πορεία, γ ‘αυτό στην AirHostess-737 χρησιμοποίησα μουσική που δεν είχα βάλει σε καμία άλλη ταινία μου με κάποια ονόματα όπως την Χάρις Αλεξίου και την Λένα Παπαληγούρα, γιατί θέλω να κάνω και μια προετοιμασία, ένα training, για την μεγάλου μήκους που ετοιμάζω και που μάλλον θα είναι πολύ πιο κοντά στην AirHostess-737 από τις άλλες μου ταινίες. Θα χρησιμοποιήσω αφηγηματικά στοιχεία και θα χρησιμοποιήσω αυτό που η ιστορία υποστηρίζει και πάλι, δηλαδή τον μαγικό ρεαλισμό, που μπορεί να δοθεί με κάποια μη αφηγηματικά στοιχεία.
Η μουσική εξυπηρετεί πολύ εύστοχα το τραγικωμικό ύφος της ιστορίας της AirHostess-737….
Ναι, θεωρώ πως η ζωή είναι bittersweet πάντα! Για το soundtrack της ταινίας συνεργάστηκα με τον Λευτέρη Σαμψών. Έχουμε βγάλει επίσης και το τραγούδι που τραγουδάει η μητέρα στην ταινία, το τραγουδάει η Ιουλία Καραπατάκη (σε στίχους Πέτρου Βουνισέα & Λευτέρη Σαμψών), που είναι πολύ γνωστή στο χώρο του έντεχνου τραγουδιού στην Ελλάδα.
Δουλεύεις και εσύ στο μοντάζ, το επιβλέπεις ή όχι;
Δεν μπορώ να αφήσω την ταινία μου ούτε δευτερόλεπτο! Είμαι σε όλα τα επίπεδα και εκεί που δεν χρειάζομαι πολλές φορές, αλλά προσπαθώ να επιβλέπω. Έχω εξαιρετικούς συνεργάτες και τους αφήνω να εμπνευστούν και να κάνουν και αυτό που θέλουν φυσικά, απλά θέλω να είμαι και κοντά πάντα, γιατί η έμπνευση όταν είναι και ομαδική, είναι ακόμα πιο όμορφη, νομίζω.
Το μοντάζ τελικά σου παίρνει πολύ χρόνο, ή γίνεται αρκετά αβίαστα;
Το μοντάζ μου παίρνει πάρα πολύ χρόνο, δεν παίρνει χρόνο απαραίτητα εργασιακά, δηλαδή οι ώρες του μοντάζ δεν είναι πολλές, είναι όμως το ότι θέλω να ‘κοιμηθώ’ με το υλικό πάρα πολλές φορές. Είμαι άνθρωπος του feed-back, μάλλον το έχω μάθει αυτό από την αρχιτεκτονική, γιατί η αρχιτεκτονική είναι μια τέχνη που την φτιάχνεις κυρίως για άλλους, φτιάχνεις κτίρια για να μείνουν άλλοι μέσα, οπότε πρέπει να προσέξεις τους άλλους. Οπότε κι εγώ πάντα όταν φτιάχνω σινεμά, σκέφτομαι τους θεατές, πάνω από όλα, και όχι εμένα. Για αυτό το λόγο τεστάρω το υλικό πολλές φορές, και παίρνω το feed-back που χρειάζεται. Κάνω αλλαγές, δέχομαι τις παρατηρήσεις όταν τις ακούω από πολλές πλευρές. Tο μοντάζ είναι για μένα ένα σούπερ δημιουργικό στάδιο, μου αρέσει πάρα πολύ, απλά χρειάζεται χρόνο.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία από την αρχική έμπνευση της ταινίας μέχρι το σήμερα ποια ήτανε η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισες;
H μεγαλύτερη δυσκολία είναι σχεδόν πάντα, δυστυχώς, τα λεφτά! Ήμασταν τυχεροί γιατί μας επέλεξαν για ένα fund που έδωσε λόγω Covid το Kέντρο Eλληνικού Κινηματογράφου και το υπουργείο Πολιτισμού (για 20.000 ευρώ), αλλά εμείς έπρεπε να κάνουμε με 20.000 μια ταινία με ένα αεροπλάνο!
Όταν πήραμε τα λεφτά είπαμε με τους παραγωγούς μου, την Ιωάννα Μπολομύτη και Δημήτρη Τσακαλέα: “Ωραία! Τέλεια!” Αλλά μετά σκεφτήκαμε: “Πώς θα κάνουμε το αεροπλάνο;” Δεν ξέραμε, νομίζαμε ότι θα πάρουμε χορηγίες, μετά αρχίσαμε να ρωτάμε τις αεροπορικές εταιρίες που μας ζητούσαν 15.000 χιλιάρικα την ημέρα για τα γυρίσματα μέσα σε ένα αεροπλάνο και έτσι αποφασίσαμε να το φτιάξουμε μόνοι μας. Κόστισε βέβαια και αυτό αρκετά, οπότε όλα τα άλλα πιέστηκαν πάρα πολύ και πιεστήκαμε και στις ημέρες των γυρισμάτων. Τελικά το πρόβλημα εμφανίζεται πάντα στις ημέρες. Έπρεπε μέσα σε δυο-τρεις μέρες να κάνουμε 16 λεπτά ταινίας! Επειδή όμως είχαμε δουλέψει πάρα πολύ πριν και είχαμε προετοιμάσει καλά τα γυρίσματα, τελικά τα καταφέραμε.
Μπορεί βέβαια να δει κάποιος διαφορές συγκρίνοντας την αισθητική προσέγγιση αυτής της ταινίας με τις δυο προηγούμενες, την Patision Avenue και το Route-3, αλλά αν εν τέλει υπάρχουν κάποιες ομοιότητες στο γενικό feeling είναι γιατί σε όλες αυτές τις δουλειές το γύρισμα έγινε με μονοπλάνα, άσχετα με το αν τα κατακερματίσαμε μετά στο μοντάζ και τα φτιάξαμε ξανά, αλλά ενεργειακά και ερμηνευτικά η ηρωίδα και η κάμερα το βιώσανε όλο αυτό ως ενιαίο χρόνο. Την βασική ιστορία της ηρωίδας την γυρίσαμε με ενιαίο ύφος.
Το μονοπλάνο είναι κάτι δύσκολο!
Ναι, όντως, θέλει πολλή, πάρα πολλή δουλειά! Δεν γίνεται να το κάνεις χωρίς δουλειά. Δουλεύουμε τρεις μήνες κάθε μικρού μήκους, γιατί πρέπει να συντονιστούν όλοι και ειδικά όταν έχεις πολλά άτομα και έξτρα- εδώ είχαμε τους επιβάτες- πρέπει όλοι αυτοί να συντονιστούνε και να γίνει ένα ενιαίο πράγμα.
Το πιο αγχωτικό γύρισμα ήταν αυτό της Πατησίων γιατί δεν είχαμε και δυνατότητα μοντάζ. Βασικά λέγαμε ότι θέλουμε να είναι μονοπλάνο, όλο το συνεργείο το είχε αποφασίσει αλλά, στην χειρότερη περίπτωση, θα έπρεπε να το κόψουμε στο μοντάζ για να σώσουμε καταστάσεις όπως μια πτώση του φωτογράφου, το βλέμμα ενός περαστικού στην κάμερα και άλλα τέτοια. Και βέβαια δεν μπορούσαμε να κλείσουμε τον δρόμο! Τελικά τα καταφέραμε, χωρίς μοντάζ! Δεν ξέρω αν θα το ξαναέκανα!
Mέσα σε όλα είχαμε και το πρόσθετο πρόβλημα της αλλαγής του φωτός, γιατί στη ταινία περνάμε από την μέρα στην νύχτα, οπότε το γύρισμα έγινε το απόγευμα την στιγμή που θα άνοιγαν τα φώτα. Ξέραμε ότι αν από το μουσείο και μετά πάει κάτι στραβά, δεν θα είχαμε χρόνο να πάμε πίσω και να ξαναξεκινήσουμε.
*Η ταινία θα προβληθεί στις Νύχτες Πρεμιέρας την Κυριακή 2 Οκτωβρίου, στον κινηματογράφο Δαναό στις 17:30 ενώ συνεχίζει το ταξίδι της στα κινηματογραφικά φεστιβάλ του εξωτερικού.