Φεστιβάλ

14ο fff: Rebelle, Η μάγισσα του πολέμου

Η φετινή υποψηφιότητα για όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας από τον Καναδά ήταν μια ταινία πολύ διαφορετική ως προς τον τρόπο παρουσίασης της, από αυτό που αρχικά περίμενα ότι θα είναι. Έχοντας διαβάσει την υπόθεση της γαλλόφωνης ταινίας του Kim Nguyen, οφείλω να παραδεχτώ ότι η παρακολούθηση της ήταν για μένα μια ευχάριστη έκπληξη.

Η ταινία περιγράφει δυο χρόνια από τη ζωή της Komona, μιας 12χρονης Αφρικανής, ξεκινώντας από τη στιγμή που αντάρτες-επαναστάτες εισβάλουν στο χωριό της. Οι εισβολείς την αναγκάζουν να σκοτώσει τους γονείς της και την στρατολογούν στην ομάδα τους, που αποτελείται κυρίως από μικρά παιδιά που από μικρά τα μαθαίνουν να πολεμάνε για τους σκοπούς τους. Μέσα στην ομάδα θα διακριθεί σε μάγισσα του πολέμου και θα γνωρίσει  και θα ερωτευτεί τον νεαρό αλμπίνο που φωνάζουν Μάγο (Magicien).

Το καθαρό βλέμμα του σκηνοθέτη δίνει χρώμα τόσο στην ομορφιά του  τοπίου, όσο και στον πόνο των ανθρώπων. Η σκληρότητα της ταινίας, πολύ πετυχημένα εστιάζεται στα συναισθήματα των ανθρώπων και όχι στις άγριες και άσχημες σκηνές. Οι δύσκολες συνθήκες αναγκάζουν τα παιδιά να ωριμάσουν πιο γρήγορα. Η σεναριακή προσέγγιση του έργου είναι ένα γράμμα της Κομόνα στο αγέννητο παιδί της που κουβαλά στην κοιλιά της και η ιστορία που διηγείται όλη η ζωή της και η εξομολόγηση της για αυτά που έγιναν και θα γίνουν. Το μικρό κορίτσι που πρωταγωνιστεί θα περάσει μέσα σε δυο χρόνια εμπειρίες που φυσιολογικά θα είχε σε τουλάχιστον δέκα χρόνια ή και πολύ περισσότερο και να ζήσει καταστάσεις που εμείς του δυτικού πολιτισμού ίσως δε θα ζήσουμε ποτέ. Πολύ σωστά ο σκηνοθέτης μας θυμίζει συχνά πυκνά την ηλικία της για να μη ξεχνάμε ότι είναι ένα κορίτσι 12 ετών!

Τα δυο στοιχεία που έκαναν το έργο να ξεχωρίζει, κατά τη γνώμη μου είναι η καταπληκτική μουσική, σε συνδυασμό με την ενδιαφέρουσα παρουσίαση των νεκρών φαντασμάτων, που δίνουν αυτό το κάτι παραπάνω που απογείωσε το φιλμ. Τα πάντα στην ταινία που δίνουν ήχους μετατρέπονται σε μουσική, ήχοι του αέρα, ήχοι όπλων, ήχοι κραυγών, ακόμα και μια σιδερένια σκουριασμένη πόρτα που ανοιγοκλείνει. Η χαρούμενη μουσική σε κάποια σημεία έρχεται να μας θυμίσει τον εσωτερικό κόσμο των παιδιών που σαν παιδιά έχουν ανάγκη να ξεχαστούν και να παίξουν, να είναι χαρούμενα και αισιόδοξα, όσο άσχημες εμπειρίες κι αν έχουν περάσει. Αναγκασμένα να παίξουν έναν ρόλο που δεν τον διάλεξαν σε μια τόσο τρυφερή ηλικία αναγκάζονται να αποποιηθούν τις ενοχές τους και να δουν τον πόλεμο σαν παιχνίδι για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

Το War Witch, εκτός από την υποψηφιότητα για τα φετινά όσκαρ, έχει διακριθεί σε πολλά φεστιβάλ και η ερμηνεία του κοριτσιού του κέρδισε το βραβείο καλύτερης ηθοποιού φεστιβάλ Βερολίνου και Τριμπέκα. Η ταινία δεν μας παρουσιάζει κάτι καινούργιο, κάτι που δεν γνωρίζουμε για τη ζωή στις τις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής. Το γεγονός όμως ότι αυτή η πραγματικότητα πολλούς από εμάς δε μας σοκάρει ή μας αφήνει αδιάφορους λέει πολλά. Αυτά που περιγράφονται στην ταινία και άλλα πολλά είναι η καθημερινότητα για αυτούς τους ανθρώπους στον πλανήτη μας κι εμείς ζούμε στις “πολιτισμένες” μας χώρες ανησυχούμε για την οικονομική κρίση και χρησιμοποιούμε τον πόνο αυτών των ανθρώπων για να προβάλλουμε την κουλτούρα μας και να κάνουμε “τέχνη”. Ξέρουμε όμως ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει γιατί κανείς δεν θα κάνει τίποτα για αυτό. Κάποτε θεωρούσαμε ότι η τέχνη είναι δύναμη και μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, δυστυχώς πια δεν νομίζω ότι κάποιος όταν γυρίζει μια τέτοια ταινία πιστεύει ότι θα επηρεάσει τον κόσμο. Κάπου μέσα μου το να χρησιμοποιούμε απλά τα εγκλήματα που γίνονται καθημερινά κατά της ανθρωπότητας για να κάνουμε μια καλή ταινία φαντάζει εκμετάλλευση. Μακάρι τέτοιες ταινίες να μπορούσαν να αγγίξουν τις παγωμένες ψυχές των συμφερόντων και να μπορούσε ο κόσμος μας να γίνει μια μέρα καλύτερος.

Αντώνης Γκούμας

Θα μπορούσε να ζήσει εξίσου ευχάριστα στη Μέση Γη όσο στη Metropolis, από τα πιο ρεαλιστικά πλάνα στα πιο σουρεαλιστικά συννεφάκια. Μπαίνοντας στις αίθουσες παθιάζεται αμετανόητα κάθε φορά που σβήνουν τα φώτα. Στα Φεστιβάλ που καλύπτει αντί για τις πολυαναμενόμενες ταινίες προτιμά να ανακαλύπτει άγνωστα μικρά διαμαντάκια που ίσως να μην δούμε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Συνήθως καλοπροαίρετος, προσέξτε, όμως, όταν κραδαίνει το «τσεκούρι» του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *