Visions of Kurosawa
Του Γιώργου Παππά
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην σελίδα στο Facebook «El Exilio… y… El Viaje…»
23-3-1910 γεννήθηκε ο Ακίρα Κουροσάβα- Μέγας κατά πολλές έννοιες, πολλοί θα πουν ότι δεν ήταν ο μεγαλύτερος Ιάπωνας γιατί ήταν αρκετά δυτικότροπος: αυτό ακριβώς όμως είναι που τον κάνει τον μεγαλύτερο και τον πλέον προσβάσιμο, η δυνατότητά του να ενορχηστρώνει μεγαλοπρεπώς κώδικες του Σαίξπηρ και του Γουέστερν και του Γκόρκυ.
Μέσα στις ταινίες για χρόνια, περιζήτητος σεναριογράφος και βοηθός σκηνοθέτη, και με σπουδές και άσκηση ζωγραφικής, η πρώτη του ταινία (κάτι με τζούντο) θεωρήθηκε πολύ δυτική (εν έτει 1942), αλλά παρενέβη ο Όζου στην λογοκρισία, μέχρι το Ρασομόν γύρισε 10 λιγότερο γνωστές ταινίες. Έχω δει τρία: 1. Για ιατρικούς λόγους το Drunken Angel του 1948, πρώτη του συνάντηση με τον Μιφούνε ως αλάνι με φυματίωση που το φροντίζει ο γιατρός Σιμούρα αλλά ο υπόκοσμος τον καλεί για ξεκαθάρισμα, καλό είναι. 2. Το επίσης ιατρικό Quiet Duel του 1949, με τον Μιφούνε ως γιατρό που κολλάει σύφιλη σε μια εγχείριση και η ζωή του αλλάζει καθώς προσπαθεί να το κρατήσει μυστικό, ωραίο ιατρικό κι αυτό. 3. Επίσης το πρώτο του αντιπροσωπευτικό και επιδραστικό Stray Dog του 1949, o Mιφούνε είναι ο νέος μπάτσος που ψάχνει το κλεμμένο όπλο του μαζί με τον παλιό μπάτσο Τακάσι Σιμούρα, προφανώς το μιμήθηκαν πολλοί, ο Κουροσάβα ως αναφορές έδωσε το Naked City του Ντασέν και τον Σίμενον εν γένει.
1951, Ρασομόν, μια νέα φιλμική ανάγνωση – O Κουροσάβα κατοχύρωσε την πατέντα, το βραβείο στην Βενετία άνοιξε δρόμους και για τον Μιζογκούτσι και την επανεκτίμηση του Όζου και του Ναρούζε, εκπληκτική επίδειξη κινηματογραφικής μαστοριάς, από τις λίγες φορές που ο μινιμαλισμός έδειξε τόσο μεγαλειώδης, στην χώρα του το βρήκαν Δυτικό, ξενόγλωσσο Όσκαρ (τότε ακόμη χωρίς πεντάδες, απ’ευθείας). Ακολουθεί το Idiot του 1951 του αγαπημένου του Ντοστογιέφσκυ: υποτίθεται ότι η υπάρχουσα εκδοχή είναι κομμένη, η σκηνοθετική των 4 ωρών αγνοείται, πάντως αυτό που υπάρχει είναι από τα πιο αδύναμά του, σε κανένα σημείο δεν δείχνει να πιάνει τον Ντοστογιέφσκυ. Αντίθετα, το Ikiru του 1952, ανάγνωση του Θανάτου του Ιβάν Ίλιτς του Τολστόυ είναι τεράστιο αριστούργημα, ίσως η ωραιότερη ταινία θανάτου που υπάρχει, με τον Σιμούρα συγκλονιστικό ως ετοιμοθάνατο υπαλληλίσκο που αναζητά ένα ύστατο νόημα ζωής.
1954, οι Επτά Σαμουράι, να μην λέμε πολλά, χαρακτηριστικό παράδειγμα της ενορχηστρωτικής του ικανότητας προς το μεγαλείο, πανάκριβο (σκηνικά και κοστούμια έφτασαν ως τις υποψηφιότητες των Όσκαρ), αναγνωρισμένο από κοινό, κριτικούς και ιστορία, αρχικά ήταν να είναι έξι οι Σαμουράι αλλά ήταν ξενέρωτοι λέει και αποφάσισε ο Κουροσάβα να βάλει τον Μιφούνε 7ο με οδηγία να κάνει τα δικά του. Το I Live in fear του 1955 δεν το έχω δει, ο Μιφούνε υποδύεται έναν που θέλει να πάει την οικογένειά του στην Βραζιλία γιατί φοβάται αναπόφευκτη πυρηνική καταστροφή. Το 1957 πρώτη σημαδιακή συνάντησή του με τον Σαίξπηρ, ο Μακβέθ ως Θρόνος του Αίματος, η οικεία πλέον ανάγνωση μέσα από τους ερμηνευτικούς κώδικες του θεάτρου Νο, εντυπωσιακό μεν, επ’ουδενί κλασσικό δε το βρίσκω, το δούλευε ακόμη το ύφος ο Κουροσάβα (και θα το δούλευε μέχρι τελειοποιήσεως πολύ αργότερα). Την ίδια χρονιά προσέγγισε τον τρίτο Ρώσο, τον Γκόρκυ, με το Lower Depths, εξαιρετική ανάγνωση των καταφρονεμένων ονείρων αν και ατύχησε στο ότι η ταινία του Ρενουάρ από το 36 με τον Γκαμπέν είναι αριστουργηματική, οπότε αυτή θυμόμαστε περισσότερο, τους καταφρονεμένους κατά Κουροσάβα θα τους θυμηθούμε αλλού.
Tο Hidden Fortress του 1958 ήταν τεράστια επιτυχία, σαμουράι περιπέτεια με χιούμορ, εγώ βαριέμαι, ο Τζωρτζ Λούκας πάλι δεν βαρέθηκε καθόλου και πήξαμε στα Star Wars. Το 1960 το The Bad Sleep Well έχει κάποιες αναφορές στον Άμλετ, ασχολείται περισσότερο με την διαφθορά στο Ιαπωνικό σήμερα, ένα ωραίο δράμα είναι απλά, πρέπει να το αγαπούσε πολύ ο Φώσκολος για να συνεννοούμαστε. Το 1961 έρχεται το Yojimbo, πιθανώς ο ωραιότερα σκηνοθετημένος χαβαλές της ιστορίας του κινηματογράφου, ο σαμουράι που διάβαζε Ντάσιελ Χάμετ και μετά τον διάβασε ο Σέρτζιο Λεόνε (και ο Κορμπούτσι και ο Γουώλτερ Χιλ, και, ο Κιτάνο, και…). Τεράστια επιτυχία, το Sanjuro του 62 που ακολούθησε ήταν τρόπον τινά sequel, δεν το έχω δει.
Tο High and Low του 1963, ωραιότατο σύγχρονο με την απαγωγή λάθος παιδιού να θέτει ηθικά διλήμματα στον Μιφούνε. Το 1965 επιστρέφει στα ιατρικά με το αγαπημένο, σπουδαίο Akahige, ταινία που θα έπρεπε να την προβάλλουν σε όλους τους απόφοιτους των ιταρικών σχολών του κόσμου μπας και μάθουν τίποτε, όπως ο νεαρός υπερόπτης που μαθαίνει δίπλα στον Κοκκινογένη Μιφούνε- Δρ. Νιίντε. Εδώ τσακώθηκαν δια παντός ο Κουροσάβα με τον Μιφούνε, γιατί αργούσαν τα γυρίσματα και τα κόκκινα γένια (να πω ότι ήταν και έγχρωμο;…) εμπόδιζαν τον Μιφούνε να παίξει σε άλλες ταινίες λέει και είχε οικονομική αιμορραγία. Το 1966 ο Κουροσάβα αρχίζει να σκέφτεται διεθνή καριέρα, και γράφει ένα σενάριο ονόματι Runaway train, μέχρι να χιονίσει καθυστερούν και πάει η ταινία που ανέστησε ο Κοντσαλόφσκι 19 χρόνια μετά. Αποφασίζει τότε να κάνει το Tora Tora Tora, γιατί του είπαν ότι θα το γυρίσει εξ ημίσειας με τον Ντέηβιντ Λην (η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ ειδωμένη από δυο οπτικές), αλλά μετά του έφεραν τον Ρίτσαρντ Φλάισερ, του έκοψαν το χρόνο της δικής του ματιάς, και όταν άρχισαν τα γυρίσματα άντε να συνεννοηθεί ο Κουροσάβα με το Χόλυγουντ, τον πέρασαν για τρελό και απελύθη!
Φτιάχνει δική του εταιρεία πλέον (μαζί με Ιτσικάουα, Κομπαγιάσι και Κινοσίτα), και το 1970 έρχεται το Dodes’ ka Den/ η Γειτονιά των Καταφρονεμένων, γκροτέσκος νεορεαλισμός σε φαντασιακή χρωματική παλέτα (το πρώτο του έγχρωμο νομίζω), από αυτά που θυμάσαι όταν βλέπεις Ειδομένη στις ειδήσεις, αποτυχία που διέλυσε την εταιρεία και τον οδήγησε σε απόπειρα αυτοκτονίας, υποψήφιο για ξενόγλωσσο Όσκαρ (έχασε από τον πρωτότυπο νεορεαλιστή Ντε Σίκα για τους Φίτζι Κοντίνι), μεγάλη, αλλά βαριά στην ψυχή, ταινία. Βρίσκει Σοβιετική χρηματοδότηση κι έτσι φτάνουμε στο Dersu Uzala του 1975, το φυσιολατρικό διαμάντι της Σιβηρίας με την μεγάλη μορφή Μαξίμ Μουνζούκ, σχεδόν αριστούργημα (τα μείον του είναι ότι η φωτογραφία του είναι πότε θεσπέσια και πότε ψεύτικη- τρεις διευθυντές φωτογραφίας ανακατεύτηκαν, και το ότι το Urga του Μιχάλκωφ καλύτερο), ξενόγλωσσο Όσκαρ ως υποβολή της Σοβιετικής Ένωσης.
Τόσα που έβγαλε ο Λούκας από το Star Wars, είπε να τιμήσει τον Κουροσάβα, και με Αμερικάνικα κεφάλαια και παραγωγή Κόπολα γυρίστηκε το Kagemusha του 1980, ανυπέρβλητο οπτικά (αλλά τίποτε άλλο λέω εγώ), μισός Χρυσός Φοίνικας (μαζί με All that jazz), υποψήφιο για ξενόγλωσσο Όσκαρ (έχασε από το Η Μόσχα δε Πιστεύει στα Δάκρυα, θα το έδινα στο Τελευταίο Μετρό). Σελέμπριτυ πλέον στην Δύση, μαζεύει κεφάλαια (βοηθάνε οι Γάλλοι) και παραδίδει εν έτει 1985 το Ran, το υπέρτατο αριστούργημά του, τον μέγιστο Βασιλιά Ληρ, από τα μεγαλύτερα έπη με ψυχή (αυτός κι ο Λην). Οι Ιάπωνες ΔΕΝ το πρότειναν για ξενόγλωσσο Όσκαρ, ο Λιούμετ έκανε καμπάνια για να προταθεί ο Κουροσάβα για σκηνοθεσία, όπως κι έγινε (μαζί του ο νικητής Πόλακ, ο Χιούστον, ο Γουίαρ και ο Μπαμπένκο). Έξω από την πεντάδα έμεινε ο Σπήλμπεργκ του Πορφυρού Χρώματος τότε, και για πάντα θα βαρύνει τον Σπήλμπεργκ η καταγεγραμμένη αντίδρασή του που ούρλιαζε μόλις ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες “Μέ άφησαν απ’έξω και βάλανε τον Γιαπωνέζο!” (μετά έκανε συμπαραγωγή στα Όνειρα μήπως κι εξιλεωθεί). Όσκαρ κοστουμιών πήρε, αυτή που έκανε και τα κοστούμια του Ζανγκ Γιμού μετά. Τα τρία τελευταία του δεν τα εκτιμώ: τα Όνειρα, όσο κι αν είναι εκτυφλωτικά, είναι αφάνταστα βαρετά, είναι ο ζωγράφος Κουροσάβα εδώ παρών, όχι ο σκηνοθέτης (ιδίως ο Αγγελοπουλικός στρατός-από τις πιο δυσβάσταχτες βραδιές μου στην σειρά αυτό και το Good Fellas), η Ραψωδία τον Αύγουστο αν δεν έλεγε Κουροσάβα δεν θα απασχολούσε κανέναν, το Madadayo δεν έχει την γεροντική σοφία που θα έπρεπε.