Σινεμά

Trance: καλύτερα κοιμισμένος παρά υπνωτισμένος

Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες ο Ντάνι Μπόιλ θεωρείται σχεδόν ήρωας. Εθνικός σίγουρα, αν όχι και διεθνής. Οι Βρετανοί θα μπορούσαν να του συγχωρέσουν σχεδόν τα πάντα. Εμείς, πάλι που δεν είμαστε Βρετανοί δεν χρειάζεται να κάνουμε το ίδιο. Και το Trance δεν του το συγχωρούμε.

Δεν είναι ακριβώς ότι το Trance είναι κακή ταινία. Είναι ότι είναι κακή για Ντάνι Μπόιλ. Ειδικά όταν έχει χαιρετιστεί ως η επιστροφή του σκηνοθέτη στο crime thriller και στο πιο σκοτεινό κλίμα ταινιών όπως τα Μικρά Εγκλήματα Μεταξύ Φίλων και το Trainspotting και φέρει ως πρωταγωνιστικά ονόματα τους Βενσάν Κασέλ και Τζέιμς ΜακΆβοϊ.

Ο Σάιμον (Τζέιμς Μάκαβοϊ), ένας υπάλληλος οίκου δημοπρασιών, συνεργάζεται με μια συμμορία του υποκόσμου με σκοπό την κλοπή ενός πίνακα, αξίας εκατομμυρίων δολαρίων.  Κατά τη διάρκεια της φοβερής αυτής επιχείρησης, η οποία αναμένεται να αλλάξει μια για πάντα τη ζωή του, ο Σάιμον δέχεται ένα ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να χάσει την πρόσφατη μνήμη του και να μη θυμάται καθόλου που έχει κρύψει το ανεκτίμητο έργο. Όταν οι απειλές και τα βασανιστήρια αδυνατούν να φέρουν απαντήσεις, τότε ο αρχηγός της συμμορίας, Φράνκ (Βενσάν Κασέλ), αποφασίζει να επιστρατεύσει την Ελίζαμπεθ (Ροζάριο Ντόσον), μια υπνοθεραπεύτρια η οποία επιχειρεί να φτάσει στο πιο σκοτεινό σημείο του μυαλού του Σάιμον.

Στις ταινίες του ο Ντάνι Μπόιλ τείνει να υπερηφανεύται ότι μιλά για πολύ νορμάλ ανθρώπους που εμπλέκονται σε ακραίες καταστάσεις. «Μόνο που στο Trance δεν ξέρεις ποιος από όλους είναι αυτός ο χαρακτήρας» προσθέτει. Κανείς, θα υποστήριζα εγώ. Κι αυτό γιατί πραγματικά από το Shallow Grave μέχρι και το 127 Ώρες βλέπεις ανθρώπους απλούς, καθημερινούς, με τις αδυναμίες και τα ελαττώματά τους που ξαφνικά και υπό κάποιες συνθήκες γίνονται ικανοί για το οτιδήποτε.

Στο Trance, όμως, όλοι μοιάζουν να έχουν μια κρυφή ατζέντα. Ενώ το messed up στοιχείο στο Shallow Grave (με το οποίο πολλοί είναι εκείνοι που έσπευσαν -σκανδαλωδώς κατά τη γνώμη μου- το συγκρίνουν) προέρχεται από το γεγονός ότι πραγματικά έχεις απέναντί σου έναν μέσο άνθρωπο που μέσα από τις καταστάσεις μπορεί να κάνει αδιανόητα πράγματα, στο Trance οι ήρωες μόνο απλοί δεν μοιάζουν (μάλλον απλοϊκοί θα λέγαμε), ενώ δεν σε πείθουν ότι εξωθούνται στα όριά τους μέσα από τις καταστάσεις.

Το μεγάλο πρόβλημα της ταινίας βρίσκεται λοιπόν στο σενάριο. Ακολουθώντας τον δρόμο ενός χιλιοειπωμένου νουάρ, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση την ύπνωση, ο Ντάνι Μπόιλ φτιάχνει μια ταινία που καθ’ όλη τη διάρκειά της σου μοιάζει αδιάφορη. Και αυτό είναι χειρότερο από το να είναι κακή.

Γιατί αν πραγματικά επέλεγε να παίξει με το τι είναι πραγματικό και τι όχι, τι έχει συμβεί και τι όχι, ίσως η ταινία να είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Προσφέροντας, όμως, μια εξήγηση που με τον τρόπο που έχει αναπτύξει τους χαρακτήρες μοιάζει μάλλον απίθανη και σίγουρα διαθέτει μπόλικες σεναριακές «τρύπες», είναι δύσκολο να κάνει τον θεατή να νοιαστεί, πόσο μάλλον να ταυτιστεί με τους ήρωες.

Ο Ντάνι Μπόιλ ξέρει καλά να παίζει το παιχνίδι της σκηνοθεσίας. Μία λίγο θολή και πολύ φωτεινή εικόνα σε σκηνές που μοιάζουν ψεύτικες, ωραίο σάουντρακ, μια καλοπαιγμένη σκηνή ληστείας, neon φώτα σε ένα πανέμορφο Λονδίνο είναι μερικές από τις εικόνες που ο σκηνοθέτης μας προσφέρει. Όταν, όμως, αυτές οι εικόνες δεν συνοδεύονται για το συναισθηματικό βάθος της ιστορίας, είναι απλά παιχνίδια χωρίς αντίκρυσμα.

Δεν βοηθούν και οι προσπάθειες για κωμικές στιγμές. Οι «κακοί» που αποτελούν την συμμορία είναι τελικά μια ομάδα γελοίων κλόουν ή επικίνδυνοι εγκληματίες; Γιατί δεν ανησυχούν από το πόσα η ψυχοθεραπεύτρια αρχίζει σιγά σιγά να μαθαίνει; Γιατί δεν δείχνουν κανέναν σεβασμό στον αρχηγό τους; Πώς ο Σάιμον έφτασε μέχρι το νοσοκομείο; Αυτά είναι ελάχιστα μόνο από τα ερωτήματα, στα οποία δεν δίνεται απάντηση ποτέ.

Η άλλη μεγάλη απογοήτευση είναι οι ερμηνείες. Στον Τζέιμς ΜακΆβοϊ έχω αδυναμία, αλλά σε αυτό τον ρόλο μοιάζει «λίγος». Στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να κάνει κάτι διαφορετικό από αυτά που έκανε στον Τελευταίο Βασιλιά της Σκωτίας ή στο Wanted. Εκεί που ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ στο Shallow Grave έδινε στον «νορμάλ» χαρακτήρα του μια κάπως δυσοίωνη υπόσταση, δεν ισχύει το ίδιο για τον ΜακΆβοϊ εδώ.

Το ίδιο ισχύει για τον Βενσάν Κασέλ τον οποίο έχω σκυλοβαρεθεί πια να βλέπω σε τέτοιους ρόλους. Όσο για τη Ροζάριο Ντόσον, είναι κάπως καλύτερη από τους άλλους δύο. Κρίμα που ο χαρακτήρας της είναι μάλλον εκνευριστικός.

Αυτό είναι το κακό με τις αδιάφορες ερμηνείες. Μπορεί να είναι πολύ χειρότερες από τις κακές.

Τελικά; Να το δω;

Στη θέση σας θα περίμενα το DVD. Εάν δεν έχετε υψηλές προσδοκίες και δεν περιμένετε μία ταινία του Ντάνι Μπόιλ, τότε ίσως να περάσετε μια κάπως ευχάριστη βραδιά. Εάν ήταν άλλος σκηνοθέτης θα λέγαμε ότι είναι μέτριο. Για Ντάνι Μπόιλ είναι απλά κακό.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

2 σκέψεις σχετικά με το “Trance: καλύτερα κοιμισμένος παρά υπνωτισμένος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *