Σινεμά

Prisoners

Η βροχή πέφτει πηχτή στην ταινία του Ντενί Βιλνέβ, καθώς η αστυνομία αναζητά ποιος απήγαγε δύο κοριτσάκια. Σκοτεινή και κλειστοφοβική, η ταινία μοιράζεται με Zodiac και Σκοτεινό Ποτάμι τη ζοφερή ατμόσφαιρα. Εκεί, όμως, που το Σκοτεινό Ποτάμι δεν χαριζόταν στους πρωταγωνιστές του και που το κυνήγι στο Zodiac άφηνε βαριά σημάδια στους αστυνομικούς που αναλάμβαναν την υπόθεση, το Prisoners πετά τα ενδιαφέροντα θέματα του στο τραπέζι. Και ύστερα τα παρατά εκεί, χωρίς να τα συζητήσει.

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό δύο κοριτσάκια εξαφανίζονται. Η αστυνομία θα συλλάβει έναν ύποπτο (Πολ Ντάνο), στον οποίο δεν μπορεί να απαγγείλει κατηγορίες. Ο πατέρας του ενός κοριτσιού (Χιού Τζάκμαν) θα αποφασίσει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Την ίδια ώρα, ο υπεύθυνος ντετέκτιβ της υπόθεσης (Τζέικ Γκίλενχαλ) αναζητά απαντήσεις.

Η ταινία δεν μοιάζει με το Zodiac του Ντέιβιντ Φίντσερ μόνο σε επίπεδο υπόθεσης, αλλά και σε επίπεδο αισθητικής. Κλειστοφοβικό, σκοτεινό, γεμάτο υπόγεια που σε κάνουν να ανατριχιάζεις και μυστικές πόρτες που δεν θέλεις καν να πλησιάσεις –πόσο μάλλον να ανοίξεις.

Ο διευθυντής φωτογραφίας, Ρότζερ Ντίκινς, κάνει θαύματα. Μία αγρυπνία με κεριά μετατρέπεται σε φωτεινούς λαμπτήρες, το πρόσωπο ενός εγκλωβισμένου φωτίζεται μόνο μέσα από μία μικρή τρύπα, ενώ χιονονιφάδες και σταγόνες της βροχής αποκτούν σημασία κάτω από τα φώτα των αυτοκινήτων.

Οι ερμηνείες είναι αντίστοιχα δυνατές. Ο Χιού Τζάκμαν σε έναν ρόλο γεμάτο οργή, αναμεμειγμένη με φόβο, κρατά το ενδιαφέρον του κοινού ζωντανό. Είναι αυτός στον οποίο πέφτει το βάρος της ταινίας. Ο Τζέικ Γκίλενχαλ αποτελεί ένα ευπρόσδεκτο αντίβαρο, χωρίς να κάνει κάτι διαφορετικό από αυτά που τον έχουμε δει κατά το παρελθόν να κάνει.

Οι δύο ήρωες της ταινίας συμβολίζουν τις δύο όψεις της Αμερικής: η μία –εκείνη που αντικατοπτρίζει ο πατέρας- είναι αυτή που εισέβαλε στο Ιράκ. Εκεί ο φόβος, το μίσος και η θρησκοληψία ξεπερνούν τα όρια του νόμου και της ηθικής. Σε εκείνη που αντιπροσωπεύει ο νεαρός ντετέκτιβ, όλα αυτά τα στοιχεία οδηγούν στη συγχώρεση.

Και όμως. Εάν υπάρχει μια λέξη που χαρακτηρίζει την ταινία του Καναδού σκηνοθέτη, αυτή είναι «συμβιβασμός». Συμβιβασμός ως προς τις ιδέες που παρουσιάζει, συμβιβασμός στο να ακολουθηθεί μια πεπατημένη. Χωρίς αυτό να κάνει την ταινία κακή, την κάνει χειρότερη από ότι θα μπορούσε να είναι.

Θα είχε ενδιαφέρον εάν η ταινία εξερευνούσε ελεύθερα έναν κύκλο βίας, αφήνοντας τους χαρακτήρες να έρθουν αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεών τους. Όπως ακριβώς γίνεται στο Σκοτεινό Ποτάμι, όπου οι ήρωες μπορεί να μην τιμωρούνται, αλλά καλούνται να ζήσουν με τη γνώση ότι βούτηξαν στα νερά του και δεν θα είναι ποτέ πια οι ίδιοι.

Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στους Prisoners, όπου ακόμα και αν οι χαρακτήρες είναι «δέσμιοι» των αδυναμιών τους, δικαιολογούνται. Η βία δικαιολογείται, δεν πειράζει, καλώς έγινε γιατί είχε ένα άλφα αποτέλεσμα. Θα προτιμούσα να ήταν τελείως παράλογη, να είχε ως μοναδική πηγή τον φόβο. Και να είναι ο θεατής που θα κρίνει εάν θα δώσει άφεση ή όχι στους χαρακτήρες.

Τελικά να τη δω;

Ναι. Ως θρίλερ είναι σφιχτοδεμένο, έχει ενδιαφέρον, σε κάποιες στιγμές φαίνεται ότι παρατραβάει, αλλά διαθέτει υπέροχη φωτογραφία και εξαιρετικές ερμηνείες. Θα την ήθελα, όμως, λιγότερο συμβιβασμένη.

 

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *