Ελάτε να πάρετε τον καφέ σ’εμάς
O Εμερετζιάνο Παρόντσίνι είναι ένας υψηλά ιστάμενος δημόσιος υπάλληλος που ζεί και εργάζεται σε μια πόλη της Βόρειας Ιταλίας κοντά στα σύνορα με την Ελβετία. Αριβίστας και ξιπασμένος, ο Εμερετζιάνο είναι ένας αξιοσέβαστος εργένης που ψάχνει να κάνει ένα γάμο που θα του εξασφαλίσει μια οικονομική άνεση. Σύντομα βρίσκει τα θηράματα του τις Φορτουνάτα, Ταρσίλα και Καμίλα Τεταμάντζι, τρεις αδερφές που μόλις έχασαν τον πατέρα τους και είναι μόνες στον κόσμο. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι ιδιαίτερα γοητευτικές, η περιουσία των τριών γυναικών προσελκύει μνηστήρες κάτι που κάνει τον Εμερετζιάνο να δράσει γρήγορα. Προκαλεί ένα φορολογικό έλεγχο που λειτουργεί ως Δούρειος Ίππος για να εισχωρήσει στο σπίτι των αδερφών και να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Γοητεύει την Φορτουνάτα την οποία και παντρεύεται, σύντομα όμως η σεξουαλική απληστία τον κάνει εραστή και των άλλων δύο αδερφών.
H ταινία ανήκει στο είδος της σατιρικής ηθογραφίας που άνθισε στις δεκαετίες 60 και 70 και καυτηριάζει την τάση των Ιταλών για τον εύκολο πλουτισμό. Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο κλασσικός τύπος του ανθρώπου ο οποίος μπορεί να εκμεταλλεύεται την ανάγκη των άλλων για αγάπη για να πετύχει τον στόχο του. O Αλμπέρτο Λατουάντα δίνει στο σενάριο και την ταινία μια μορφή ελαφριάς κωμωδίας η οποία φλερτάρει με το χυδαίο χιούμορ αλλά χωρίς να γίνεται χυδαία. Όμως κάτω από αυτή την μορφή ο σκηνοθέτης και οι σεναριογράφοι θέτουν προκλητικά ηθικά και αισθητικά ζητήματα που κάνουν σιγά σιγά τους θεατές που ήρθαν για φτηνό γέλιο να αισθάνονται άβολα καθώς θα είναι αναγκασμένοι να κοιτάξουν τον εαυτό τους στην οθόνη χάρη στις πετυχημένες υπερβάσεις και το σκληρό σατιρικό τέλος. Στο στόχαστρο του σεναρίου βρίσκεται η υποκρισία της μικροαστικής κοινωνίας, τις νευρώσεις που προκαλεί η υπακοή στην θρησκεία και η ανικανότητα της καθολικής εκκλησίας να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα και την απληστία που κυριαρχεί στις αστικές τάξεις της Ιταλίας. Οι σεναριογράφοι σέβονται τους χαρακτήρες τους και σατιρίζουν περισσότερο τις κοινωνικές καταστάσεις παρά τις αδυναμίες των χαρακτήρων των οποίων η συμπεριφορά είναι καρπός των κοινωνικών συνθηκών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δήθεν θεοσεβούμενη Tαρσίλα που δουλεύει στην βιβλιοθήκη και προστατευτικά δίνει στις νεαρές κοπέλες ένα εγχειρίδιο σεξουαλικότητας της καθολικής εκκλησίας ενώ η ίδια διαβάζει ένα ερωτικό μυθιστόρημα λίγο πριν κάνει έρωτα στο εγκαταλελειμμένο παρεκκλήσι ανάμεσα σε ιερά αντικείμενα. Κάποιες στιγμές το σενάριο φτάνει στα όρια της μισανθρωπίας αλλά είναι για να μας δείξει καλύτερα την ναυτία που προέρχεται από την υπερβολή των ορίων στην ευχαρίστηση που οδηγεί στο να συνυπάρχουν σε ένα θολό όριο το ωραίο και το άσχημο, κυρίως όταν το ωραίο γίνεται άσχημο γιατί χάνουμε την ουσία με το να το απολαμβάνουμε χωρίς όρια. Η σπανιότητα και η πραγματική απόλαυση είναι αυτά που οδηγούν στην πληρότητα και όχι η υπερκατάναλωση.
O Αλμπέρτο Λατουάντα δεν διάλεξε χυμώδεις καλλονές για να παίξουν τους ρόλους των τριών αδερφών και χρησιμοποιεί έτσι τα ξεχωριστά σωματικά προσόντα της καθεμίας ηθοποιού για να συνθέσει την τέλεια γυναίκα και κινηματογραφεί με αισθησιασμό τις όμορφες γάμπες της μίας, το ωραίο στήθος της άλλης και τα ντελικάτα χέρια της τρίτης αδερφής. Η σκηνοθεσία είναι στα όρια του καρτούν: τα χρώματα και οι γωνίες λήψεις είναι στα όρια της υπερβολής, οι σκηνές των δείπνων και της αρχής των ερωτικών συνευρέσεων είναι μονταρισμένες σε γρήγορο ρυθμό για να υπενθυμίσουν την έλλειψη της πραγματικής απόλαυσης. Η καθοδήγηση των ηθοποιών είναι εξαιρετική με τις Άντζελα Γκουντγουίν, την Φραντσέσκα Ρομάνα Κολούτσι και την Μιλένα Βούκοτιτς στους ρόλους των τριών αδερφών. Ειδικότερα η μεταμόρφωση της Κολούτσι από σεξουαλικά καταπιεσμένη σε μηχανή του σέξ είναι απολαυστική και κλέβει την παράσταση από τις άλλες δύο ηθοποιούς που ερμηνεύουν με ευαισθησία και μετρημένη ερμηνεία τους χαρακτήρες. Ο Ζαν Ζακ Φουρζώ είναι αρκετά καλός στο ρόλου του χρεωμένου απατεώνα που ερωτεύεται την Ταρσίλα αλλά ταυτόχρονα την θέλει και για τα λεφτά της που θα τον βγάλουν από την δύσκολη θέση. Η μάχη ανάμεσα στο συναίσθημα και στο συμφέρον αποτυπώνεται στις εκφράσεις του και την εκφορά του λόγου. Όμως αυτός που απογειώνει την ταινία είναι ο μεγάλος ηθοποιός Ούγκο Τονιάτσι που δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες του. Η κίνηση του σώματος του, ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύει τις μανίες του έρωτα δείχνουν τον φυσικό τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει ένα ρόλο στα όρια της καρικατούρας. Καταφέρνει να μας κάνει να συμπαθήσουμε ένα κατεξοχήν αντιπαθητικό χαρακτήρα και να μας κάνει να δούμε σε αυτόν πτυχές του χαρακτήρα μας που θα θέλαμε να εξαφανιστούν.
Συμπέρασμα λοιπόν ; Μια έξυπνη κωμωδία που σατιρίζει τα ήθη μιας σάπιας κοινωνίας που θέλει να φαίνεται υγιής. Μπορεί να το κάνει με ένα διεστραμμένο και σχεδόν μακάβριο τρόπο αλλά ίσως είναι αυτός ο λόγος που την κάνει επίκαιρη και σήμερα .