Σινεμά

Μια καλύτερη ζωή

Το Μια καλύτερη ζωή με τον Γκιγιόμ Κανέ (παρεπιπτόντως η ταινία κέρδισε βραβείο κοινού στο περσινό Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου). Είχα πάει να την δω γιατί έχω αδυναμία στον ηθοποιό και περίμενα να δω μια μελούρα τύπου Κράμερ εναντίον Κράμερ.

Καλά να πάθω. Γιατί αυτό που είδα στην οθόνη με εξέπληξε. Η ταινία του Σεντρίκ Καν θυμίζει σε σημεία της Το Κυνήγι της Ευτυχίας με τον Γουίλ Σμιθ και σίγουρα δεν αποτελεί μια ερωτική ιστορία, αλλά μια κινηματογραφική καταγραφή της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης που ζούμε.

Ο Γιαν, νεαρός σεφ (Γκιγιόμ Κανέ) και η Νάντια (Λεϊλά Μπεκτί) ερωτεύονται και αποφασίζουν να στηρίξουν τα όνειρα τους σε ένα εστιατόριο. Τα δάνεια και τα χρέη θα προκαλέσουν εντάσεις και ξαφνικά η Νάντια που έχει έναν 9χρονο γιο θα καταφύγει στον Καναδά και θα αφήσει τον μικρό της με τον Γιαν.

Δεν υπάρχει εύκολη διαφυγή από την ταινία του Καν. Η εικόνα είναι βρώμικη, πράσινα, γκρι, μπλε χρώματα κατακλύζουν την οθόνη όσο οι ήρωες κάνουν μια όλο και πιο δραματική κατάβαση στην φτώχεια. Μετρούν το κάθε ευρώ, δανείζονται, παρακαλούν.

Και όμως. Το φιλμ δεν καταφεύγει στην «εύκολη» συγκίνηση. Δεν κάνει κοντινά στα αθώα μάτια παιδιών, ούτε σε βάζει να καταπιείς με τη βία την απόγνωση. Είναι ο ρεαλισμός της κατάστασης που σε κάνει να νιώθεις το μόνιμο κόμπιασμα στο λαιμό. Ξέρεις ότι αυτά που βλέπεις είναι αλήθεια. Το ξέρεις γιατί υπάρχουν γύρω σου. Άνθρωποι που δέχονται το ανελέητο κυνήγι τραπεζών και τοκογλύφων, απλά και μόνο επειδή κάποτε τόλμησαν να πιστέψουν σε ένα όνειρο μεγαλύτερο από το δικό τους.

Προς το τέλος πλατειάζει λίγο (στο κομμάτι του Καναδά), αλλά μέχρι τότε ο σκηνοθέτης σε έχει συμπαρασύρει (με τη βοήθεια των πολύ καλών ερμηνειών των δύο πρωταγωνιστών) σε μια εφιαλτική καθημερινότητα από όπου δεν υπάρχει διέξοδος. Κοινωνικό σινεμά με όλη τη σημασία της λέξης.

Αγγελική Στελλάκη

Η πρώτη ταινία που είδε σε κινηματογραφική αίθουσα ήταν το Χορεύοντας με τους Λύκους. Κατά τη διάρκεια του οποίου διάβαζε Μίκι Μάους, σπάζοντας τα νεύρα όλων. Σε σινεφίλ μονοπάτια οδηγήθηκε όταν, κατά τη διάρκεια μοναχικών κινηματογραφικών βραδινών περιπλανήσεων, διαπίστωσε ότι νοιώθει μια παράξενη ευτυχία, κάθε φορά που τα φώτα χαμηλώνουν, ο ήχος του προτζέκτορα πλημμυρίζει το χώρο και μυρωδιά ποπ κορν ξεχύνεται στην αίθουσα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *