ΚΡΙΤΙΚΕΣΣινε-προτάσειςΣινεμά

Η Ρόζα της Σμύρνης

one-half-popcorn

Ο Δημήτρης (Τάσος Νούσιας), ένας μανιώδης συλλέκτης αντικειμένων και πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη το 1955, ταξιδεύει στη Σμύρνη τη δεκαετία του 1980 προκειμένου να ανακαλύψει εκθέματα για μία κοινή έκθεση Ελλάδας – Τουρκίας σε μία ιδιαιτέρως τεταμένη περίοδο στις σχέσεις των δύο χωρών. Σε ένα παλαιοπωλείο θα βρει ένα ματωμένο νυφικό και στη φόδρα του μία επιστολή. Προσπαθώντας να βρει τον ιδιοκτήτη του νυφικού θα οδηγηθεί πάλι στην Αθήνα και στη Σμυρνιά αρχόντισσα Ρόζα (Λήδα Πρωτοψάλτη), η οποία κρατά καλά κρυμμένα τα μυστικά της. Θα γνωριστεί παράλληλα με τη νεαρή καλλιτέχνιδα, Μαριάννα (Ευγενία Δημητροπούλου) και μαζί θα προσπαθήσουν να ξετυλίξουν το κουβάρι της μνήμης.

Με τις φιλόδοξες παραγωγές εποχής συμβαίνει το εξής: είτε θα είναι απόλυτα επιτυχημένες (όπως Η Μικρά Αγγλία, Η Πολίτικη Κουζίνα, Το Τανγκό των Χριστουγέννων), είτε θα αποτυγχάνουν (όπως το περσινό Ουζερί Τσιτσάνης). Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην επιτυχία ή την αποτυχία μιας τέτοιας ταινίας είναι το συναίσθημα (ή η έλλειψη αυτού). Η δυνατότητα μιας ταινίας να σε ταξιδέψει και να σε παρασύρει στον κόσμο της. Η «Ρόζα» δυστυχώς δεν το καταφέρνει αυτό και οι αιτίες είναι πολλές.

roza001

Κατ’ αρχάς ο θεατής δεν καταλαβαίνει ποιος είναι ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας; Είναι η Ρόζα; Έτσι φαίνεται από τον τίτλο και από το γεγονός ότι αυτή είναι η ιστορία της, αλλά τότε γιατί τη βλέπουμε τόσο λίγο στην οθόνη; Είναι του Δημήτρη; Το πρώτο μισό της ταινίας είναι αφιερωμένο σε αυτόν, αλλά στη συνέχεια ο ήρωας «εξαφανίζεται» δίνοντας προτεραιότητα σε γιαγιά και εγγονή. Ή είναι η ιστορία της Μαριάννας; Σαφής απάντηση δεν μπορεί να δοθεί.

Το βασικό πρόβλημα είναι ο τρόπος με τον οποίο έχει δομηθεί η ιστορία. Είναι μία συνταγή με νόστιμα υλικά που όμως δεν πετυχαίνει στο μαγείρεμα. Για παράδειγμα από τη μέση περίπου της ταινίας και μετά, ο θεατής έχει καταλάβει τι πρόκειται να συμβεί. Παρ’ όλα αυτά, ο σκηνοθέτης Γιώργος Κορδέλλας τοποθετεί στο τέλος της ταινίας έναν μακροσκελή μονόλογο ενός εκ των ηρώων της ταινίας για να μας αποκαλύψει αυτά που ήδη ξέρουμε.

roza004

Επιλέγει, επίσης, να αφηγηθεί τα γεγονότα του 1922 με ένα α λα «Kill Bill» εύρημα -ένας γάμος που παρουσιάζεται σε flash back με δύο τρεις σκηνές. Είναι ενδιαφέρον εύρημα, ωστόσο η αποσπασματικότητα των σκηνών δεν σε αφήνουν να μπεις μέσα στην ιστορία. Πιθανώς θα λειτουργούσε καλύτερα μια αφήγηση της ιστορίας σε δύο χρόνους.

Παράλληλα, πρόβλημα υπάρχει και με την εξέλιξη των χαρακτήρων. Για ποιο λόγο ο Δημήτρης αλλάζει τόσο «εύκολα» γνώμη για τους Τούρκους; Ή η γιαγιά Ρόζα γι’ αυτόν; Φαίνεται να λείπει ένα βήμα από την μετεξέλιξη των χαρακτήρων. Και οι αποκαλύψεις δεν πείθουν τον θεατή. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί ο διδακτικός λόγος στο φινάλε της ταινίας που απλά ανακυκλώνει διάφορα κλισέ.

roza003

Αυτή που πραγματικά ξεχωρίζει με την ερμηνεία της είναι η  Λήδα Πρωτοψάλτη. Η οργισμένη Ρόζα της είναι γιαγιά, γεμάτη μνήμες, οργή και συναισθήματα. Είναι μία γιαγιά που δεν σηκώνεται από το κρεβάτι βαμμένη, αλλά με ανακατεμένα τα μαλλιά, όπως η δική μου γιαγιά. Και γι’ αυτό υπέροχη.

Δυστυχώς η ταινία δεν αφηγείται την ιστορία της με τρόπο συναρπαστικό ή τουλάχιστον ενδιαφέροντα, δεν δημιουργεί το απαραίτητο συναίσθημα στον θεατή. Από την άλλη, αυτή η  Ρόζα έχει σίγουρα το κοινό της και η ιστορία θα μπορούσε να συγκινήσει ένα τμήμα των θεατών που εκτιμούν τη νοσταλγία στις ταινίες.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *