Σουπερχόνδριος
Ο Ρομάν Φομπέρ είναι ένας ανύπαντρος σαραντάρης που δουλεύει ως φωτογράφος για ένα διαδικτυακό ιατρικό λεξικό. Το επάγγελμα του δεν τον βοηθά καθόλου καθώς είναι υπερβολικά υποχόνδριος, γεγονός που του καθορίζει την καθημερινή ζωή και τον κάνει ένα φοβισμένο νευροπαθή. Ο μοναδικός φίλος του είναι ο θεράπων ιατρός του Ντιμίτρι Ζβένκα που μετανιώνει κάθε μέρα την στιγμή που λυπήθηκε τον Ρομάν και τον πήρε υπό την προστασία του. Ο Ντιμιτρί προσπαθεί να βρει ένα τρόπο θεραπείας που θα τον απαλλάξει για πάντα από τον κατά φαντασία ασθενή και αρχίζει να πιστεύει ότι η μόνη λύση θα είναι να βρει μια γυναίκα για τον Ρομάν. Τον γράφει σε ιστοσελίδα γνωριμιών, τον αναγκάζει να γυμναστεί και του μαθαίνει πως να συμπεριφέρεται με τις γυναίκες. Οι άκαρπες προσπάθειες τον αναγκάζουν να εφαρμόσει μια ριζική θεραπεία: παίρνει μαζί του τον Ρομάν στο λιμάνι του Καλαί για να περιθάλψουν πολιτικούς πρόσφυγες. Μήπως θα γνωρίσει εκεί την γυναίκα της ζωής του;
Το σενάριο του Ντάνι Μπουν κινείται ανάμεσα σε δύο σημεία αναφοράς χωρίς, δυστυχώς, να φτάσει σε κανένα σημείο. Ασχολείται με ένα θέμα το οποίο μπορεί να γεννήσει κωμικές καταστάσεις, την υποχονδριακή νεύρωση αλλά προσπαθεί ταυτόχρονα να κάνει και ένα πολιτικό σχόλιο πάνω στους φόβους του σύγχρονου μικροαστού. Ο γιατρός και ο ασθενής μοιράζονται τον φόβο του ξένου: ο ένας μεταμορφώνεται σε Χούλκ που χτυπά όποιον θέλει να τον πλησιάσει για να το φιλήσει στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν και ο άλλος διώχνει ευγενικά τους μετανάστες που φέρνει στο σπίτι η αδερφή του που εξαγοράζει την ανία που της προκαλεί η ζωή στα ακριβά προάστια με την ανθρωπιστική δράση. Αρχικά φοβισμένοι και μικροπρεπείς οι καλοί Γάλλοι εξυψώνουν τον ξένο σε ένα απόλυτο μοντέλο χαρίσματος που θα τους επιτρέψει να γίνουν οι άρχοντες του φλέρτ, να θεραπευθούν από την νεύρωση τους και να επιβληθούν κανονικά. Ο κεντρικός ήρωας αλλάζει ταυτότητα με τον αρχηγό της αντίστασης σε μια βαλκανική χώρα με το όνομα Τσερκιστάν και αυτή η αλλαγή μοιάζει να τον αλλάζει αδικαιολόγητα καθώς στην στιγμή εξαφανίζονται η νεύρωση του και τα συμπτώματα της. H αδελφή του γιατρού δέχεται με μεγάλη ευκολία τα ψέμματα του Ρομάν αλλιώς πως εξηγείται στην εποχή του διαδικτύου να μην γνωρίζει το πρόσωπο του ηγέτη της αντίστασης ; Μια σειρά από υπερβολικές καταστάσεις που δεν δένουν μεταξύ τους κάνουν την ταινία να μην προχωράει παρά τις συνεχείς ανατροπές που περισσότερο κουράζουν παρά ανακουφίζουν τον θεατή. Οι χαρακτήρες του έργου παραμένουν στα όρια της καρικατούρας όπως και η απεικόνιση του Τσερκιστάν που θυμίζει περισσότερο τις αμερικανικές ταινίες με ήρωα τον Τσακ Νόρις παρά σκηνικό κωμωδίας. Αν αυτό είναι το νέο είδος της λαϊκής κωμωδίας στην Γαλλία, τα κόκαλα του Μπουρβίλ και του Λουί Ντε Φινές θα έχουν κάθε δικαίωμα να τρίζουν.
Μια μεγάλη επιτυχία στα ταμεία όπως η ταινία Είναι τρελοί αυτοί οι Βόρειοι δεν σε κάνει απαραίτητα και μεγάλο σκηνοθέτη. Ο Ντάνι Μπούν ξεκινάει με μια εκπληκτική σκηνή στην οποία ως ήρωας ταινιών δράσης προσπαθεί να αποφύγει τα άτομα που θέλουν να του δώσουν το πρωτοχρονιάτικο φιλί στη οποία θα λέγαμε ότι ξοδεύει όλη την σκηνοθετική του ενέργεια. Η υπόλοιπη ταινία δείχνει την αδυναμία του σκηνοθέτη να εκμεταλλευτεί τον φιλμικό χώρο μέσα στο κάδρο και να καταγράψει τις κωμικές συμπεριφορές με αποκορύφωμα την σκηνή στο μετρό όπου ο υποχόνδριος Ρομάν φοβάται να ανοίξει τις μπάρες και τα τοιχώματα του βαγονιού καθώς η επιλογή της γωνίας λήψης αναιρεί το κωμικό στοιχείο από την σκηνή. Η ταινία δεν έχει ρυθμό κάτι το οποίο είναι απαράδεκτο για κωμωδία και η ερμηνεία του Μπούν στον κεντρικό ρόλο δεν βοηθάει καθόλου την υπόθεση. O ηθοποιός Μπούν είναι επιεικώς απαράδεκτος καθώς καταφεύγει σε υπερβολικές μιμήσεις που δεν προκαλούν γέλιο, του λείπει η φαντασία και η κωμική μεγαλοφυΐα για να μπορέσει να κρατήσει μια ταινία πάνω του. Η Αλίς Πόλ που παίζει την μεγαλοαστή με τα ανθρωπιστικά ενδιαφέροντα που ερωτεύεται τον Ρομάν με την ψεύτικη ιδιότητα του αρχηγού της αντίστασης είναι συμπαθητική στην ερμηνεία της αλλά κάποιες στιγμές γίνεται εκνευριστική καθώς παίζει με υπερβολή την αφελή ερωτευμένη. Ο καλύτερος ηθοποιός της ταινίας είναι ο Κάντ Μεράντ που λειτουργεί ως αντίβαρο στις αδυναμίες των άλλων. Χωρίς υστερία, υπερβολή στις εκφράσεις και με αποστασιοποιήμενη ερμηνεία κατορθώνει να είναι αυτός που μας κάνει να γελάμε περισσότερο, όσο μπορούμε να γελάσουμε δηλαδή μέσα σε αυτήν την ταινία.
Συμπέρασμα λοιπόν; Κάποιες καλές ιδέες δυστυχώς δεν κάνουν μια καλή ταινία και μόνο κάποιες μεγαλοφυΐες μπορούν να γράψουν, να παίξουν και να σκηνοθετήσουν και ο κύριος Μπούν δεν είναι μεγαλοφυής . Για να παραφράσουμε και ένα ανέκδοτο: δεν χρειάζεται να λέμε συνέχεια ναι σε όποιον νομίζει ότι είναι σκηνοθέτης.