Slow West
Μετά το σχεδόν φεμινιστικό γουέστερν του Τόμι Λι Τζόουνς (Homesman), έρχεται το Slow West: ένα αργό, παράξενο, αστείο και υπέροχα φωτογραφημένο γουέστερν με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Φασμπέντερ.
Ο 16χρονος Τζέι είναι συντετριμμένος από το γεγονός ότι η καλύτερή του φίλη Ρόουζ, ο έρωτας της ζωής του μετακόμισε από τα Χάιλαντς της Σκωτίας στην Αμερική με τον πατέρα της. Αποφασίζει να εγκαταλείψει την προηγούμενη ζωή του και να μεταβεί στο αφιλόξενο τοπίο της Άγριας Δύσης για να τη βρει. Εκεί θα συναντήσει έναν τυχοδιώκτη, τον Σίλας Σέλεκ, ο οποίος θα δεχθεί να τον συνοδεύσει με ασφάλεια στην αγαπημένη του, με αντάλλαγμα λίγα χρήματα. Ο Τζέι δεν γνωρίζει, όμως, ότι η Ρόουζ είναι επικηρυγμένη και ότι η απόφασή του να την ψάξει, μπορεί να οδηγήσει στην πόρτα της και άλλους ανεπιθύμητους.
Όταν ο Guardian μιλούσε για ψυχεδελικό γουέστερν, δεν είχε άδικο. Βαδίζοντας στα χνάρια του The Dead Man του Τζιμ Τζάρμους και του Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους των Αδελφών Κοέν, συνδυάζοντας το κουλ με τη βία, τη σκληρή ζωή με το χιούμορ, ο Τζον ΜακΛιν των Beta Band (εδώ σε ρόλο σεναριογράφου και σκηνοθέτη) έφτιαξε μία ξεχωριστή ταινία.
Ναι, η ζωή είναι σκληρή, είναι, όμως, και μικρή στο αφιλόξενο και βίαιο τοπίο των πρώτων χρόνων της Αμερικής. Γι’ αυτό φαίνεται πως ο δημιουργός δεν παίρνει τη ζωή πολύ στα σοβαρά, αλλά ούτε και τον θάνατο.
Περπατώντας σε υπέροχα τοπία (στην πραγματικότητα τα γυρίσματα έγιναν σε Σκωτία και Νέα Ζηλανδία), οι δύο ήρωες της ταινίας συναντούν σε κάθε βήμα το παράλογο: είναι πολλές φορές που ο Τζέι (τον ερμηνεύει με νευρικότητα και αποφασιστικότητα ο Κόντι Σμιτ ΜακΦι) χάνεται ή φεύγει και καταλήγει να βρεθεί αντιμέτωπος με παράξενους ήρωες. Ένας φιλόσοφος που καταγράφει τον βίαιο χαμό των ιθαγενών, ένας συμμορίτης που ζητά τσάι με αντάλλαγμα αμπσίνθ, ένας ροκ τυχοδιώκτης στο πρόσωπο του Φασμπέντερ.
Το slow του τίτλου είναι μια αστεία αυτο-αναφορά, η οποία ανατρέπεται όμως στην τελευταία πράξη. Εκεί ο αργός παραλογισμός δίνει τη θέση του σε ένα γρήγορο πιστολίδι που και αυτό δεν χάνει το χιούμορ του. Και αποδεχόμενο το αυτο-παράλογο κλείνει το μάτι στον εαυτό του και τον θεατή.
Τελικά να τη δω;
Υπέροχα τοπία, εξαιρετική φωτογραφία και ένα γουέστερν πολύ… ροκ.