ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Ποίηση χωρίς τέλος (Poesia sin Fin)

poesia-sin-fin-001

two-half-popcorn

H κινηματογραφική αυτοβιογραφία του μεγάλου χιλιανού σουρεαλιστή δημιουργού, Αλεχάντρο Χοδορόφσκι, υπό το πρίσμα του λατινοαμερικάνικου λογοτεχνικού ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού και μιας γενικότερης ελεύθερης δημιουργικής απόδοσης που τον χαρακτηρίζει. Η «Ποίηση Χωρίς Τέλος», συνεχίζει ουσιαστικά από εκεί που έμεινε η προηγούμενη ταινία του, ο εκπληκτικός «Χορός της Πραγματικότητας». Ενώ η προηγούμενη αναφερόταν στην παιδική του ηλικία εστιάζοντας κυρίως στη σχέση με τον πατέρα του, τούτη προχωρά στην ζωή του ως εφήβου και νεαρού ενήλικα, στην ανάπτυξη μέσα του της αγάπης για την ποίηση και στις πρώτες φιλικές και ερωτικές σχέσεις του, προτού μεταβεί στο Παρίσι.

Στην προηγούμενη ταινία πρωταγωνιστής ουσιαστικά ήταν ο πατέρας του Χάιμε, ρόλο που απέδωσε εξαιρετικά ο γιος του σκηνοθέτη Μπρόντις. Σε αυτή την ταινία τη σκυτάλη παίρνει ο μικρότερος γιος του Αντάν (που συμμετείχε επίσης σε προηγούμενες ταινίες του πατέρα του, άλλες γαλλικές ως ηθοποιός και soundtracks με την ιδιότητα του ως μουσικού και συνθέτη) που υποδύεται στην ταινία τον πατέρα του, Αλεχάντρο.

Οι κύριοι χαρακτήρες συνεχίζουν από εκεί που τους είχαμε αφήσει. Μάλιστα, η Πάμελα Φλόρες, αποκάλυψη ως η μητέρα του Σάρα, αναλαμβάνει και το ρόλο του πρώτου του έρωτα, της ποιήτριας Στέλλα Ντιάζ Βαρίν. Βρίσκουμε ξανά ιδέες και εμμονές του ιδιαίτερου αυτού δημιουργού, τη διαφορετικότητα, τον λυρισμό στην έκφραση, το μικρό περιφερόμενο θίασο που αγκαλιάζει νάνους και ανάπηρους ανθρώπους, την ομοφυλοφιλία, την λατρεία του γυμνού σώματος. Θα μιλήσει ξανά για τις άλλες δουλειές που καταπιάστηκε ο σκηνοθέτης, τις μαριονέτες και το τσίρκο, όμως το επίκεντρο του είναι η ποίηση, η δική του, του Πάμπλο Νερούδα, του Νικανόρ Πάρα, του φίλου του Ενρίκε Λιν.

Το μεγάλο πρόβλημα της ταινίας, είναι ότι δεν καταφέρνει με τίποτα να ξεπεράσει τη μαγεία της προηγούμενης ταινίας. Αυτό εν μέρει είναι λογικό, μιας και «Ο Χορός της Πραγματικότητας» μιλούσε για παιδικότητα και φαντασία, ήταν δε δοσμένη με τέτοιο τρόπο που μοιάζει περισσότερο παραμυθένια παρά ρεαλιστική. Εδώ αντίθετα είναι πολύ πιο προσδιορισμένο, είναι ξεκάθαρο ότι μιλά για τη ζωή του, μάλιστα με λιγότερη αυτοκριτική και σαρκασμό. Μιας που ο καλλιτέχνης είναι περισσότερο γνωστός ως σκηνοθέτης από ποιητής, υπερτονίζει αυτή του την ιδιότητα σαν να θέλει να μας την επιβάλλει και να την εξομοιώσει σε αξία με τα άλλα πρόσωπα ποιητών που περιλαμβάνει. Μπορούμε ίσως να το δικαιολογήσουμε στα πλαίσια της γενικότερης ιδεολογικής και πολιτικής του κόντρας με το παλαιό. Από την άλλη δεν θα παραδεχτεί ποτέ τα λάθη του, κρατώντας μοναχά μια δυνατή αναθεώρηση για το τέλος.

Το σινεμά του Χοδορόφσκι είναι ξεχωριστό και ευφυές. Θα αποφύγει να περιγράψει κάτι κοινότοπα και είναι συχνά απολαυστικό. Αν κάποιος έχει παρακολουθήσει όμως το προηγούμενο, το «Χορό της Πραγματικότητας» δύσκολα θα εντυπωσιαστεί από τη συνέχεια του. Σε αυτό δεν βοηθά και ο Αντάν Χοδορόφσκι που κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, που χωρίς να είναι κακός, είναι μάλλον αδιάφορος και δεν εντυπωσιάζει. Η ταινία διατηρεί την αξία της ως συνέχεια του, ενώ το ανοιχτό τέλος αφήνει διάπλατο παράθυρο για επόμενη συνέχεια -κέφι και υγεία να έχει ο δημιουργός.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *