Ουζερί Τσιτσάνης
Στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής, ο Βασίλης Τσιτσάνης έχει ανοίξει με τον κουνιάδο του ένα ουζερί. Την ώρα που άνθρωποι πεθαίνουν γύρω του, εκείνος δημιουργεί και ως επί το πλείστον δεν θέλει φασαρίες στο μαγαζί του. Ο κουνιάδος του, ο Γιώργος, ο οποίος είναι μέλος της Αντίστασης ερωτεύεται μία Εβραία με την οποία -ως χριστιανός- δεν μπορεί να είναι μαζί. Την ίδια ώρα οι Ναζί εντείνουν τις διώξεις κατά των Εβραίων, ακόμα και στη Θεσσαλονίκη.
Πολλοί από εμάς νοσταλγούμε τις παλιές, καλές ελληνικές ταινίες. Δεν γράφονταν διάλογοι όπως τότε, λέμε και δεν υπάρχουν ηθοποιοί όπως τότε, προσθέτουμε. Αυτό που δεν νοσταλγούμε είναι οι υπερβολικές παλιές ελληνικές ταινίες, γεμάτες με ατάκες που προφέρονται με στόμφο.
Εν μέρει το Ουζερί Τσιτσάνης θυμίζει τέτοιες παραγωγές. Έρωτας, θάνατος, δημιουργία, αντίσταση, διώξεις. Λέξεις με βαρύνουσα σημασία που δεν καταφέρνουν να μεταφέρουν το πραγματικό τους βάρος στον θεατή. Η ταινία του Μανούσου Μανουσάκη μοιάζει να θέλει να ασχοληθεί λίγο με όλα, χωρίς να καταφέρνει να πει πολύ από τίποτα.
Πρόκειται σίγουρα για μεγάλη παραγωγή, αν και στην Ελλάδα τα μεγέθη αυτά είναι σχετικά. Ο Μανούσος Μανουσάκης καταφέρνει, όμως, και το «κλέβει» καλά, ακόμα και στα σημεία που δεν έχει τη δυνατότητα να το δημιουργήσει.
Σαφώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον -ιστορικά τουλάχιστον- έχουν τα κομμάτια για τις διώξεις των εβραίων, ενώ οι λάτρεις του Βασίλη Τσιτσάνη μάλλον θα απογοητευτούν, καθώς ο Ανδρέας Κωνσταντίνου που ερμηνεύει τον σπουδαίο συνθέτη παίζει πολύ λίγο στην ταινία, καθώς το Ουζερί Τσιτσάνης ασχολείται περισσότερο με τον έρωτα του Γιώργου και της Εστρέας. Το κομμάτι της Αντίστασης περιορίζεται σε κλισέ αναπαραστάσεις καλών και κακών, πατριοτών και προδοτών, ενώ η ερωτική ιστορία μάλλον αποσυντονίζει τον θεατή. Εν μέσω όλων των προβλημάτων που υπάρχουν για τους εβραίους της Θεσσαλονίκης, αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει τους εβραίους γονείς της κοπέλας είναι όχι ο περιορισμός τους και η επικείμενή ξενιτιά τους, αλλά το γεγονός ότι η κόρη τους είναι ερωτευμένη με χριστιανό (!) Εδώ να σημειώσουμε ότι η επιλογή του Στάνκογλου στον ρόλο του κάπως φιλάσθενου πατέρα, μάλλον ξενίζει ηλικιακά τουλάχιστον.
Και αν το σενάριο είναι το πρόβλημα, οι διάλογοι δεν βοηθούν την κατάσταση, με τους ήρωες να επιδίδονται σε στιχομυθίες που μόνο ρεαλιστικές δεν φαντάζουν.
Αρκετά προβληματικές είναι, όμως και οι ερμηνείες. Στην περίπτωση της Χειλά-Φαμέλη το συγχωρείς γιατί είναι η πρώτη της εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη, ενώ ο Χάρης Φραγκούλης μπορεί να ταιριάζει εμφανισιακά με τον ρόλο, αλλά είναι μάλλον άνευρος. Πολύ καλύτερη βρήκα την τριάδα των Ανδρέα Κωνσταντίνου – Βασιλικής Τρουφάκου και Ξανθής Γεωργίου αν και παίζουν λίγο στην ταινία. Θεωρώ ότι από την τετράδα των πρωταγωνιστών ο Ανδρέας Κωνσταντίνου ξεχωρίζει, προσεγγίζοντας με τρόπο δωρικό και συγκρατημένο τον Βασίλη Τσιτσάνη.
Δυστυχώς, η ταινία προδίδεται και από την σκηνοθεσία της. Μετά από χρόνια απουσίας από την μεγάλη οθόνη, ο Μανούσος Μανουσάκης αποδεικνύει ότι δεν ξέρει ή δεν θυμάται πώς να είναι κινηματογραφικός σκηνοθέτης, με αποτέλεσμα ορισμένες τηλεοπτικές επιλογές να μην μπορούν να αποφευχθούν. Αποκορύφωμα, φυσικά, το φινάλε της ταινίας (όπου σκέφτεσαι πως ο Μανουσάκης μάς τρολάρει).
Τελικά να τη δω;
Σίγουρα θα προσελκύσει ένα κοινό, αλλά δύσκολα θα ικανοποιήσει (όπως είχαν κάνει τα Το Τανγκό των Χριστουγέννων και Μικρά Αγγλία).
Fun trivia: Στην ταινία συμμετείχαν 2.500 χιλιάδες βοηθητικοί ηθοποιοί.