Σινεμά

Οι ύποπτοι φορούσαν γόβες (The Bling Ring)

Το 2009 μία σειρά από ληστείες σημειώθηκε στους λόφους του Χόλιγουντ. Τα σπίτια πολλών διασήμων, όπως η Πάρις Χίλτον, ο Ορλάντο Μπλουμ, η Λίντσεϊ Λόχαν «χτυπήθηκαν», όχι από κάποια συμμορία ληστών, αλλά από μία ομάδα νεαρών παιδιών που απλά ήθελαν να μοιάσουν στα αγαπημένα τους ινδάλματα.

Η αληθινή ιστορία

Οι Rachel Lee, Nick Prugo, Alexis Neiers, Diana Tamayo, Courtney Ames, Johnny Ajar και Roy Lopez, Jr., μέλη των Bling Ring έμπαιναν στα σπίτια των διασήμων και έκλεβαν ρούχα, τσάντες, μετρητά, κοσμήματα. Η συνολική αξία των αντικειμένων που «σούφρωσαν» έφτανε τα 3 εκατομμύρια δολάρια. Τα παιδιά έμπαιναν στα σπίτια βρίσκοντας την πόρτα ξεκλείδωτη και το σπίτι χωρίς συναγερμό.

Η Ρέιτσελ Λι ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες, η αρχηγός της συμμορίας. Αρχικά, συνδέθηκε φιλικά με τον Νικ Προύγκο λόγω της αγάπης και των δύο για τη μόδα. Ήταν εκείνη που οργάνωνε τα «χτυπήματα» στα σπίτια, όποτε χρειαζόταν καινούρια ρούχα. Η Αλέξις Νέιερς που μετά την εξιχνίαση της υπόθεσης πρωταγωνίστησε σε δικό της ριάλιτι, αρνήθηκε αρχικά τη συμμετοχή της στις ληστείες.

Οι συμμετέχοντες στις ληστείες καταδικάστηκαν και εξέτισαν μικρο-ποινές. Κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν στη φυλακή, άλλοι προσπάθησαν να συνεχίσουν τις ζωές τους.

Και η ταινία….

Το γεγονός ότι η Σοφία Κόπολα είχε στα χέρια της μία ιστορία που δεν αφορούσε σκληροπυρηνικούς εγκληματίες αλλά παιδιά του Βάλεϊ που τους άρεσε να πηγαίνουν σε κλαμπ, να παρακολουθούν ριάλιτι σόου (η Λι λέγεται ότι ήταν εθισμένη σε αυτά) και που κίνητρο ήταν η ματαιοδοξία και η λατρεία της φήμης, ήταν ελπιδοφόρο.

Μεγαλωμένη και η ίδια σε μία διάσημη οικογένεια, η Κόπολα έχει ασχοληθεί κατά το παρελθόν, τόσο με τις δυσκολίες και την αμηχανία της ενηλικίωσης (στο εξαιρετικό Αυτόχειρες Παρθένοι), όσο και με τις συνέπειες της φήμης (στο πρόσφατο Somewhere).

Ήταν σχεδόν αναμενόμενο ότι το άρθρο της Νάνσι Τζο Σέιλς στο Vanity Fair με τίτλο «Οι ύποπτοι φορούσαν Louboutins» (εξ ου και ο ελληνικός τίτλος) θα της κινούσε αμέσως το ενδιαφέρον (ολόκληρο το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ).

Μία πραγματική ιστορία που θα είχε πολλά να πει για το κυνήγι της φήμης, την αβάσταχτη ελαφρότητα της δημοσιότητας, την ανάγκη να «δειχτείς» (μέσω Facebook, Twitter, αναρίθμητων selfies -φωτογραφιών του εαυτού σου).

Δυστυχώς, η Κόπολα δεν εκμεταλλεύεται τη συγκυρία. Η κάμερά της είναι παρατηρητική. Βλέπει μόνο, χωρίς να εμβαθύνει. Σαν εκείνη τη σκηνή της ταινίας όπου βλέπουμε από μακριά τη ληστεία να διαδραματίζεται σε ένα γυάλινο σπίτι. Τα παιδιά κινούνται στους χώρους, αλλά ο θεατής δεν ακούει τους ήχους, παρατηρεί αποστασιοποιημένα τις πράξεις τους.

Κάπως έτσι νιώθει σε όλη την ταινία. Όχι ότι η Κόπολα δικαιολογεί τις ληστείες, απλά δεν φαίνεται να έχει και κάτι ιδιαίτερο να πει, ή ίσως και να μην κατάφερε να το πει.

 

Οι ερμηνείες είναι αρκετά καλές. Τόσο η Κέιτι Τσανγκ, όσο και η Έμμα Γουότσον (που προσπαθεί απεγνωσμένα να αφήσει πίσω της τον Χάρι Πότερ) προσεγγίζουν τον ρόλο τους με ακρίβεια. Επιπλέον, η Έμμα Γουότσον δίνει στον χαρακτήρα της την απαραίτητη ειρωνία και τον απαραίτητο αυτοσαρκασμό, ένα από τα λίγα στοιχεία που σχολιάζουν κάπως το τι ακριβώς συμβαίνει.

Ποια είναι τα πραγματικά κίνητρα αυτής της ομάδας παιδιών, γιατί αυτή η εμμονή με το δημοφιλές και το λαμπερό; Η Κόπολα δεν απαντά ποτέ στην ερώτηση αυτή.

Η αξία της Κόπολα στη σκηνοθεσία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Φτιάχνει όμορφες εικόνες, στήνει τα πλάνα της με ακρίβεια, αλλά στην προκειμένη περίπτωση ταυτίζεται με τα ριάλιτι που προσπαθεί να στηλιτεύσει. Φαινομενικά ενδιαφέρον, αλλά στην πραγματικότητα κενό ουσίας.

Τελικά να τη δω;

Τι ήθελε να κάνει η Κόπολα; Εάν η ταινία ήταν ντοκιμαντέρ, θα μιλούσαμε με διαφορετικούς όρους. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση μιλάμε για μία ταινία μυθοπλασίας. Συμπαθητικές ερμηνείες, ωραία σκηνοθεσία, αλλά αποστασιοποιημένη παρατηρητικότητα, χωρίς καμία εμβάθυνση στους χαρακτήρες και τα κίνητρά τους. Καλύτερα διαβάστε το άρθρο του Vanity Fair…

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *